Κύματα του Βοσπόρου οι ψυχές των χαρακτήρων του υπέροχου αυτού μυθιστορήματος. Άλλοτε αφρισμένα και άλλοτε γαλήνια, να χτυπούν με ορμή πάνω στα βράχια της Ιστορίας ή να αποσύρονται διακριτικά να σεργιανίσουν στα χαλίκια της ζωής τους. Εγκλωβισμένα στα στενά μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Μικράς Ασίας, τα κύματα αυτά ακολουθούν το κάλεσμα της φύσης, γεμάτα αντιθέσεις, ανατροπές, ανθρώπινα λάθη και έρωτες, αδικίες και μίσος, πίκρα και μικροχαρές, γιορτές και πανηγύρια, απελάσεις και καυτή ανάσα φόβου στο σβέρκο τους. Ένα μυθιστόρημα με πολλούς κύριους και δευτερεύοντες χαρακτήρες, που οι ιστορίες τους κυλάνε σα νερό στις σελίδες, μπλέκονται μεταξύ τους, ανακατεύονται, ξεκαθαρίζουν, διασταυρώνονται, απομακρύνονται, ξανά και ξανά.
Το μυθιστόρημα καλύπτει το χρονικό διάστημα 1926-1964 και φωτογραφίζει τη ζωή των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, που προόδευσαν, μόχθησαν, μεγαλούργησαν, έκαναν περιουσίες και ωφελήματα, συγγένευαν και γειτόνευαν με τους Τούρκους, όμως οι ηγέτες είχαν άλλες απόψεις κι έπρεπε να σπάσει αυτό το κακό σπυρί στην πλάτη τους. Τα ακούσματα της συγγραφέως από την παιδική της ηλικία από γονείς που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους το 1964 και η λυρική, λογοτεχνική της πένα δημιούργησαν μια Βίβλο με ιστορίες και περιπέτειες που θα συγκινήσει και θα γοητεύσει πολλούς αναγνώστες.
Εμπόδιο στις τύχες των χαρακτήρων, αποτυπώνοντας έτσι και τις δυσκολίες των Ρωμιών της Πόλης, ήταν ο φόρος πολυτελείας του 1942, τα Σεπτεμβριανά του 1955 και οι απελάσεις του 1964. Τρεις σταθμοί που ανέκαμψαν την πρόοδο των Ελλήνων και οδήγησαν σταδιακά στον μαρασμό της κοινότητας και την αμαύρωση του μεγαλείου τους. Υπέροχες ιστορίες, τραγικές και αισιόδοξες, με αίσιο ή κακό τέλος, πασπαλισμένες με τη γλυκιά ζάχαρη των ανατολίτικων σερμπετιών και το αλάτι του Βοσπόρου, με κράτησαν ως το τέλος. Κάποιους τους αγάπησα, κάποιους ήθελα να τους σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, κάπου συγκινήθηκα, κάπου θύμωσα. Με μαεστρία η κυρία Μαγουλά κατάφερε να ξεχωρίσει τις αφηγήσεις της και να παρουσιάσει τα πρόσωπα και τη μοίρα τους χωρίς να μπερδευτώ ή να κουραστώ ούτε μια στιγμή.
Η Ευρυδίκη, υπηρέτρια στο ανάκτορο των Καραμάνογλου, μένει έγκυος από το αφεντικό της που την περιγελά και τη διώχνει από το σπίτι. Μετά από περιπέτειες, καταλήγει στα χέρια του άξεστου, βίαιου και αυστηρού ψαρά Σταύρου, με τον οποίο θα ζήσει τις χειρότερες μέρες της ζωής της. Η δασκάλα Ευγενία, χήρα, γνωρίζει τον έρωτα στα μάτια ενός ζωγράφου και ξεκινάει μια έντονη ερωτική ζωή στις στάχτες της αμορόζας του ζωγράφου που αυτοκτόνησε. Η Βασιλική, φτωχή ράφτρα, μετά από έναν αποτυχημένο γάμο στη Μασσαλία, αγωνίζεται να επιβιώσει. Οι αδερφές της, Ελένη και Ευτυχία, προσπαθούν να στεριώσουν σε μια κοινωνία που διαρκώς αλλάζει. Ο Παναγιώτης Στουπάκης, αργυροχόος, μεγαλουργεί στον αγορά του Πέρα και μπλέκει με τη σαγηνευτική και καπάτσα Μαρκέλλα. Πάντα στη βιτρίνα του μαγαζιού του θα έχει τη φωτογραφία της μητέρας του που τον είχε εγκαταλείψει μικρό. Η Διονυσία επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη και γίνεται νταντά μιας παράλυτης κοπέλας. Η μοίρα θα τα φέρει ώστε η Διονυσία να πέσει πάνω στον εγκαταλειμμένο γιο της. Ένα αγόρι γνωρίζει δυο φορές την ορφάνια και μεγαλώνει σε ορφανοτροφείο της Πριγκήπου, χωρίς να ξέρει πόσο σκοτεινό και τραυματικό είναι το παρελθόν του.
Τι θα γίνουν όλα αυτά τα πρόσωπα και οι άνθρωποι που γνωρίζουν; Νέες γνωριμίες, νέοι έρωτες, ανατροπές, αγωνία, ένα υπέροχο σκηνικό θεάτρου είναι αυτό το μυθιστόρημα, σε μια παράσταση που δεν ήθελα να τελειώσει. Μπεμπέκ, Εμίνονου, Πέρα, Μέγα Ρεύμα, Αρναούτκιοϊ, Πρίγκηπος και Νιχώρι είναι κάποια από τα μέρη όπου διαδραματίζεται το χρονικό και ντύνουν με τις μυρωδιές τους, τους ήχους τους, τους κατοίκους, τις σελίδες που ξεφύλλισα με ανυπομονησία. Ιστορίες ανθρώπων που «ό,τι τους πίκραινε από το παρελθόν, το άφηναν στ’ αμπάρια των περαστικών βαποριών να ταξιδέψει και να χαθεί σε άλλους μακρινούς προορισμούς» (σελ. 374). Λατρεμένη πένα, αγαπημένες ιστορίες, αληθινοί άνθρωποι.
0 Σχόλια