Κωνσταντίνος Καβάφης
Περιμένοντας τους Bαρβάρους
Το ποίημα γράφτηκε το Δεκέμβριο του 1898, δημοσιεύτηκε το 1904 και αποτελεί την πρώτη απόπειρα του Καβάφη να αντλήσει τα θέματά του από το κοινωνικό επίπεδο. Είναι ένα ψευδοϊστορικό ποίημα, το οποίο αναφέρεται στη Ρώμη γύρω στον 5ο αιώνα μ.Χ, την εποχή δηλαδή της παρακμής της. Ωστόσο, με το ποίημα αυτό ο Καβάφης ουσιαστικά θέλει να απευθυνθεί στους σύγχρονους πολιτικούς της εποχής του και να τους αποδώσει τις ευθύνες που τους αναλογούν για την πολιτική, κοινωνική και πνευματική παρακμή της σύγχρονης Ελλάδας.
Η κεντρική ιδέα του ποιήματος είναι η τραγικότητα του ξεπεσμένου ηθικά και ψυχικά ανθρώπου, ο οποίος συνειδητοποιεί ότι η ύπαρξή του είναι ανώφελη. Ο άνθρωπος αυτός, που ζει σε μια παρακμασμένη και εκφυλισμένη πολιτεία, δεν περιμένει την σωτηρία παρά μόνο στον ερχομό των βαρβάρων και είναι πρόθυμος να υποταχτεί και να παραδοθεί σ’ αυτούς κι όχι να αναλάβει ο ίδιος πρωτοβουλίες διάσωσης του εαυτού του. Οι βάρβαροι είναι ένα σύμβολο αλλαγής – σωτηρίας, δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, γι αυτό και δεν έρχονται ποτέ. Ο μη ερχομός τους όμως επιφέρει την παραίτηση και στη συνέχεια το θάνατο.
Το ποίημα είναι γραμμένο με τη μορφή διαλόγου παρουσιάζοντας ένα θεατρικό τρόπο ανάπτυξης. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι ανήκει στην τεχνοτροπία του συμβολισμού.
— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες•
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια•
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα•
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα•
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
0 Σχόλια