Την είχα μπροστά μου. Ολόλευκη και απαλή. Φτέρωμα πουλιού που έχει απλωθεί στο πολύ φως. Ή επιδερμίδα μωρού που προσπαθεί να βρει τη ζωή. Κι εγώ να την εκλιπαρώ με τα μάτια να μου μιλήσει. Να μου πει δυο δικές της κουβέντες. Αυτή απλά να απλώνεται και να κατακτά το χώρο. Κι εγώ να φοβάμαι. Να τρέμω να απλώσω το χέρι μου μην και χαθεί στο όνειρο. Λευκή στην λευκότητά της. Τόσο χιονένια που και η ίδια τρόμαζε σε τούτη την έννοια.
Την είχα μπροστά μου. Την κοίταζα. Κάτεχα πως δεν μπορώ να απλώσω το χέρι μου. Να την αγγίξω. Για άλωση μην το συζητάτε. Χαμένη υπόθεση. Παρατηρούσα τις άκρες της, εκείνο που φευγαλέα της ξέφευγε. Μέρα και νύχτα. Την παρατηρούσα και προσπαθούσα να προκαταλάβω τις κινήσεις της. Εκείνη έστεκε ακίνητη.
Πως παρατηρείς τους μορφασμούς ενός μωρού στον ύπνο του. Και χαίρεσαι μαζί του. Βλέπεις την κάθε του στιγμή, την καταγράφεις. Αυτό δεν το νοεί. Απλώνει τα χεράκια του. Χαμογελά. Γιατί δεν έμαθε στη δυστυχιά. Απλώνεται και ταλαντεύεται αναμεσίς ύπνου και ζωής. Κι εσύ το νανουρίζεις. Από μέσα σου.
Την κοιτούσα και γαλήνευα. Ήθελα να τη ρωτήσω τι να θέλει από εμένα. Αυτή δεν θα μπορούσε να απαντήσει. Ή δε θα καταδεχόταν. Θα απλωνόταν λίγο ακόμη και θα κυρίευε ολάκερο το βλέμμα. Κι εγώ εκεί. Πάνω της.
Θα μπορούσα να τη ρωτήσω τι να ζητά από τη ζωή μου. Κάτεχα πως δεν θα μου απαντήσει. Όχι γιατί δεν μπορεί. Απλώς δεν θα ξέπεφτε να δημιουργήσει ζάρες στο σώμα της. Στο πρόσωπό της. Αυτό δεν χρειαζόταν να το χτυπήσει ο ήλιος. Αυτόφωτο φεγγοβολούσε. Από το τίποτα μπορούσε να δημιουργήσει ζωή.
Στεκόμουν με τις ώρες και την παρατηρούσα. Με τις μέρες. Με τους μήνες. Κι αυτή εκεί. Δεν ήθελε να μου αποκαλύψει κανένα της μυστικό. Κι εγώ ντρεπόμουν να της μιλήσω. Να της πω. Τι. Κι αυτή συνέχιζε στην απάθειά της. Την έβλεπε ο ήλιος και το φεγγάρι, χουζούρευε στα σύννεφα, κρυφάκουγε τη βροχή. Άπλωνε το σώμα της, αέναη που θέλει να δείξει την ακμή της. Δεν αποζητά να αποδείξει τίποτα. Όλα τα κατέχει. Και την επιβολή της στο βλέμμα μας. Και στα θέλω μας. Απλώνεται δήθεν αμέριμνη.
Είμαι αντίκρυ της. Τα χέρια μου πλέκονται. Δεν ξέρω αν αυτό δηλώνει ανυπομονησία ή νευρικότητα. Την κοιτάω με τον καιρό. Μέσα του. Κάτι της περιμένω. Κάτι θα μου δώσει λέω. Δεν μπορεί… θα ανοίξει την λευκότητά της και κάτι θα φανεί. Από την άλλη μου αρκεί η παρουσία της. Είμαι εθισμένος. Προσκολλημένος. Εξαρτημένος από την ύπαρξή της. Ξυπνώ και τρέχω να την παρατηρήσω. Την κάθε της πτυχή. Γυρίζω από τον αγέρα και τρέχω σιμά της. Αυτή δεν έχει θόρυβο. Απλά υπάρχει. Κι εγώ χαίρομαι. Θα ζω σιμά της για πάντα.
Τη μέρα εκείνη τι ήθελα κι άφησα ανοικτό το παραθύρι μου; Η κυκνένια μου εξαφανίστηκε. Εγώ έβγαλα μιαν κραυγή και κλείστηκα μέσα της.
0 Σχόλια