«Η φοβερή εξυπνάδα του, χωρίς ίχνος ευαισθησίας. Τα φτωχόπαιδα που έγιναν αφεντικά. Έρωτας: όσο υπάρχουν το άγνωστο και οι αυταπάτες. Ήξερε πως δεν είχε πεθάνει, αλλά δεν επρόκειτο ποτέ να την ξαναδεί» (Μανόλης Αναγνωστάκης, ‘ΥΓ.’).
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
–
Το διήγημα του Λέων Τολστόι με τον τίτλο ‘Οικογενειακή ευτυχία’[1] κινείται στον περίγυρο των ψιθύρων που συνθέτουν τον συζυγικό βίο, συγκροτώντας την ιστορία της νεαρής Μάσα η οποία, δια-κρατώντας και διαχέοντας έναν ‘φευγαλέο’ συναισθηματισμό, την ίδια την ερωτική συναίσθηση και πρόσληψη του γίγνεσθαι την κρίσιμη στιγμή της φανερής παραδοχής, παντρεύεται τον οικογενειακό φίλο, Σεργκέι Μιχαήλοβιτς.
Εντός των εκφάνσεων της ένωσης του βίου δύο υποκειμένων, η Τολστοϊκή γραφή προσίδια προσδιορίζει την δι-επαφή των δύο συζύγων διαμέσου των εξάρσεων και των μεταπτώσεων τους εντός συζυγικού πλαισίου, με μία δοσμένη εκφραστικότητα που απέχει από τις εκφάνσεις της γραμμικότητας: η μετάβαση στο αστικό περιβάλλον της Αγίας Πετρούπολης, θέτει τις πρώτες εντάσεις στον κοινό βίο της Μάσα & του Σεργκέι Μιχαήλοβιτς, με την Μάσα να ανοίγεται σε αυτό που θα αποκαλούσαμε ‘ύστερη κοινωνικότητα’, συναντώντας την κοσμικότητα και υπερβαίνοντας τις νόρμες που ορίζουν την τυπικότητα του έγγαμου βίου.
Με μία λογοτεχνική γλώσσα που δίδει έμφαση στο συναισθηματικό κόσμο των δύο συζύγων, που αποδομεί τις νόρμες του ασφαλούς και της ‘τέλειας’ ή της ‘τελειοποίησης’ της ευτυχίας, ο Λεβ Νικολάγιεβιτς Τολστόι συγκροτεί τις παράλληλες ιστορίες δύο προσώπων που επικοινωνούν με την γλώσσα του ‘σαρωτικού σιωπηλού’, ανασύρει στην επιφάνεια τις εντάσεις που καθίστανται εκτατικές ‘ρωγμές’, τείνοντας προς κινήσεις ανα-σύνθεσης του βίου και των σκέψεων της Μάσας. Η Μάσα τίθεται ενώπιον του σεξουαλικά ‘απαγορευμένου’[2], δοκιμάζει το ‘άλλο’ ‘ανείπωτο’ φιλί του υποψήφιου εραστή[3] για να αξιώσει την εκ νέου μαρτυρία του, λειτουργώντας υπό το πρίσμα των αλλοτινών εφηβικών μνημών και ενορμήσεων, θέτοντας την διερώτηση: αγαπημένη ή πλέον απλά μητέρα; Που ευρίσκεται το ‘νέον’ της ευτυχίας;.
Επαναπροσδιορίζοντας τους όρους της σεξουαλικότητας της, συναρθρώνοντας κινήσεις παραδοχής και απόκλισης, η σύζυγος αναφέρει την ‘άλλη’ αγάπη διαμέσου της διαρκούς ενθύμησης και επιτέλεσης της αλλοτινής κατάστασης, οικειοποιούμενη τους συμβολισμούς ενός γάμου δίχως σαρκικές τομές..
Ο Ρώσος συγγραφέας, υποσκάπτοντας τα θεμέλια της συζυγικής σταθερότητας, της χωρικής συζυγικής σταθερότητας, αναρωτιέται για τις απεικονίσεις του έρωτας και της σεξουαλικότητας εντός της συζυγικής μίκρο-κοινότητας, αναφέρει το ‘ακατέργαστο’, εγκολπώνοντας τις σημάνσεις ενός ιδιαίτερου ή ιδιαίτερα θεληματικού βίου που δύναται να αναπτυχθεί εντός της φυσικότητας της διε-παφής, εντός του χωριού και της ‘μυστικιστικής’ φύσης[4], η οποία επηρεάζει λιτά αλλά και έντονα.
Η σχεσιακότητα μετατοπίζεται διαρκώς μεταξύ πρώιμου έρωτα, συζυγικής αγάπης και ενός περισσότερο ‘ένθεου’ ρεαλισμού (από πλευράς συζύγου), φέρει τους δύο συζύγους ενώπιον των απόκρυφων ευθυνών, ενώπιον του ‘φετιχισμού’ της επιβολής: η Μάσα να αποζητεί το παρελθόν στο παρόν, τείνοντας προς την αμφιβολία και τα ‘γιατί’;, ενώ ο σύζυγος της νοηματοδοτεί τις, για τον ίδιο κρίσιμες, ανάγκες του συζυγικού ρεαλισμού και της περίσκεψης.
Δύο τρόποι σκέψης και βίου συν-διαλέγονται, μεταξύ τους και με τις κοινωνιο-πολιτισμικές νόρμες, συγκρούονται με το δόκιμο, το θεληματικά πηγαίο, την στιγμή όπου η Τολστοϊκή γλώσσα, σκιαγραφεί την εγκάρσια τομή μεταξύ νεότητας και ηλικιακής φθοράς, τις κωδικοποιημένες κοινωνικές συνδηλώσεις και ιεραρχήσεις σε μία Ρωσία που αναπτύσσεται και μεταβάλλεται κεντρομόλα,[5] εγγίζοντας παράλληλα την ειρωνεία έτσι όπως αποδίδεται στον τίτλο του διηγήματος, στην ‘Οικογενειακή ευτυχία’ που συνιστά ‘παίγνιο’ αποκρίσεων, παραδοχής της απώλειας του ερωτικού πάθους που πλέον ανα-καλείται και ως ‘καημός’ με την Μάσα, σε μία θηλυκο-κεντρική συγγραφική εκδοχή, να δια-κρατεί τον πρώτο & τον τελευταίο λόγο: «Απ’ τη μέρα κείνη τέλειωσε το ρομάντσο μου με τον άντρα μου. Το παλιό αίσθημα μεταβλήθηκε σε μακρινή αγαπητή ανάμνηση, ενώ το καινούργιο της αγάπης για τα παιδιά μου και τον πατέρα των παιδιών μου έβαλε τα θεμέλια σε μιαν άλλη κι εντελώς διαφορετικά ευτυχισμένη ζωή, που ακόμα ίσαμε τούτη τη στιγμή δεν την έχω ζήσει»…[6]
Ο σύζυγος-εραστής, ‘σύμβουλος’, ο σύζυγος, το άλλοτε επίκεντρο της ‘μαγευτικής σοφίας’, ‘μετασχηματίζεται στον «πατέρα των παιδιών μου», στον «πατέρα των παιδιών» της Μάσα[7], θέτοντας, Τολστοϊκά, το οντολογικό περίγραμμα της πλήρωσης δια της μη-πλήρωσης, της κένωσης ιδεών: η «άλλη κι εντελώς διαφορετικά ευτυχισμένη ζωή που ίσαμε τούτη τη στιγμή δεν την έχω ζήσει».
Η ενεστωτική γραφή και ζωή επαναπροσδιορίζει, καθίσταται ‘μήλον της έριδος’, αξιώνει την αλήθεια της: «δεν την έχω ζήσει». Στο τώρα και στο ‘τίποτα’, ο Λεβ Νικολάγιεβιτς Τολστόι, διαλέγεται με τις πολλαπλές απολήξεις του έγγαμου βίου, που εκκινεί και αναφέρεται θεληματικά, ειρωνικά στον τίτλο του διηγήματος, θελκτικά στον ‘ανεστραμμένο’ ψυχολογικό-συναισθηματικό «ερωτισμό»: η Μάσα προς τους δύο μικρούς υιούς της, και, στην ενδιάμεση θέση-κατάσταση, ο «πατέρας των παιδιών» της.
Το ερώτημα και η αίσθηση του «Τι έστιν αλήθεια;» του Ποντίου Πιλάτου, το «Τι έστιν αλήθεια;» μεταξύ έρωτα και άρσης του, τυποποιημένων συμβάσεων και συνέχειας της ‘εδαφικής’ γενεαλογίας’, ‘εδαφοποιείται’ στο κειμενικό ‘σώμα’, αυτή η, κατά τον Νίτσε, «die grosste Urbanitat aller Zeite», ήτοι «η μεγαλύτερη παραδοξολογία όλων των εποχών».[8] Στην Τολστοϊκή κειμενικότητα, ενσκήπτει ενοχές και σφάλματα, οι υπερ-αποδόσεις ενός εκάστου, που, καθίστανται οικεία και σπαρακτικά (αδιόρατα σπαρακτικά) ανθρώπινες.
Η Τολστοϊκή νουβέλα, μεταξύ κανόνα και μη-κανόνα, δια-μοιράζει τα διακυβεύματα της στην παροντικότητα της ‘αισθητικοποίησης’, στην κουλτούρα του ‘οπτικο-κεντρισμού’. Ο συγγραφέας τέμνει εγκάρσια το ‘μύθευμα’ και την πραγματικότητα, τα κοινωνιο-περιβάλλοντα των οικογενειακών-συζυγικών σχέσεων, αναρωτώμενος για το τι δύναται να σημάνει ο έρωτας σε επώδυνους καιρούς, ο έρωτας και η αγάπη[9] προς, η ευτυχία, η πραγματική και ουσιαστική ευτυχία και που ευρίσκεται.
Ο λόγος τους όπως διαφαίνεται και εκτίθεται φανερά, στο Ημερολόγιο του, συνυφαίνει την μαρτυρία και την δυναμική της μαρτυρίας, την προτροπή ενώπιον του διά-κενου, την προτροπή που ‘ενσαρκώνεται’ στο υπόδειγμα της ‘απαστράπτουσας’ καταφυγής: «Σπέρνε, σπέρνε, γνωρίζοντας πως δεν είσαι εσύ άνθρωπε που θα θερίσεις… δεν θα θερίσεις εσύ άνθρωπε, θα το θερίσει αυτό που έχεις μέσα σου και βάζει την ψυχή σου να σπέρνει»[10]. Η κάθε λέξη αποζητεί την «ανα-γέννηση» της, επώδυνα, διαλεκτικά, ανθρώπινα και εξυψωτικά. H Τολστοϊκή λογοτεχνική γραφή διευρύνει τους ορίζοντες κατανόησης των ανθρώπινων πρακτικών..
–
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Αναγνωστάκης Μανόλης, ‘Τα Ποιήματα. 1946-1971,’ Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2000.
Μιχαήλ Σάββας, ‘«Τι αιώνα κάνει έξω;» – Ο διανοούμενος, η Εποχή, η πολιτική της αλήθειας,’ στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016.
Μιχαήλ Σάββας, ‘Λεβ Νικολάγιεβιτς Τολστόι. Η ανέφικτη αγάπη της ανθρωπότητας,’ στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016.
Τολστόι Λέων, ‘Οικογενειακή ευτυχία’, Μετάφραση από τα Ρωσικά: Μακρή Κοραλία, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1993.
_____
[1] Βλέπε σχετικά, Τολστόι Λέων, ‘Οικογενειακή ευτυχία’, Μετάφραση από τα Ρωσικά: Μακρή Κοραλία, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1993.
[2] Η Μάσα δοκιμάζοντας τον εαυτό της στο φιλί του υποψήφιου Ιταλού εραστή, δεικνύεται έτοιμη να συναισθανθεί το ‘ανείπωτο’, φέρει την επιθυμία έμπροσθεν της, αποδίδει γλαφυρά τους όρους του ερωτικού-σεξουαλικού ίμερου, αναρωτώμενη αν υπάρχει βιόκοσμος εκτός συζυγικής ζωής, στο περιεχόμενο της απιστίας, σε μία ιδιαίτερη ‘Gewalt’ (‘βία’) δίχως βία. Σε ένα δεσπόζον συμβάν, εκδι-πλώνονται οι όψεις της δικής της παρουσίας, η παρουσία και το ‘φάσμα’ του συζύγου της, η μαρτυρία του ‘ανείπωτου’ και της ‘ανέστιας’ ή νευρωτικής ηδονής με την επιστροφή στην πραγματικότητα. Πόσο διήρκεσε η στιγμή;. Που ευρίσκεται το σωτήριον πάθος; Ποια είναι η αρχή και ποιο το προσίδιο τέλος;.
[3] Ο υποψήφιος εραστής, ο ενδιάμεσης ‘παίκτης’, θυμίζει την περίπτωση του Ανατόλ Κουράγκιν και της Νατάσσας Ροστόβα, από το Τολστοϊκό έπος ‘Πόλεμος και Ειρήνη’: ο εραστής εντός της δυνητικότητας του, καθίσταται ο εκτατικός και έμφορτος ‘πειρασμός’, ο απαγορευμένος ‘άλλος’ που, ευρισκόμενος στην περιοχή του ορίου, ‘μετασχηματίζεται’ ή ‘ενσαρκώνει’ τον ερωτικό ‘καρπό’ που πρέπει να δοκιμαστεί, σε ένα ‘παίγνιο’ με την οριακότητα, με τις κοινωνικές-πολιτισμικές-οικογενειακές νόρμες, με τις συμβάσεις της θηλυκής ‘ευπρέπειας’ και ‘αρμονίας’. Ο ‘άλλος’ στη «ζώνη» του απαγορευμένου που πλησιάζεται, επαναπροσδιορίζει και υπερβαίνει για μία κρίσιμη στιγμή τα όρια του συμβατικού ‘νόμου’, αξιώνει το πλαίσιο του ‘ζην εντατικώς’, την ‘πυρετική επικινδυνότητα’ σε κοινή θέα. Η ‘επ-ανάσταση’ σε αυτή την περίπτωση, καθίσταται γένους θηλυκού.
[4] Επρόκειτο για την ‘εδαφοποίηση’ του περιώνυμου Τολστοϊκού ‘Αγροτισμού’ ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις μίας πλέρια ανάπτυξης της ανθρώπινης υποκειμενικότητας, επι-καθορίζομενος από την περιεχομενικότητα της ‘σεσημασμένης αναγέννησης’ που δύναται να συναρθρώσει το θείο με το ανθρώπινο στοιχείο. Η θεϊκή πρόνοια ‘ενσαρκώνεται’ στην εκτατική φύση, στην πανσπερμία των ιδεών αλλά και των εικόνων.
[5] Είναι χαρακτηριστικός, από αυτή την άποψη, ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αποδεκτή η Μάσα στους αριστοκρατικούς-κοσμικούς κύκλους της Αγίας Πετρούπολης, αποτελώντας ένα υποκείμενο που ‘χρήζει’ διαρκούς επεξεργασίας-‘ανάλυσης’, ένα υποκείμενο που ‘συνομιλεί’ με τον προσίδιο ‘εξωτισμό’ του, περιφερόμενη από συγκέντρωση σε συγκέντρωση. Η Μάσα αναγνωρίζεται στις κοινωνιο-λογοθετικές διαλέκτους της αναγνώρισης ή της αναγνωριστικής γνώσης, καθιστάμενη η ‘χωριατοπούλα’ που κλέβει την παράσταση, μη μπορώντας να αντισταθεί στις ‘σειρήνες’ και στα κελεύσματα της πολυτελούς ‘αγοράς’. Με έναν ρεαλιστικό τρόπο, ο Λεβ Νικολάγιεβιτς, επισημαίνει λογοτεχνικά τους όρους κοινωνικής ανάπτυξης στη Ρωσία της εποχής του, στη Ρωσία που θέτει επώδυνα διλήμματα.
[6] Βλέπε σχετικά, Τολστόι Λέων, ‘Οικογενειακή ευτυχία…ό.π., σελ. 131.
[7] Της ακροτελεύτιας φράσης του διηγήματος, έχει προηγηθεί ο διάλογος των δύο συζύγων που κινούνται προς την αναφορά της παραδοχής, διαμέσου της επωδυνότητας για την Μάσα και της ‘ρεαλιστικής καθαρότητας’ για τον σύζυγο Σεργκέι Μιχαήλοβιτς. Η Μάσα που τονίζει διαρκώς το ότι αφέθηκε μόνη ενώπιον των πειρασμών στην Αγία Πετρούπολη και ο Σεργκέι Μιχαήλοβιτς που επισημαίνει την ιδιαιτερότητα του ‘παιγνίου’: το γεγονός ότι την άφησε να εξερευνήσει τα όρια της. Οι ζωές τους τέμνονται εκ νέου, υπό το πρίσμα της λογικής. Ο έρωτας ‘έσβησε’ και ‘σβήνει’ στα συμφραζόμενα του πραγματικού, θέτοντας πλαισιώσεις των όχι εξιδανικευμένων αντανακλάσεων, στο πλαίσιο όπου αναπτύσσονται και μεταβάλλονται εκ νέου οι θεματικές της οικειότητας και της δοτικότητας: ‘ζούμε όντως για τον άλλο ή για τον εαυτό μας;’. Η συγκεκριμένη διερώτηση με την βαρύτητα και την ευρύτητα της, δια-περνά την Τολστοϊκή προβληματική, ‘συλλαμβάνει’ τον καιρό, τις αντιφάσεις-αντινομίες, τους τρόπους προσδιορισμού της ζωής. Το δίλημμα, ο διχασμός ανα-καλείται: μόνοι ή μαζί ενώπιον της κοινωνικότητας;
[8] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, «Τι αιώνα κάνει έξω;» – Ο διανοούμενος, η Εποχή, η πολιτική της αλήθειας, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016, σελ. 55.
[9] Μήπως, εγωιστικά όντα, μοιάζει να αγαπούμε κυρίως τον εαυτό μας, διερωτάται ίσως ο Λεβ Νικολάγεβιτς Τολστόι.
[10] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Λεβ Νικολάγιεβιτς Τολστόι. Η ανέφικτη αγάπη της ανθρωπότητας…ό.π., σελ. 172.
0 Σχόλια