Κώστας Θ. Ριζάκης
fractalίζων
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
–
Από τις εκδόσεις ‘ΑΩ’ κυκλοφόρησε σε μία καλαίσθητη έκδοση η ποιητική συλλογή του Κώστα Θ. Ριζάκη που εν προκειμένω φέρει τον παράξενο τίτλο ‘fractalίζων’. Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής την οποία και συμπληρώνουν το κατατοπιστικό επίμετρο της Ελένης Γκίκα το οποίο εισαγάγει τον αναγνώστη στον ποιητικό ‘κόσμο’ του Κώστα Ριζάκη,[1] που καθίσταται εξ ορισμού πολύπλοκος ή αλλιώς, λαβυρινθώδης.
‘fractalίζων’ λοιπόν είναι ο τίτλος της συλλογής και αρχικά μπορούμε να τονίσουμε πως παραπέμπει στην πολύχρονη συνεργασία του Κώστα Ριζάκη με την λογοτεχνική ιστοσελίδα ‘Fractal,’ στην οποία και αποστέλλει προς δημοσίευση ένα ποίημα την εβδομάδα.
Όμως, δεν μας αρκεί, σε θεωρητικό επίπεδο, αυτή η ερμηνεία. Και αυτό διότι, θεωρούμε πως ο συγκεκριμένος τίτλος επελέγη αφενός μεν διότι απεικονίζει εναργώς την σημασία που αποδίδει ο ποιητής σε αυτή την συνεργασία[2] με την ιστοσελίδα, και, αφετέρου δε, διότι δείχνει την ευγνωμοσύνη που μπορεί να αισθάνεται για τους υπεύθυνους της συγκεκριμένης ιστοσελίδας.
Από την στιγμή όπου μία τέτοια συνεργασία συνετέλεσε στο να εξελιχθεί και ο ίδιος ποιητικά, να εμπλουτίσει την γλώσσα του, αυτή την «ανυπότακτη» γλώσσα, κατά τους Ιάκωβο Πολυλά και Στυλιανό Αλεξίου,[3] προσδίδοντας την ολοκληρωμένη μορφή. Έτσι λοιπόν, ‘fractalίζω’ σημαίνει ‘δημοσιεύω ανά τακτά χρονικά διαστήματα ποιήματα στο ‘Fractal.’
‘Παίζω’ με την γλώσσα τόσο πολύ ώστε ο αναγνώστης που επιθυμεί να εντοπίσει κάποιο νόημα να πρέπει να ‘σκάψει’ πολύ βαθιά εντός του ποιήματος’.
‘Γράφω για τον άλλον, εν προκειμένω για τους υπεύθυνους της ιστοσελίδας και τους χαρίζω έτσι το μόνο ‘δώρο’ που μπορώ: Ποιήματα και μόνο ποιήματα’. Βέβαια, λέγοντας κάτι τέτοιο, δεν σημαίνει πως η γλώσσα του Κώστα Θ. Ριζάκη ήσαν «αδιαμόρφωτη» (Στυλιανός Αλεξίου) πριν ξεκινήσει την συνεργασία του με την ιστοσελίδα ‘Fractal.’ Μάλλον το αντίθετο συνέβη.
Η γλώσσα του είχε ήδη διαμορφωθεί αρκετά, με την συνεργασία με το ‘Fractal’ να του προσφέρει την δυνατότητα ή την ‘ευκαιρία’ να προσθέσει κάποια επιπλέον στοιχεία, κυρίως αρχαϊσμούς και όρους που παραπέμπουν στην ‘ιδιόλεκτο’ που χρησιμοποιούν κοινωνικές ομάδες.
Ας δώσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «ξανοίχθης-κατευόδιον- (μικρό καΐκι πού τον πας πνίγουν συχνά οι θάλασσες σαν φουρτουνιάσουνε απηχούν: «μαϊνάρετε τους φλόκους οι μπρατσωμένοι στα κουπιά ξάγρυπν’ όλο το τσούρμον ξεμουντζαλώνει ο καιρός Νικόλα οδήγησέ τον ρίξε ένα όμμα εδώ κοντά μεσίτεψε- διώξ’ την πυκνήν αιθάλη» τι δυνατές οι προσευχές στιχόπνευστες αν δένουν) ξανοίχθης- και ας σημειωτόν στο αυτό σε φτάνω χώμα χίλια φεγγάρια χυτευτά στράφι χυμούν τού χάρτη ένθα ευδόκιμος γραφής ο αναίολος διάγεις».[4]
Οι γλωσσικοί αρχαϊσμοί, με την προσθήκη της κατάληξης ‘ν’ σε κάποιες λέξεις να ξεχωρίζει, συνδυάζονται με την χρήση λέξεων απευθείας παρμένων από την ναυτική ‘ιδιόλεκτο’ (δεν υπάρχει κάποια «ελεγειακή διάθεση»[5] στο ποίημα, για να δανεισθούμε την ορολογία του Γιώργου Βαλέτα), με αποτέλεσμα όλο το ποίημα ‘στα κόρτε έως κορτέζ’ να ‘πατά’ γερά και στο γλωσσικό ‘παρόν’ (εδώ συνυπολογίζουμε και την χρήση λέξεων της Νέας Ελληνικής Γλώσσας), και στο γλωσσικό ‘παρελθόν.’
Το στοιχείο αυτό δεν θεωρούμε πως συνεπάγεται ό,τι ο Ριζάκης καθίσταται, γλωσσικώ τω τρόπω, και παραδοσιακός και μοντέρνος.
Εάν θέλουμε να διεισδύσουμε βαθύτερα στον πυρήνα του ποιητικού του έργου, οφείλουμε να ξεφύγουμε από αυτό τον δυϊσμό ή αλλιώς, από αυτή την διαίρεση μεταξύ παλαιού και νέου, παραδοσιακού και μοντέρνου.
Αποκλίνοντας λοιπόν από αυτή την αντίληψη, μπορούμε να ισχυρισθούμε πως ο Κώστας Θ. Ριζάκης, πρώτον, φέρει εντός ποιήματος, την γλώσσα και το γλωσσικό ηχόχρωμα παλαιότερων εποχών,[6] δεύτερον, ιδιωματικές εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα σε διάφορες περιοχές, τρίτον πολλούς όρους που χρησιμοποιούνται σε διαλόγους που λαμβάνουν χώρα επί καθημερινής βάσεως.
Είναι ορθότερο να αναζητήσουμε ‘εκλεκτικές συγγένειες’ μεταξύ του ποιητή και του Σκιαθίτη συγγραφέα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τουλάχιστον σε γλωσσικό επίπεδο, και όχι μεταξύ του ποιητή και κλασικών Ελλήνων ποιητών. Πολύ απλά διότι δεν προκύπτουν ‘εκλεκτικές συγγένειες’ με Έλληνες ποιητές, ακόμη και τους πλέον σημαντικούς.
Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστική του ποιητικού λόγου ή της ποιητικής του ταυτότητας, καθίσταται το γεγονός πως δεν έχει επηρεαστεί σχεδόν καθόλου από άλλους ποιητές, τόσο στη γλώσσα, όσο και στη θεματολογία. Για παράδειγμα, μία υπόθεση εργασίας τύπου ο ‘Κώστας Θ. Ριζάκης έχει επηρεαστεί σημαντικά από τον Νίκο Καρούζο της ‘Νεολιθικής νυχτωδίας στην Κροστάνδη’,[7] δεν θα μπορούσε να τεκμηριωθεί εύκολα. Και με αυτόν τον τρόπο, καταλαμβάνει μία ιδιαίτερη ή αλλιώς, μία ξεχωριστή θέση εντός της σύγχρονης εγχώριας ποιητικής παραγωγής.
Παρά το γεγονός πως δεν έχει επηρεαστεί ιδιαίτερα από άλλους ποιητές, μπορεί και επηρεάζει ο ίδιος και ενίοτε καταλυτικά άλλους ποιητές, νεότερους ηλικιακά και μη.
Εξέλιξη αξιοσημείωτη που θα μπορούσε να μας ωθήσει να τον προσλάβουμε ως ‘ποιητικό φαινόμενο’ (δεν έχουμε ουδεμία πρόθεση εξιδανίκευσης του έργου του). Πέραν αυτού, ο ποιητής μπορεί και ανασυστήνει τα ήθη παλαιότερων εποχών, αξιοποιώντας για αυτό εικόνες, μνήμες και αφηγήσεις τρίτων. Στο ποίημα ‘το φουστάνι’, γραμμένο σε ρυθμικό ομοιοκατάληκτο στίχο, τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν είναι γυναίκες οι οποίες συγκεντρώνουν λάγνα βλέμματα ναυτών (βρισκόμαστε στον Πειραιά της δεκαετίας του 1960; ) και όχι μόνο.
«κατέβαιναν ή ανέβαιναν μετώπου τοπ γιορντάνι νους κολλημένος του νοός σιαμαία παν’ μαζί τρεις αυταπάτες ξέφευγες η αληθώς πλεκτάνη όταν κ’ η θάλασσα απιστεί συνέχιζεν μαζί».[8] Για τον Κώστα Θ. Ριζάκη, «η ποίηση είναι στίχος, και ο στίχος ποίηση»,[9] όπως τονίζει ο Κωστής Παλαμάς. «επίλεκτος αρχάγγελος θ’ ακόνιζεν περαστικά μελάνης τροχαλίαν∙ να φέξουν τ’ αβαρή βουνά να ξάμωνες ο κάμπος»![10]
_____
[1] Προτείνουμε στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη που δεν έχει εντρυφήσει καθόλου στο ποιητικό ύφος του Κώστα Ριζάκη ή αλλιώς, στην ποιητική του γλώσσα, πρώτα να διαβάσει το επίμετρο της Ελένης Γκίκα και μετά να ξεκινήσει την ανάγνωση των ποιημάτων, στο εγκάρσιο σημείο όπου όσο προχωράς στην ανάγνωση του, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεσαι πως η συγγραφέας του εκλαμβάνει τον Κώστα Ριζάκη όχι μόνο ως εγνωσμένης αξίας ποιητή, αλλά ως έναν ακριβό φίλο, λόγω της συνεργασίας που έχει ο ποιητής με την έγκριτη λογοτεχνική ιστοσελίδα ‘Fractal.’ Εμβαθύνοντας περισσότερο, θα επισημάνουμε πως το ενδιαφέρον δεν έγκειται απλά και μόνο στο γεγονός πως η Ελένη Γκίκα ομνύει στην έννοια της φιλίας. Αλλά, και στο ό,τι τα δύο πρόσωπα κατέστησαν φίλοι και δη φίλοι ακριβοί όχι λόγω καθημερινής επαφής και τριβής, όχι λόγω των καθημερινών συναναστροφών τους, αλλά, μέσω του ποιητικού λόγου του Κώστα Ριζάκη, που αρκούσε για να ‘ρίξει τείχη,’ να φέρει εγγύτερα δύο ανθρώπους άγνωστους και επίσης, να προσδώσει ποιητική χροιά σε μία λογοτεχνική ιστοσελίδα. Βλέπε σχετικά, Ριζάκης, Θ. Κώστας., ‘fractalίζων,’ Επιλογή Πρώτη, Προλόγισμα: Καραντώνη, Χριστίνα, Επίμετρο: Γκίκα, Ελένη, Έργα Εξωφύλλου: Διονυσοπούλου Γλύκα, Εκδόσεις ‘ΑΩ’, Αθήνα, 2023. Η Χριστίνα Καραντώνη επιχειρηματολογεί σχετικά με το ποια είναι η ‘αποστολή’ του ‘Fractal.’ Τώρα, με μεγάλη ακρίβεια, η Ελένη Γκίκα εντοπίζει ένα βασικό χαρακτηριστικό της ποίηση του Κώστα Ριζάκη. Και ποιο είναι αυτό; Η απάντηση (απόκριση) που αυτός δίνει σε τιθέμενες από τρίτους, ερωτήσεις. «ποτές η γης δεν άνηκεν των φίνων αστεριών δεν δύναται να ανήκει πλην σε αδιέξοδα βουνών». Θεωρητικώ τω τρόπω, θα πούμε πως η απάντηση στον ποιητικό λόγο του Κώστα Ριζάκη, έχει χαρακτηριστικά «εναρκτικής» ή εναρκτήριας «κίνησης», για να παραπέμψουμε στην ανάλυση των Sinclair & Coulthard. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Ας το δούμε αναλυτικότερα: Πρώτον, σημαίνει πως μέσω αυτών και μόνο μέσω αυτών (των απαντήσεων, δηλαδή), ξεκινά το ποίημα, και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, η βαθύτερη επικοινωνία με τον αναγνώστη, τις ‘ανάγκες’ του οποίου αντιλαμβάνεται, σπεύδοντας παράλληλα να απαντήσει σε απορίες. Ακόμη και στις πλέον απλές, γεγονός που προσδίδει στην ποίηση του χαρακτήρα ‘καθοδηγητικό’: ‘Οι απαντήσεις είναι ό,τι μπορώ να σου δώσω προκειμένου να ανταποκριθείς με επιτυχία μέσα σε αυτόν τον ‘ωκεανό’ πληροφοριών που μας περιβάλλει’. Δεύτερον, σημαίνει πως έχει πλήρη επίγνωση τόσο του «ρόλου» του, σύμφωνα με την διατύπωση της Κατερίνας Τσολακίδου, όσο και των ‘δικαιωμάτων’ που απορρέουν από αυτόν. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως ως ποιητής, ήτοι ως ο μόνος εδώ ‘παραγωγός ποίησης’, αισθάνεται ‘πλήρως ελεύθερος’ να κατευθύνει το ποίημα και τον αναγνώστη πως όποια κατεύθυνση θέλει, αποκτώντας το ‘δικαίωμα’ και να απαντήσει ξανά, αλλά και να σιωπήσει, εάν αυτό επιθυμεί, όντας ο «Κυρίαρχος του ποιητικού παιχνιδιού», όπως πολύ εύστοχα τον αποκαλεί η Ελένη Γκίκα. Και, τρίτον, μπορεί και φανερώνει την δική του «ολική άγνοια», για να στραφούμε και πάλι στην περί ερωτήσεων ανάλυση της Κατερίνας Τσολακίδου. Ως προς αυτό, μεταβαίνουμε σε ένα αφηγηματικό σχήμα τύπου ‘σου απαντώ το εξής: Δεν ξέρω τίποτα’ (είναι παράλογο να ζητούμε από τους ποιητές να τα ‘γνωρίζουν όλα’). Ο Κώστας Θ. Ριζάκης ανήκει στην κατηγορία των Ελλήνων ποιητών που μεταχειρίζονται πολύ καλά το ‘εργαλείο’ των ερωταποκρίσεων. Βλέπε σχετικά, Sinclair, J. Mch., & Coulthard, R.M., ‘Towards an analysis of Discource,’ Oxford University Press, London, 1975. Και, Τσολακίδου, Κατερίνα., ‘Η ΕΡΩΤΗΣΗ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ,’ Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1995, Διαθέσιμη στο: Διατριβή: Η ΕΡΩΤΗΣΗ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ – Κωδικός: 8925 (ekt.gr)
[2] Δεν θα διστάσουμε να διατυπώσουμε την ακόλουθη υπόθεση εργασίας: Η συνεργασία του Κώστα Ριζάκη με την ιστοσελίδα ‘Fractal’ συνέβαλλε στο να καταστεί αρχικά γνωστός σε σύγχρονους Έλληνες ποιητές, κάποιοι εκ των οποίων έλαβαν μία ‘πρώτη γεύση’ της ιδιότυπης ποιητικής του γλώσσας, αποφεύγοντας όμως να τον μιμηθούν. Και να πως η θεωρητική εμβάθυνση μπορεί να μας φέρει ενώπιον μίας δεύτερης υποθέσεως εργασίας. Κάποιοι εκ των σύγχρονων Ελλήνων ποιητών δεν επιχείρησαν να μιμηθούν το ποιητικό του ύφος, την γλώσσα που χρησιμοποιεί επειδή κάτι τέτοιο καθίσταται εκ εν τοις πράγμασι πολύ δύσκολο. Επειδή το ύφος αυτό είναι τόσο μοναδικό (και σπάνιο στην σύγχρονη εγχώρια ποιητική παραγωγή), ώστε εάν κάποιος επιχειρήσει να το μιμηθεί ή να το αντιγράψει, το πιθανότερο είναι να μην πετύχει τίποτε και να εκτεθεί ενώπιον των ομοτέχνων του και των αναγνωστών. Επίσης, θεωρούμε πως μία υπάρχει και μία δεύτερη κατηγορία ποιητών τους οποίους θα ονομάσουμε ‘γνώστες’. Είναι αυτοί που είχαν μία εικόνα του ποιητικού έργου και ύφους του Κώστα Ριζάκη, σε ένα λεπτό σημείο όπου διαβάζοντας τα ποιήματα που δημοσιεύονταν στην λογοτεχνική ιστοσελίδα ‘Fractal,’ απέκτησαν μία καλύτερη εικόνα, με αρκετές από τις απορίες που μπορεί να είχαν, να λύνονται. Μάλιστα, εκτιμούμε πως η πλειοψηφία των ποιητών που στρέφεται προς τον ίδιο ζητώντας συνεργασία και καθοδήγηση (ο Ριζάκης είναι ‘δάσκαλος’ πολλών σύγχρονων Ελλήνων ποιητών, ανδρών και γυναικών που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές και διαθέτουν διαφορετικό ‘στυλ’ γραφής), ανήκει στη δεύτερη κατηγορία.
[3] Βλέπε σχετικά, Πολυλάς, Ιάκωβος., ‘Η φιλολογική μας γλώσσα,’ Αθήναι, 1892. Και, Σολωμός, Διονύσιος., ‘Ο Λάμπρος,’ Επιμέλεια-Εισαγωγές: Στυλιανός Αλεξίου, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα, 2014. Επιστημονικά μιλώντας, θα υπογραμμίσουμε πως η φιλολογική ερμηνεία του Στυλιανού Αλεξίου στον Σολωμικό ‘Λάμπρο’, συνιστά παράδειγμα του πως πρέπει ένας κριτικός να ερμηνεύει ένα κείμενο, είτε αυτό είναι ποιητικό είτε λογοτεχνικό. Ο Στυλιανός Αλεξίου εκκινεί από μία βασική επιστημονική αρχή: ‘Σέβομαι και τον δημιουργό και το έργο του.’ Ένα ‘έργο-σταθμός’ που συνέβαλλε καταλυτικά να ανοίξουν νέοι δρόμοι πάνω στη μελέτη του πυκνού Σολωμικού έργου, είναι ο συλλογικός τόμος για το έργο του που εκδόθηκε στα 1999 σε επιμέλεια του Γιώργου Κεχαγιόγλου. Βλέπε σχετικά, Κεχαγιόγλου, Γιώργος., (επιμ.), ‘Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού,’ Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1999. Πάντα χρήσιμα είναι και τα ‘Μελετήματα’ του Δημήτρη Μαρωνίτη, ενός ακαταπόνητου μελετητή της νεο-ελληνικής ποίησης, ο οποίος μοιράζεται με τον Ιταλό νεο-ελληνιστή Μάριο Βίττι ένα κοινό στοιχείο. Και ποιο ήσαν αυτό; Το ό,τι έγραφε έχοντας κατά νου τις μελλοντικές γενιές και το πως αυτές θα δεξιωθούν το έργο σημαντικών Ελλήνων ποιητών. Μαρωνίτης, Δημήτρης., ‘Διονύσιος Σολωμός. Μελετήματα,’ Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα, 2007. Μία από τις νεότερες συμβολές στην κατανόηση του έργου και της εποχής εντός της οποίας γράφτηκε, είναι η διδακτορική διατριβή του Ανδρέα Αντζούλη, με τίτλο ‘Η έννοια και η αναπαράσταση του Υψηλού στο ώριμο έργο του Διον. Σολωμού,’ Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2015, Διαθέσιμη στο: Η έννοια και η αναπαράσταση του Υψηλού στο ώριμο έργο του Διον. Σολωμού (didaktorika.gr) Ο φιλόλογος Ευριπίδης Γαραντούδης, ‘ρίχνει φως’ στην σχέση του Σολωμού με άλλους Επτανήσιους δημιουργούς, εντοπίζοντας με ακρίβεια τα σημεία εκείνα που αποδεικνύουν πως απέκλινε από αυτούς. Βλέπε και, Γαραντούδης, Ευριπίδης., ‘Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός. Όψεις μιας σύνθετης σχέσης (1820-1950),’ Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2001.
[4] Βλέπε σχετικά, Ριζάκης, Κώστας., ‘στα κόρτε έως κορτέζ,’ Ποιητική συλλογή ‘fractalίζων…ό.π., σελ. 13. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που διακρίνουμε είναι οι παρενθέσεις που ανοίγει πολύ συχνά εντός του ποιήματος. Που μπορεί να είναι περισσότερες από μία. Εκτιμούμε πως αυτό το αποκλειστικά ‘Ριζακικό’ χαρακτηριστικό (ο Κώστας Θ. Ριζάκης έχει κατοχυρώσει μία σειρά από ‘πρωτιές’), χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης. Και αυτό διότι το ποίημα που τοποθετείται εντός παρενθέσεως μπορεί να είναι ολότελα διαφορετικό από το ποίημα με το οποίο έχει ξεκινήσει και το οποίο βρίσκεται εκτός παρένθεσης, με το παράδοξο εδώ να έγκειται στο ό,τι αυτά τα δύο ποιήματα δεν αλληλεπιδρούν καθόλου μεταξύ τους, πράγμα που έχει ως απόρροια την συγκρότηση ενός επικοινωνιακού ‘χάσματος’. Ακόμη και αν επιχειρήσει κάποιος αναγνώστης να συνδέσει δύο διαφορετικά ποιήματα, το πιθανότερο να μην καταφέρει και πολλά. Ο Ριζάκης επενδύει πολλά σε αυτό το ποιητικό τέχνασμα (δεν θα μιλήσουμε για γλωσσικό ‘τέχνασμα’ διότι η γλώσσα του ποιήματος που βρίσκεται εντός παρένθεσης δεν διαφοροποιείται αισθητά από την γλώσσα του ποιήματος που βρίσκεται εκτός αυτής), γιατί του επιτρέπει να ‘σπάει’ ή να υπερβαίνει την γραμμικότητα της γλώσσας και του ποιητικού κειμένου (άρα η μορφή είναι δαιδαλώδης εξ ορισμού), να προσφέρει εναλλακτικές στον αναγνώστη, μη διστάζοντας να τον βγάλει ‘εκτός ρυθμού,’ να καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την προσπέλαση του κειμένου του. Και δεν πράττει κάτι τέτοιο επίτηδες, από την στιγμή όπου είναι θιασώτης της αντίληψης πως ‘πραγματικός ποιητής είναι ο σύνθετος ποιητής που αποκλίνει ριζικά από την ευκολία και την ευτέλεια.’ Το ποίημα, αποκτά έναν δισυπόστατο χαρακτήρα.
[5] Βλέπε σχετικά, Βαλέτας, Γιώργος., ‘Οι ποιητικές απαρχές του Ρίτσου,’ Περιοδικό Αιολικά Γράμματα, 32-33, 1976, σελ. 244-257. Ο αναγνώστης δεν θα πρέπει να περιμένει να συναντήσει εντός των διαφόρων ποιητικών συλλογών του Κώστα Θ. Ριζάκη, την «επιγραμματική λιτότητα του λαϊκού ανθρώπου», όπως τονίζει σχετικά με την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ο Ερατοσθένης Καψωμένος. Ο Ριζάκης ήσαν και παραμένει πληθωρικός σε όλα μη διστάζοντας να ‘θυσιάσει’ το νόημα προκειμένου να παραδώσει ένα γλωσσικά ολοκληρωμένο ποίημα. Ένα ποιητικό ‘κομψοτέχνημα.’ Βλέπε και, Καψωμένος, Ερατοσθένης., ‘Το σοσιαλιστικό πολιτισμικό μοντέλο και η νεοελληνική λογοτεχνία,’ Περιοδικό Σύγχρονα Θέματα, Τεύχος 38, Μάιος 1989, σελ. 44. Η σημαντική παρατήρηση του ομότιμου καθηγητή στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, μας ωθεί να εντοπίσουμε και να ανασύρουμε στην επιφάνεια μία αντίφαση που διαπερνά τον Ριζακικό ποιητικό λόγο. Δηλαδή, ενώ σε κάποια ποιήματα του ο αναγνώστης και όχι απαραίτητα ο πλήρως ενημερωμένος, μπορεί να συναντήσει ιδέες που παραπέμπουν στην Αριστερά (αυτές οι ιδέες δεν λειτουργούν ως θρυαλλίδα για την παραγωγή μίας ολοκληρωμένης Αριστερής ιδεολογίας), δεν θα συναντήσει το οτιδήποτε που να παραπέμπει στον δογματικό ‘Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό’. Του είναι πλήρως αδιάφορο αυτό το μοντέλο και ό,τι εκφράζει.
[6] Τι λείπει από αυτόν τον αρχαϊκό τόνο που δίνει στην ποιητική του γλώσσα; Η χρήση του πολυτονικού συστήματος. Τουλάχιστον στα ποιήματα του ‘fractalίζων’ ο ποιητής επενδύει στο μονοτονικό σύστημα, πράγμα που το πράττει συνειδητά. Με αυτόν τον τρόπο, δεν σπεύδει να επικαλύψει την λέξη με έναν ‘πλούσιο’ τονισμό. Αλλά, χρησιμοποιώντας τον κλασικό τόνο έτσι όπως τον έχουμε διδαχθεί από το σχολείο, φανερώνει πως για τον ίδιο τα πρωτεία τα έχει και θα τα έχει η λέξη και μόνο αυτή. Η λέξη που υπόκειται σε πολλαπλές ερμηνείες. «Ξανοίχθης», γράφει χαρακτηριστικά. Που; Εντός του ποιήματος, εάν πρόκειται για τον αναγνώστη. Εντός της θάλασσας, εάν πρόκειται για έναν ναυτικό. Εντός της γραφής, εάν πρόκειται για έναν ποιητή όπως είναι ο ίδιος. Τι άλλο παρατηρούμε στον ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη; Το γεγονός πως τα ποιήματα ξεκινούν με πεζό και όχι με κεφαλαίο, κάτι που δείχνει (εάν γράφαμε ‘δεικνύει’ θα είμασταν πιο κοντά στη δική του γλώσσα), πως ο ίδιος δεν θεωρεί πως τα κεφαλαία μπορούν να κάνουν την ‘διαφορά.’ Αντιθέτως, η χρήση των πεζών ‘γειώνει’ και τον ίδιο και τον αναγνώστη, αποκαλύπτει τις βαθύτερες προτιμήσεις του προς την γλώσσα slang των νέων που βρίσκει πρόσφορο πεδίο έκφρασης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ουκ ολίγες λέξεις σε αυτή την περίπτωση ξεκινούν με πεζό και όχι με κεφαλαίο γράμμα), συνιστά δείγμα ‘ταπεινότητας’: ‘Ποιος είμαι εγώ που θα χρησιμοποιήσω κεφαλαία γράμματα;’ Το δε ποίημα ‘παραλλαγής (έτι) πολλοί φέρει εντός του ένα σατιρικό ‘ίχνος’ που παραπέμπει (δια-κειμενικότητα), και στον Γεώργιο Σουρή, αλλά, και στους καλύτερους σκιτσογράφους μας, όπως ήσαν ο Μποστ. «οι άλλοι»∙ π’ ουδέν βοηθήσαν ως εβεβαίωσεν δα η αρχή, ότι λιγάκι αργότερα εάν καλώς τώρα σκεφθείς κι άιντε δειλά-δειλά το τι ολονέν χορταίναμε σούρτα καν φέρτα αγάπης τύπου «αχ να σε ψήσω τον καφέ» (γλώσσα πια παραπέμπουσα στην βόρειον ελλάδα όχι όχι «τον καφέ» εν αντιθέσει πάση ταυτίζουν το κατά-εποχικόν εκεί «γαμώ τα υπουργεία σας» με το πάνυ σταθμεύσιμον «σαρακοστής σκάει μάρτης» λοιπόν τ’ οψάριον, ο καφές αντίς ό,τι ακραιφνώς κι επί χειλέων εψήνετο στα δε «αληθώς» του έρωτα εδώ δεκτόν μεθ’ υποσημειώσεως «του έρωτος σαφώς σκουπιδοανεγκεφάλων» τα ουφ να επταϋπακούονται-το εξ- τούς πέφτει ολίγον) «τι να σε κάψω κώστα μου» σε φάλτσο αρκούντως δεύτερον «τι μέλι να σ’ αλείψω» αφού εξαρχής κ’ «οι άλλοι» φευ έκρυβαν μάλλον «άλλες». Εάν καταστούμε ολίγον τι περιπαικτικοί, τότε θα πούμε πως το πρόγραμμα ‘Word’ του υπολογιστή δυσκολεύεται πολύ να αναγνωρίσει αυτή την ιδιάζουσα Ριζακική ποιητική γλώσσα, καθότι πολλές από τις λέξεις του κειμένου φέρουν με το που γράφονται την κόκκινη γραμμή από κάτω τους, δείγμα λάθους. Η κόκκινη γραμμή ‘λέει’ στον χρήστη ‘έχεις κάνεις λάθος και οφείλεις να το διορθώσεις’. Το ποίημα αυτό είναι αρκούντως περιπαικτικό (ο ποιητής επιθυμεί να συνδεθεί με την γλωσσική ταυτότητα της Βορείου Ελλάδος, εκεί όπου ξεχωρίζει η χρήση του προθήματος ‘σε/με’ αντί του ΄σου/μου/), παραστατικό-μεταφορικό (όπως ‘ο καφές μπορεί να κάψει, έτσι μπορεί να κάψει ένα άτομο και ο έρωτας’), συνθηματολογικό, με την έκφραση ή αλλιώς, το σύνθημα «γαμώ τα υπουργεία σας» να τίθεται σε πρώτο πλάνο. Επίσης, το ποίημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και μνημονικό, εάν λάβουμε υπόψιν το γεγονός πως ο Κώστας Θ. Ριζάκης ανακαλεί στη μνήμη του γεγονότα του παρελθόντος και όχι με αυστηρή χρονολογική σειρά. Βλέπε σχετικά, Ριζάκης, Κώστας., ‘παραλλαγής (έτι) πολλοί,’ Ποιητική συλλογή ‘fractalίζων…ό.π., σελ. 14. Σε αυτό το ποίημα ο ποιητής επινοεί και δύο λέξεις («σκουπιδοανεγκέφαλοι» & «επταϋπακούονται»), γεγονός που αν μη τι άλλο αποδεικνύει την έμφαση που αποδίδει σε ό,τι ο Παναγιώτης Αξαμπανόπουλος προσδιορίζει ως «γλωσσική ποικιλία». Σε αυτή την περίπτωση, οι λέξεις που χρησιμοποιεί από την μία πλευρά μπορεί να είναι καλά εδραιωμένες και πολυχρησιμοποιούμενες από τους πολίτες στην καθημερινότητα τους, και, από την άλλη, μπορεί να είναι αποκλειστικά δικής του επινόησης όπως οι παραπάνω. Και δεν διαθέτουν πολλοί πολίτες την λεξιπλαστική ικανότητα ποιητών όπως ο Κώστας Θ. Ριζάκης. Ικανότητα που του επιτρέπει να επινοεί μία λέξη («σκουπιδοανεγκέφαλοι»), που περιγράφει όλους όσοι αρέσκονται να καταναλώνουν προϊόντα χαμηλής αισθητικής και ποιοτικής στάθμης. Όλους όσοι εκλαμβάνουν τον έρωτα ως το ‘μοναδικό πράγμα που έχει σημασία στη ζωή.’ Ένα στοιχείο που διαφοροποιεί σήμερα πολίτες και ποιητές είναι ακριβώς η ικανότητα δημιουργίας νέων λέξεων, σύνθετων και απλών, που έχουν οι δεύτεροι. Βλέπε και, Αξαμπανόπουλος, Παναγιώτης., ‘Η αναπαράσταση της γλωσσικής ποικιλότητας και η (ανα)παραγωγή της πρότυπης γλωσσικής ποικιλίας σε εγχειρίδια της γαλλικής ως ξένης γλώσσας,’ Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2017, σελ. 41, Διαθέσιμη στο: Αξαμπανόπουλος Παναγιώτης (2017 Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)) Η αναπαράσταση της γλωσσικής ποικιλότητας και η (ανα)παραγωγή της πρότυπης γλωσσικής ποικιλίας σε εγχειρίδια της γαλλικής ως ξένης γλώσσας (ekt.gr)
[7] Βλέπε σχετικά, Καρούζος, Νίκος., ‘Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη,’ Εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα, 1994. Ο Κώστας Θ. Ριζάκης αφιερώνει ένα ποίημα στον ομότεχνο του Νίκο Καρούζο, εστιάζοντας στην ικανότητα του συγκεκριμένου να ‘ανοίγει νέους δρόμους’ με την ποίηση του. Ολόκληρο το ποίημα έχει μία δαιδαλώδη μορφή, με τις παρενθέσεις που ανοίγουν και παρεμβάλλονται να είναι δύο και όχι μία. Σε αυτό το ποίημα, καλεί ουσιαστικά τον αναγνώστη να ακολουθεί, με ότι καταπιάνεται, τον ‘δύσκολο δρόμο’. «ποτές η γη δεν άνηκεν των φίνων αστεριών δεν δύναται να ανήκει πλην σε αδιέξοδα βουνών». Βλέπε σχετικά, Ριζάκης, Κώστας., ‘ν.δ καρούζος, έλλην ναυπλιέας…ό.π., σελ. 12. Θα ήσαν παράλειψη να μην αναφερθούμε στην κατατοπιστική μελέτη της Διώνης Δημητριάδου για τον Κώστα Ριζάκη. Η συγγραφέας καταπιάνεται με την αναζήτηση των «τόπων» στην ποίηση του που σαφώς, δεν είναι μόνο γεωγραφικοί. Βλέπε σχετικά, Δημητριάδου, Διώνη., ‘Ο ποιητής διάγει εσώκλειστος. οι «τόποι» στην ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη,’ Εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2021.
[8] Βλέπε σχετικά, Ριζάκης, Κώστας., ‘το φουστάνι,’ Ποιητική συλλογή ‘fractalίζων…ό.π., σελ. 15. Εκτιμούμε πως λόγω του ό,τι τα ποιήματα του Κώστα Θ. Ριζάκη δεν διαθέτουν απαραίτητα ρυθμό (τη εξαιρέσει ποιημάτων όπως ‘του φουστάνι’), και δη μουσικό ρυθμό ή μουσικότητα (διαφωνούμε με την εκτίμηση της Χριστίνας Καραντώνη), ένας αναγνώστης που επιθυμεί να δοκιμάσει να τα απαγγείλει, πρέπει να το κάνει με τον δικό του «λυρικό» τρόπο, για να παραφράσουμε ελαφριά τον Βαλερύ. Η φωνή δεν είναι απαραίτητο να «ακολουθεί τις μεταπτώσεις της σημασίας», κατά τον ποιητή Κωστή Παλαμά. Για την ανάλυση του Βαλερύ, βλέπε σχετικά, Vannier, G., ‘Η μουσική των λέξεων,’ Περιοδικό Διαβάζω, 185, 1988, σελ. 25-29. Και, Γαραντούδης, Ευριπίδης., ‘Yποδείξεις για την “ακρόαση”» και «H ποίηση ως ζωντανός λόγος: Aπό την απαγγελία στην ανάγνωση», του ιδίου: ‘Κείμενα στο ένθετο βιβλίο του cd Eλληνικός λόγος. Ποίηση, Αθήνα, Aρχείο Pαδιοφώνου, EPT, EPA 12, 1999. Όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζει ένας επίδοξος αφηγητής για την ‘τέχνη’ της απαγγελίας (γιατί και η απαγγελία είναι ‘τέχνη’ όπως η ποίηση), βρίσκονται στο κείμενο της Όλγας Σκούρτη με τίτλο ‘Ποιητική απαγγελία & ΜΜΕ: η περίπτωση του Νίκου Εγγονόπουλου,’ Criticism, 2020, Διαθέσιμο στο: Criticism » Ποιητική απαγγελία & ΜΜΕ: η περίπτωση του Νίκου Εγγονόπουλου | Κείμενα και Κριτική
[9] Αναφέρεται στο: Κατσιγιάννη, Άννα-Μαρίνα., ‘O Παλαμάς και η πεζόμορφη ποίηση», Εισαγωγή στην ποίηση του Παλαμά,’ στο: Γαραντούδης, Ευριπίδης, (επιμ.), ‘Επιμέλεια Κριτικών Κειμένων,’ Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2016.
[10] Βλέπε σχετικά, Ριζάκης, Κώστας., ‘αγαπόμετρον…ό.π., σελ. 23. Οι «λεπτομερείς αυτοβιογραφικές αναφορές», κατά τον Δημήτριο Πατίλα, εκλείπουν. Στο ‘αγαπόμετρον’ ο ποιητής δεν απαριθμεί ερωτικές ιστορίες μία προς μία, αλλά, θυμίζει πως κάποτε ερωτεύτηκε και τον ερωτεύτηκαν. Η θεματική ποικιλία δεν συνιστά βασικό χαρακτηριστικό του ποιητικού του λόγου.
0 Σχόλια