Απέναντι από το τζάκι υπήρχε ένα χρυσό κάδρο, το οποίο απεικόνιζε μια μπαλαρίνα με ματωμένα χέρια. Εκ πρώτης όψεως, δεν θα πω ψέματα, φάνταζε αρκετά ρομαντική ζωγραφιά. Από τα χρώματα που χρησιμοποίησε ο καλλιτέχνης, μέχρι το πώς η μπαλαρίνα βουτούσε τις πουέντ της μέσα στην κόκκινη λίμνη που είχε σχηματιστεί από τα άκρα της, αυτός ο πίνακας έμοιαζε βγαλμένος από παραμύθι. Αλλά, όσο τον παρατηρούσες γινόταν όλο και πιο αλλόκοτος. Και το παραμύθι μετατρεπόταν σε εφιάλτη, μετατρεπόταν σε τέρατα και σκότος και πικρές λέξεις. Γινόταν ανυπόφορος, τόσο ανυπόφορος που σε εκβίαζε να κοιτάξεις αλλού.
Προσπαθούσα χρόνια ολόκληρα να αντικρίσω αυτό το κάδρο δίχως να νιώσω στοιχειωμένη. Μα, κάθε φορά που το παραμύθι έπαιρνε τη μορφή του εφιάλτη, εκείνος με στοίχειωνε και με χλεύαζε, κάνοντάς με να αποστρέφω το βλέμμα μου όσο πιο γρήγορα γινόταν. Ώσπου μια μέρα, το πήρα απόφαση. Δεν θα έπαιρνα τα μάτια μου από πάνω του, αν δεν έβλεπα μέχρι πόσο αποκρουστικός μπορεί να γίνει.
Τράβηξα μια καρέκλα από το τραπέζι του σαλονιού και την τοποθέτησα δίπλα στο τζάκι. Αμέσως, η φλόγα τρεμόπαιξε κι από πορτοκαλί έγινε κόκκινη, παίρνοντας εκείνη την απόχρωση που είχε το αίμα πάνω στα χέρια της μπαλαρίνας. Ένα κύμα ρίγους με διαπέρασε, κάνοντας το δέρμα μου να παγώσει κι ας ήταν δίπλα στη φωτιά. Λίγο πριν λιγοψυχήσω, κάθισα πάνω στην καρέκλα και κάρφωσα το βλέμμα μου στον πίνακα.
«Έχεις δει ποτέ θέατρο δίχως μάσκες;», μια φωνή εξαπλώθηκε στο δωμάτιο σαν αέρας, καλύπτοντας τα αυτιά μου λες και ήταν πέπλο. Ήθελα τόσο πολύ να γυρίσω το κεφάλι μου από την άλλη, να σηκωθώ και να το βάλω στα πόδια προτού ακούσω κάτι άλλο. Αλλά είχα δώσει μια υπόσχεση στον εαυτό μου κι γω τις υποσχέσεις μου τις τηρώ, ο κόσμος να χαλάσει.
Δάγκωσα τη γλώσσα μου σε μια αξιοθρήνητη προσπάθεια να μην ουρλιάξω. Την πίεσα ανάμεσα στα δόντια μου μέχρι να γευτώ μέταλλο. Ξαφνικά, η έκφραση της χορεύτριας άλλαξε. Ένα μειδίαμα εμφανίστηκε πάνω στα χείλη της, κάνοντας τη, μέχρι πρότινος, μελαγχολική της έκφραση παρελθόν. «Σε τρομάζω;», η φωνή αντήχησε στα αυτιά μου, για ακόμη μία φορά. Ξεροκατάπια και κράτησα την ανάσα μου, όσο το μειδίαμα της μπαλαρίνας μετατρεπόταν σε ένα ψυχρό, χαιρέκακο χαμόγελο.
«Τι γυρεύεις; Τις μάσκες;». Για κάθε λέξη που άκουγα, μια κραυγή σχηματιζόταν μέσα στο λαρύγγι μου, έτοιμη να δραπετεύσει και να μου κάψει το στόμα. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο σημείο, εκείνο που ο εφιάλτης άρχιζε να με στοιχειώνει με περίεργα τεχνάσματα, ώστε να τα παρατήσω και να στρέψω τα μάτια μου προς άλλη κατεύθυνση. Όμως αυτή τη φορά, όχι απλά δεν έστρεψα αλλού το βλέμμα, αλλά άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα, ώσπου να τσούξουν.
Αμέσως, κάθε έκφραση που ήταν αποτυπωμένη πάνω στο πρόσωπο της μπαλαρίνας εξαφανίστηκε, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Το αίμα που έβαφε τη σάρκα των χεριών της άρχισε να τρέχει και να τρέχει, ώσπου το κόκκινο υγρό δραπέτευσε από το κάδρο κι έβαψε τον τοίχο. Και τότε δεν άντεξα.
Έκλεισα τα βλέφαρά μου και πίεσα τις παλάμες μου πάνω τους, μέχρι να βεβαιωθώ πως δεν έβλεπα τίποτα. Πλέον, καμία σημασία δεν είχε να τα κρατήσω ανοιχτά, ήξερα πως αυτό που ήθελα να πετύχω το πέτυχα. Είχα την προσοχή της μπαλαρίνας. Είχα μια κατοχυρωμένη νίκη. Μα, πάνω απ’ όλα, είχα αποδείξει κάτι σε εκείνο τον πίνακα. Του έδειξα το πόσο μοιάζουμε, αλλά και το πόσο διαφέρουμε, ταυτόχρονα.
Το επόμενο λεπτό, όταν το φως μού χάιδεψε ξανά τα μάτια, το κάδρο είχε εξαφανιστεί, παίρνοντας μαζί του και τον εφιάλτη.
_
γράφει η Ειρήνη Παtατανέ
0 Σχόλια