Σε πρόσφατη βιβλιοπαρουσίαση διατύπωνα την άποψη πως «θεωρώ τις συγκεντρωτικές εκδόσεις ποιημάτων μια ευλογία. Παρέχεται η δυνατότητα να έχεις με τη μια, κατά το δυνατόν, ολόκληρο το ταξίδι (καλό ή κακό άσχετο) ενός ανθρώπου στα χέρια σου και να μετράς όλες τις (εμφανείς) πορείες και τις πτυχές του. Δεν είναι λίγο. Είναι ευλογία. Σκέφτομαι, μάλιστα, πως η θέα ενός ταξιδιού είναι αυταξία». Όταν αυτό αφορά στην ποίηση σύγχρονου ποιητή, τότε τα πράγματα μοιάζουν απλά. Η προσλαμβανόμενη ύλη αφομοιώνεται δίχως (αισθητικά ή άλλα) εμπόδια. Όμως, όταν η έκδοση αφορά σε ποίηση «ξεπερασμένη» (;;;!!!…) πια στη μορφολογία, στο λεκτικό, στα θέματά (!!!…) της; Ποια η βαθύτερη αξία και το νόημα μιας συγκεντρωτικής έκδοσης εν γένει του «παλιού»; Το μουσειακό του πράγματος μπορεί να φαίνεται ένας επαρκής…«εγκυκλοπαιδικός» λόγος, όμως είναι εξόχως στείρος και εν τέλει απωθητικός. Εύλογα και με το δίκιο του κάποιος θα υπερασπιζόταν μια τέτοια προσπάθεια λέγοντας, σύμφωνος με τον Πίνδαρο, ότι από τα πάτρια ξεκινά κανείς αν θέλει να έχει βάσεις ισχυρές, λόγο ριζωμένο, αίτημα με γνώση. Ότι το μέλλον εκκινεί με το βηματισμό του παλιού, αν θέλει να καινοτομήσει μετά λόγου γνώσεως και πρωτοποριακά. Μα, επιτέλους, αρκούν μόνον αυτά για να δικαιολογήσουν την επαναφορά του παλιού; Μπορεί ποτέ να αποτελούν το βαθύτερο λόγο ύπαρξής του και συνάμα το λόγο του ζωτικού ενδιαφέροντός μας προς αυτό; Κατηγορηματικά όχι, διότι αλλιώς θα ήταν σαν να μουμιοποιούσαμε ζώσες μορφές ζωής υβρίζοντας το ζωντανό ρυθμό της Ποίησης, της Ζωής, του Κόσμου.
Τότε;… Ας δώσω έναν ουσιώδη, νομίζω, λόγο γιατί οφείλει να μας αφορά η επανέκδοση του «παλαιού». Η Ποίηση, όπως και η ίδια η Ζωή, αφορά σε ζώντες. Η Ποίηση γίνεται μέσα στη Γλώσσα. Και η Γλώσσα αφορά πάντοτε στο Ζωντανό και Ζέον. Σε ζωντανή και σπαργώσα «ύλη», που αρέσκεται να ξεγλιστρά από τις μύριες παγίδες που η Γλώσσα της στήνει για να τη συλλάβει. Με κάποιο τρόπο, ωστόσο, πρέπει να συλληφθεί το άρρητο μέσα στη Γλώσσα, έστω και μη ουσιωδώς ή τελεσίδικα συλλαμβανόμενο με τρόπο άμεσο αλλά έμμεσο. Αυτό, όμως, είναι αρκετό για τ’ ανθρώπινα. Το έπραξε η Ποίηση και οι λειτουργοί της από τον Αρχίλοχο ακόμη, τον Αλκαίο και τη Σαπφώ μέχρι τις δημοτικιστικές ή άλλες «εκτροπές» ενός Σικελιανού ή τους καθαρολογικούς λογοτεχνικούς «αναχρονισμούς» της γλώσσας του Εμπειρίκου, λόγου χάρη. Κι αυτή η άγρα (όπως και η άγρα ζωής…) σηματοδοτεί μια γλωσσικήν αναρχία και όχι έναν γλωσσικό (ή άλλον τινά…) κομφορμισμό, όπως δυστυχώς συχνά πράττουν διάφοροι ποιητές (και άλλοι θηρευτές…), επιλήσμονες αυτού του αναρχικού κανόνα άγρας ζωής με όπλο ΟΛΗ τη Γλώσσα. Έτσι, όταν το παιχνίδι γίνεται ζωντανό και αφορά σε ζώντες, ενδιαφέρει τα μέγιστα, αν πρόκειται με ένα χ συγκεκριμένο αγκίστρι (ανυπότακτο σε (ποιητικές ή άλλες) στεγανοποιήσεις πάντα…) να αγρευθεί η Ζωή και το άρρητο στο εκάστοτε ΠΑΡΟΝ, ο βαρναλικός (και όχι μόνον φυσικά) τύπος «αψηλά» και όχι (κομφορμιστικά) «ψηλά», «πιοτί» και όχι «ποτό», «εφτυχήσει» και όχι «ευτυχήσει», «εβωδά» και όχι «ευωδά ή ευωδάει», «αμπόδισμα» και όχι «εμπόδισμα», «απάνου» και όχι «απάνω», «βάλτηκε» και όχι «βάλθηκε», «αβγή» και όχι «αυγή». Νομίζω πως γίνομαι αντιληπτός. ΑΝ αυτά τα «αναρχικά», στον εκάστοτε γλωσσικό καθωσπρεπισμό μας…,γλωσσικά στοιχεία απαιτεί η Ποίηση και η Γλώσσα για να κατεβάσει ή να ανεβάσει, από τους χθόνιους κρυψώνες, του το Άρρητο, τότε ας αφεθεί ολόκληρο το φθογγολογικό πεδίο της ανοιχτό προς εκμετάλλευση του Παρόντος. Και αυτός είναι ο λόγος, κρίνω, που έχουμε απόλυτη ανάγκη να εντρυφούμε στο πώς διατάχθηκε η άγρα του ζώντος στο παρελθόν: εδώ από τη βαρναλική γλώσσα. Οτιδήποτε άλλο πέραν αυτής της γλωσσικής (και όχι μόνον…) θέασης, μοιάζει συμβατικό, στείρο, μουσειακό, ανόητα καθαρολογικό, καθωσπρέπει. Όχι πνευματικά και ζωογόνα αλήτικο…
Φυσικά, υπάρχουν και εκείνοι που (καθόλα νομίμως) δεν είναι κυνηγοί, ούτε και επιζητούν μια χ έκφραση ενός χ πράγματος. Αυτοί επιζητούν, κυρίως, το ποσοστό συγχρονικότητας σε μιαν επαναφορά του παλαιού, ως θεμελιώδες κριτήριο καταξίωσης μιας συγκεντρωτικής έκδοσης. Δεν έχουν παρά να κοιτάξουν π.χ. στις σελ. 320 (φασισμός), 40 (πανοικονομισμός), 361 (ιστορία των …νικητών), 400 (ο παροντικός μας φασισμός…), 455 (Ελλάδα και. .δημοκρατία), 456 ή 467 (λογής δοσιλογισμός και Κουίσλινγκ…), 468 (δουλεία και κοινωνικά αδιέξοδα), 499 (υπαρξιακή σιχαμάρα), 514 (εθελοδουλεία κι αλλοτρίωση), 520 (αυτοκρατορία…). Η προσπάθεια, λοιπόν, επανέκδοσης του Βάρναλη από τις εκδόσεις Κέδρος είναι απολύτως αξιέπαινη με την εξής όμως σημαντική, θεωρώ, επισήμανση: ΚΑΜΙΑ ορθογραφική μεταβολή του κειμένου, ΟΧΙ κατάργηση της βαρείας, ΚΑΜΙΑ αλλαγή των ορθογραφικών («εξεζητημένων για την εποχή μας» σελ.523) τύπων. Ας θυμηθούμε, με τρόμο…, τις επεμβάσεις «ομαλοποίησης» της γλώσσας των δημοτικών τραγουδιών κάποτε…
_
γράφει ο Στάθης Κομνηνός
0 Σχόλια