Δημήτρης Στεφανάκης: Λέγε με Καΐρα
Εκδόσεις «Ψυχογιός»
Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
Πολυγραφότατος ο Δημήτρης Στεφανάκης, μας έχει δώσει τα τελευταία επτά χρόνια επτά μυθιστορήματα: «Θα πολεμάς με τους θεούς» (2010 – Πατάκης), «Μέρες Αλεξανδρείας» (2011 – Ψυχογιός), «Φιλμ Νουάρ» (2012 – Ψυχογιός), «Άρια – Ο κόσμος από την αρχή» (2013 – Ψυχογιός), «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι» (2014 – Ψυχογιός), «Ο χορός των ψευδαισθήσεων» (2015 – Ψυχογιός) και πρόσφατα το «Λέγε με Καΐρα» (Ψυχογιός). Στην αρχή του χρόνου μας είχε δώσει και το «Πώς η λογοτεχνία σού αλλάζει τη ζωή», ένα βιβλίο καταγραφή των απόψεών του για το μέγα κεφάλαιο της Λογοτεχνίας και τη σχέση της με τον αναγνώστη. Η παραγωγή του και μόνο μας βεβαιώνει ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ακάματο εργάτη του πνεύματος. Η μέχρι τώρα πορεία του μας βεβαιώνει, επίσης, πως ο Στεφανάκης έχει σε υπερθετικό βαθμό όλα εκείνα τα στοιχεία του εργάτη της έρευνας. Δεν αερολογεί, δεν καταφεύγει σε από μηχανής θεούς. Σκάβει την ιστορία και την αναδεικνύει.
Στην προκειμένη μυθιστορία αναδεικνύει μια ιστορία μέσα από την μαύρη χρονική περίοδο της δικτατορίας σε μια κοινωνία απλών ανθρώπων, ο καθένας από τους οποίους διαγράφει την δική του τροχιά σ’ έναν τόπο ιδιαίτερα υποβαθμισμένο. Είναι η παιδική ηλικία της ασπρόμαυρης φωτογραφίας, η ηλικία των πρωτοφανέρωτων αποριών για την φιλία, το καθήκον, την ελευθερία, τον έρωτα, την αυταπάτη και πολλών ακόμα στοιχείων που σφράγισαν τις εφηβείες εκείνης της εποχής.
Σε φόντο σκονισμένης γειτονιάς οι αναμνήσεις. Η μαστοριά του συγγραφέα τις ξεδιπλώνει σε μικρά αφηγήματα που μπορούν να σταθούν και αυτόνομα. Η μια δίπλα στην άλλη συνθέτουν ένα γοητευτικό σύνολο που ευωδιάζει από νοσταλγίες, πικρές θύμησες, απολογισμούς, προσδοκίες. Η ειλικρίνεια αφοπλιστική μέσα στην απλότητα των καταγραφών.
Ο χώρος του ελληνικού μυθιστορήματος, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει δοκιμαστεί από απόπειρες που προκάλεσαν αρκετές παθογένειες και που ίσως δημιούργησαν διαφορετικές ομάδες αναγνωστών.
Σ’ αυτό θα πρέπει να προστεθεί και η εισαγωγή του ψέματος το οποίο τραυμάτισε τον μύθο ως παραγωγή αφηγήματος. Δεν είναι λίγα τα ευφάνταστα μυθιστορήματα που κατέκλυσαν την αγορά με την προτροπή των εκδοτών στα οποία το ψέμα αποθεώνει το δήθεν ταλέντο του συγγραφέα.
Η λογοτεχνία είναι ένα τεράστιο χωνευτήρι απόψεων, τάσεων, ιδεών και προτάσεων, το οποίο δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το ν’ αφηγείται τι είναι η ζωή. Αλλά συχνά αυτή η αφήγηση μας δείχνει ανάποδα και τη ζωή και την ουσία της. Και δεν προσφέρει παρά την παράνοια.
Με το Δημήτρη Στεφανάκη όμως τα πράγματα ξαναβρίσκουν την αλήθεια και το μυθιστόρημα τοποθετείται στην υγιή του βάση, δηλαδή στο να είναι μια αφήγηση με αρχή, μέση και τέλος, ακολουθώντας τον γραμμικό χρόνο, δηλαδή, αυτόν που ακολουθεί η ίδια η ζωή.
Συναντά επίσης και την ιστορία, τα γεγονότα δηλαδή, που διαμορφώνουν το χρονικό πλαίσιο και την ιδεολογία μιας μυθιστορίας. Για τούτο και το ταξίδι μας στις σελίδες του είναι ιδιαίτερα γόνιμο και απολαυστικό.
Το «Λέγε με Καΐρα» σε ό,τι αφορά την «Καΐρα» μπορεί και να είναι μόνο η αφορμή για να ειπωθούν πολλά και σημαντικά. Μια επαγγελματίας πόρνη, εντυπωσιακής ομορφιάς, αλλά και ευφυΐας, που μπαίνει στα όνειρα των αντρών και προκαλεί σεισμικές δονήσεις. Η δημιουργός και η ψυχή ενός οικισμού της χαράς πρώτα και συνάμα της ηδονής. Στις παρυφές μιας κωμόπολης που αναπνέει μέσα από μισόλογα τον ηδονική θρύλο. Ο Στεφανάκης, άλλοτε με αδρές πινελιές και άλλοτε με υπονοούμενα, δίνει το κάδρο μιας πραγματικότητας που ως ανάμνηση της παιδικής ηλικίας φαντάζει άκρως γοητευτική.
Θα ήθελα όμως να σταθώ σε κάποιες σελίδες που και ως αυτοτελές αφήγημα είναι σπάνιο κόσμημα. Αναφέρομαι σ’ αυτές που περιγράφουν τον πατέρα – αστυνόμο, μια μορφή η οποία εξιλεώνει όλους όσοι, ενώ υπηρετούσαν στην Χωροφυλακή, στην δύσκολη περίοδο της επταετίας αποτέλεσαν ομπρέλα προστασίας κατατρεγμένων ή διαφωνούντων. Θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως γνήσιοι αντιστασιακοί, παρά το ότι προτίμησαν την σιωπηλή αφάνεια.
Απομονώνω ένα απόσπασμα:
«Όταν όμως μιλούσε για τους ‘‘μεταπράτες της δημοκρατίας’’, ‘‘για την πολιτική αχλύ’’ και το ‘‘έρεβος του πολιτεύματος’’, αντιλαμβανόσουν την ανάγκη του να καλυφθεί πίσω από τις λέξεις.
»Υπάρχει τελικά μια προσωπική γλώσσα για τον καθένα μας που εξελίσσεται παράλληλα με τον χαρακτήρα και τις επιλογές μας. Ακούγοντας τον πατέρα μου να μιλά, σταχυολογώντας προσεκτικά κάθε λέξη, ένιωθες πως η δική του προσωπική γλώσσα ήταν ένα κόσμημα που αναδείκνυε τη σεμνότητα και τον ακέραιο χαρακτήρα του».
Το «Λέγε με Καΐρα» δεν είναι μια απλή ιστορία της παιδικής ανάμνησης και των καταστάσεων που διαμόρφωσαν τον σημερινό κοινωνικό ιστό. Θαρρώ πως είναι ένας χώρος όπου αναπτύσσονται οι φιλοσοφικοί στοχασμοί του συγγραφέα για την ίδια την ουσία της ζωής.
–
0 Σχόλια