Εμφανίστηκε μέσα από το πλήθος καθώς προσπαθούσε να ξεφύγει από το συνωστισμό της πλατείας. Στο βλέμμα του φαινόταν η απεγνωσμένη προσπάθεια του και στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό του διέκρινες μια πρόωρη εξαθλίωση. Πολλοί γυρνούσαν και τον κοίταζαν. Τα ταλαιπωρημένα χαρακτηριστικά του, τα σκισμένα, βρώμικα ρούχα και πάνω από όλα η άσχημη μυρωδιά από το άπλυτο εδώ και καιρό σώμα του, έκανε τους ανθρώπους να τον κοιτάζουν με ανησυχία.
Όταν επιτέλους βρέθηκε στο δρόμο, απομακρυσμένος σχετικά από την πολυκοσμία, το βλέμμα του ήταν ακόμα χαμένο. Από την πλατεία ακουγόταν η μουσική ενός γνωστού τραγουδιού. Ο κόσμος που παρακολουθούσε τη συναυλία άρχισε να τραγουδάει δυνατά. Τραγουδιστής και κοινό είχαν γίνει μια φωνή. Αυτός συνέχισε να ανηφορίζει στο δρόμο με ένα κενό στο βλέμμα του. Ήταν εκ φύσεως κουτσός, καθώς το δεξί του πόδι ήταν μερικούς πόντους κοντύτερο από το αριστερό, δίνοντας στο βηματισμό του ένα μόνιμο ανεβοκατέβασμα, σαν να ήθελε το δεξί πόδι να δείξει και αυτό την παρουσία του, να δείξει ότι και αυτό, έστω και έτσι, βοηθάει στο περπάτημα.
Σταμάτησε στην επόμενη γωνία και κοίταξε πίσω από την πλάτη του. Ο κόσμος στην πλατεία είχε αυξηθεί. Δύο κορίτσια πέρασαν χασκογελώντας από δίπλα του. Τα μακριά τους μαλλιά ανέμιζαν αρμονικά σύμφωνα με το βηματισμό τους, σαν να ακολουθούσαν το ρυθμό της μουσικής. Κοιτούσε η μια την άλλη στα μάτια και γελούσαν, ενώ κρατιόντουσαν χέρι-χέρι, μπλέκοντας τα δάκτυλά τους. Ξαφνικά άρχισαν να χορεύουν κυκλικά στη μέση του δρόμου, στον ρυθμό της μουσικής. Τα μακριά μαλλιά τους μπλέχτηκαν δημιουργώντας ένα καστανόξανθο κουβάρι που αιωρούταν λίγο πιο πάνω από τα λεπτά κορμιά τους.
Ακόμα και όταν τα κορίτσια απομακρύνθηκαν, το γέλιο τους συνέχισε να αντηχεί στα αυτιά του, η όψη τους έμεινε χαραγμένη για λίγο στο μυαλό του, το χαμόγελό τους, τα λεπτά γυμνασμένα πόδια τους, το ανάλαφρο περπάτημά τους. Αν και αυτές είχαν φύγει, αυτός στεκόταν εκεί και φανταζόταν ότι τις έβλεπε.
Ξύπνησε κάποια στιγμή από το λήθαργο των φαντασιώσεών του και είδε κάτι να λαμπιρίζει στο χώμα, εκεί που λίγο πριν χόρευαν τα κορίτσια. Έκανε μερικά βήματα προς τα εκεί, στηρίχθηκε στο αριστερό του πόδι και έσκυψε προς το λαμπερό αντικείμενο. Το έπιασε με το δεξί του χέρι και ξανασηκώθηκε κρατώντας το στη χούφτα του.
Συνέχισε να περπατάει πιο γρήγορα αυτήν τη φορά, κάτι όμως που έκανε ακόμα πιο εμφανή την αδυναμία του δεξιού ποδιού. Το αριστερό χέρι ήταν κολλημένο πάνω στο σώμα του και βαθειά χωμένο στην τσέπη του, σε μια προσπάθεια να ζεσταθεί. Το δεξί του χέρι ήταν λυγισμένο πάνω στο στήθος του, ακριβώς πάνω στην καρδιά του που χτυπούσε γρήγορα. Η χούφτα του ήταν τόσο σφιχτή που έβλεπες με κάθε λεπτομέρεια την υπέροχη κατασκευή των αρθρώσεων των δακτύλων του.
Μετά από λίγα βήματα έφτασε στη γωνία του δρόμου και στάθηκε εκεί. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια αποκαλύπτοντας το έντονο γαλάζιο χρώμα τους και το στρογγυλό, σαν παιδικό, σχήμα τους. Κοιτώντας προς το δρόμο γεμάτος άγχος και αγωνία, έφερε τη δεξιά χούφτα κοντά στο πρόσωπό του. Αργά και διστακτικά άνοιξε τα δάχτυλά. Στο κέντρο της χούφτας αποκαλύφθηκε ένα μπρελόκ με περασμένα τέσσερα κλειδιά. Το στόμα του άνοιξε και τα μάτια του δάκρυσαν, κάνοντας ακόμα πιο έντονο το γαλάζιο τους χρώμα.
Πέρασε το δείκτη του μέσα από το μπρελόκ και έφερε τα κλειδιά κοντά στα μάτια του. Περιεργάστηκε ένα- ένα το κάθε κλειδί, ενώ ψηλαφούσε τα δόντια τους σαν ένας τυφλός που προσπαθεί να αναγνωρίζει το πρόσωπο ενός αγαπημένου του προσώπου. Που και που έπαιρνε τα μάτια του από τα κλειδιά και ήλεγχε μήπως τον παρακολουθεί κάποιος. Μετά από λίγο, έφερε τα κλειδιά δίπλα στο αυτί του και τα κούνησε. Χαμογέλασε ακούγοντας το μεταλλικό τους ήχο. Ύστερα τα έφερε κοντά στη μύτη του και τα μύρισε. Απογοητεύτηκε όταν ανακάλυψε ότι το άρωμά τους θύμιζε περισσότερο γυναικεία κολόνια παρά κλειδιά. Ξαναέφερε στο μυαλό του τα κορίτσια. Σκέφτηκε να γυρίσει προς τα πίσω, να τις βρει και να τους δώσει τα κλειδιά. Αμέσως όμως προσπέρασε αυτή τη σκέψη. Συνέχισε να τα παίζει στα δάχτυλά του μέχρι που είδε δυο νεαρούς να τον πλησιάζουν και τα έσφιξε ξανά μέσα στη δεξιά του χούφτα, τόσο δυνατά που πλήγωσε την παλάμη του.
Συνέχισε με τον άρρυθμο βηματισμό του να ανεβαίνει το δρόμο βιαστικά, μέχρι που έστριψε σε ένα στενό δρομάκι. Εκεί, περπάτησε λίγο ακόμα και βρέθηκε σε έναν ακάλυπτο χώρο μεταξύ δυο παλιών πολυκατοικιών. Σε μία γωνία υπήρχαν μερικά ανοιγμένα χαρτοκιβώτια. Κάθισε πάνω τους και λύγισε τα πόδια του μπροστά στο στήθος. Ξανάνοιξε αργά και προσεκτικά τη χούφτα του και είδε τα κλειδιά. Τα δόντια τους είχαν αφήσει το ανάγλυφό τους χαραγμένο στην παλάμη του, ενώ σε ένα σημείο είχε ματώσει. Αυτός ήταν τόσο απορροφημένος από τα κλειδιά που δεν έδωσε σημασία. Συνέχισε να τα περιεργάζεται και να χαϊδεύει τα δόντια τους.
Λίγο αργότερα, ξάπλωσε αλλά δεν πήρε τα μάτια του από τα κλειδιά. Η κούραση του σε συνδυασμό με το σκοτάδι είχε ως αποτέλεσμα να αντικρίζει μόνο το αντιφέγγισμα της πιο κοντινής λάμπας του δρόμου στο σίδερο του μεγαλύτερου κλειδιού. Κάποια στιγμή, αργά το βράδυ, τον πήρε ο ύπνος με τα κλειδιά στο χέρι, μπροστά στα κλειστά πλέον μάτια του. Τα ταλαιπωρημένα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν γαλήνια ενώ στα χείλη του ήταν ζωγραφισμένο ένα μικρό χαμόγελο. Ήταν ευτυχισμένος. Είχε κλειδιά.
γράφει η Νικολέττα Αλεξανδρή
Η Νικολέττα Αλεξανδρή γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Από την πρώτη στιγμή που έμαθε να γράφει θέλησε να γίνει συγγραφέας. Στο μεταξύ αποφοίτησε από το τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τώρα ολοκληρώνει το μεταπτυχιακό της στη Δημοσιογραφία και τα Νέα Μέσα. Αγαπάει την τέχνη, με όποια μορφή και αν εκφράζεται. Γράφει από άρθρα μέχρι ποιήματα και δε σταματάει να εκφράζεται χρησιμοποιώντας άλλοτε τη λογική και άλλοτε τη φαντασία της.
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Υπέροχο στη σύλληψη , συγκινητικό και με τη γραφή του το θέμα! Νικολέττα μου τι όμορφα που τα είπες! Πόσο όνειρο, άπιαστο είναι για κάποιους ανθρώπους αυτό που θεωρείται αυτονόητο να υπάρχει για κάποιους άλλους! Πόση ευτυχία προσφέρει το “πιάσιμο ” του ονείρου , έστω κα στην “προβολή” του μέσα στη σκληρή παραγματικότητα του στερημένου, άστεγου στην προκειμένη περίπτωση! Πολύ δυνατά έδωσες τη δύσκολή μας κοινωνική καθημερινότητα Νικολέττα ! Γέννησες σκέψεις , προβληματισμό και συναισθήματα ανάλογα! Μπράβο σου!
Νικολέττα πολλά συγχαρητήρια! Τί ιδιαίτερη ιστορία και γραφή…Και επειδή και η τελευταία δική μου ιστορία εδώ στο site αφορούσε έναν άστεγο, με συγκίνησες ακόμη περισσότερο! Χίλια μπράβο!!
Κοίτα λοιπόν – λέω στον εαυτό μου- ένα μπρελόκ με απλά κλειδιά πως άνοιξε τόσα συναισθήματα και γεννήθηκε μια πανέμορφη ιστορία. Ειλικρινά σπάνια μπορεί να αιχμαλώτίσει την προσοχή σου η αφήγηση για έναν απλό άνθρωπος που βαδίζει μόνος αποφεύγοντας την πολυκοσμία εξαιτίας ίσως της μικρής του αναπηρίας ο οποίος μαγεύεται από την φρεσκάδα δυο νέων κοριτσιών που περνούν χοροπηδώντας και χορεύοντας από μπροστά του. Όμως αυτό δεν είναι τίποτα μπρος στην ανακάλυψη ενός μπρελόκ με κλειδιά που αν και έχουν το μειονέκτημα να μυρίζουν λίγο άρωμα, είναι όμως κλειδιά. Τα δικά του ΤΩΡΑ κλειδιά.
Νικολέτα Αλεξανδρή όταν τέλειωσα την ανάγνωση του διηγήματος σου κατάλαβα ότι έχω να κάνω με έναν άνθρωπο με εξαιρετική ευαισθησία η οποία διατρέχει όλο σου το κείμενο και είμαι βέβαιος και άλλο γράφεις. Είμαι ευτυχής που σε διάβασα.
Γλυκόπικρο. Τα κλειδιά που ανοίγουν την πόρτα να φανεί το φως στην δυστυχία…
Υπέροχα με παρέσυρε και το αντιστοίχησα με κομμάτια απλά που μας λείπουν.
Ευχαριστώ!
“Τα ταλαιπωρημένα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν γαλήνια ενώ στα χείλη του ήταν ζωγραφισμένο ένα μικρό χαμόγελο. Ήταν ευτυχισμένος. Είχε κλειδιά.”
Είχε κλειδιά… ίσως για πρώτη φορά μετά από (πόσα;) χρόνια… ίσως για πρώτη πρώτη φορά στη ζωή του…
Κάτι που μας φαίνεται κατά κανόνα τόσο αυτονόητο – κι όμως είναι τόσο καταλυτικό… τόσο καθοριστικό… Τα κλειδιά του σπιτιού μας, του καταφυγίου μας, της φωλιάς μας… Αλήθεια – συνειδητοποιούμε πόσο τυχεροί είμαστε όταν τα πιάνουμε μηχανικά στα χέρια μας;
Νικολέττα φίλη μου – τόσο σπαραχτικό… και τόσο εξαιρετικό! Πολλά συγχαρητήρια!
Πραγματικά συγκλονιστική ιστορία συγχαρητήρια!!!!
Μαργαρίτα ευχαριστώ πολύ! Η κοινωνική πραγματικότητα είναι αυτή που δίνει έμπνευση με στόχο την ευαισθητοποίηση του κόσμου και τον προβληματισμό όπως πολύ καλά τονίσατε.
Ιωάννα ευχαριστώ πολύ! Είχα διαβάσει το κείμενό σας…το ζήτημα των αστέγων είναι από μόνη της μια πονεμένη ιστορία…
κ. Παπαχαραλάμπους, χαίρομαι πολύ που σας άρεσε τόσο η ιστορία μου! Ελπίζω και στο μέλλον να σας κρατώ το ίδιο ευτυχή με τα γραπτά μου.
κ. Αντιγόνη Γιαγιά, Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου, Άννα Ρουμελιώτη χαίρομαι πολύ που σας άρεσε τόσο πολύ το διήγημά μου! Σας ευχαριστώ πολύ για τα όμορφα σχόλιά σας.