Ανάμεσα σε χαώδη τοπία κι εφηβικά στριμώγματα,
σε βρήκα να στέκεις δίπλα στον κυματοθραύστη
Χειμώνας ο καιρός, βάφτιζε τα χνώτα μας ενθουσιασμό
Τίποτα δεν καταλάβαμε τότε
ούτε μετά,
παιδαρέλια, άγουρα κορμιά, με μάτια αδηφάγες ύαινες
Τα λόγια μας μπέρδευαν
πώς να συνεννοηθείς με τόση τρικυμία;
Ανακατώναμε τις ετικέτες με τις αισθήσεις,
γυρεύαμε γνώση από μεγαλύτερους, μα κι αυτοί,
την τύφλα τους
Τους τρομάξαμε, μας τρόμαξαν
Ανήμποροι στα δεδομένα, περπατήσαμε λίγο μαζί
Χωριστήκαμε
ξανά απ’ την αρχή
Εσύ, εγώ, εσύ, εγώ
Βρεθήκαμε αλλού, μας ξέβρασε ο χρόνος
Εσύ πιο κει, εγώ πιο δω, εσύ, εγώ, εσύ, εγώ
Έπειτα ήρθαν οι μουσικές
αόρατα τύμπανα έδιναν πρόσταγμα και μας οδήγησαν πίσω στα βράχια
Σκεφτήκαμε να πέσουμε
(Το σκέφτηκες;)
Αδύνατον, κόλλησαν οι επιδερμίδες και βάρυναν,
που να μας πάρει η θάλασσα
Που να μας πάει η θάλασσα;
Έμεινες να την κοιτάς, κράτησες άλλα χέρια
εγώ, εσύ, εγώ, εσύ
Μακριά το φως
Το δικό μας
Μπήκαμε στο μπαρ αμήχανα, μυρίσαμε αλκοόλ και νύχτα
Σκοτάδι.
Φωνές μαζί με τη δική σου ανακατεμένες
Διαχωρισμός επιλογής, εσύ, εγώ, εσύ, εγώ
Η κρυφή σου τρίαινα, η ενοχλητική μου μύγα
Αν ήμασταν θεοί, θα τα’ χαμε καταφέρει, να θυμάσαι
Ένα φίδι κι ένα σημάδι αρκούσαν για την αιώνια πλάνη του σύγχρονου
Απ’ άλλοι εποχή εμείς
εσύ, εγώ, εσύ, εγώ,
παρελθοντικοί
Πεπερασμένοι
_
γράφει η Λυδία Σταυροπούλου
0 Σχόλια