γράφει η Παναγιώτα Μπαϊράμη

Η Νοτιοκορεάτισσα συγγραφέας,  Han Kang , βραβευμένη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2024,  αναδεικνύει στο πυκνογραμμένο μυθιστόρημα «Μάθημα Ελληνικών» την ανάγκη για ουσιαστική σύνδεση με το ανθρώπινο και μη περιβάλλον αξιοποιώντας ως συνεκτικό ιστό τη δυναμική των αισθήσεων με ψυχολογικές και συναισθηματικές σημάνσεις και τη μορφοποιούσα την πραγματικότητα γλώσσα ακόμη και ελλείψει της προφορικής εκφοράς της.

Η ποιητικά και ονειρικά διαμορφωμένη μυθιστορηματική προσέγγιση προ(σ)καλεί τον/την αναγνώστη/στρια να συναντήσει τους δύο, μέσης ηλικίας, κοινής εθνικής καταγωγής και διαφορετικού φύλου, χαρακτήρες σε μια καμπή της προσωπικής τους ζωής με συνδετικό κρίκο μια ξένη γλώσσα. Η γυναίκα, που πρόσφατα αντιμετώπισε οικογενειακές ανατροπές (θάνατος της μητέρας της, διαζύγιο, απώλεια της επιμέλειας του παιδιού της), επιχειρεί να θεραπεύσει την αιφνιδίως ανακύπτουσα αφωνία (ή αλαλία) της παρακολουθώντας μαθήματα αρχαίων ελληνικών. Η επιλογή της γλώσσας δεν αντανακλά κάποιο ευρύτερο ενδιαφέρον για την αρχαία ελληνική κουλτούρα, αλλά απηχεί την –ίσως ενστικτώδη- προοπτική να επιλυθεί η πρόσκαιρη αυτή αδυναμία της δια της επαναλήψεως.  Όταν στα δεκάξι της βρέθηκε για πρώτη φορά αντιμέτωπη με το φάσμα της αφωνίας, την απώλεια της ικανότητας να διατυπώνει με ενάργεια σκέψεις, να μοιράζεται με συναισθηματική πληρότητα, να οργανώνει ενδελεχώς την προσωπική της επιχειρηματολογία απέβη σωτήρια η παρακολούθηση του μαθήματος μιας μη οικείας γλώσσας, των γαλλικών.

Βέβαια, δεν ξεφεύγει από τη ματιά μιας διεισδυτικής ανάγνωσης –την οποία το μυθιστόρημα κατακτά αυτοδίκαια- η ιδιαίτερη σχέση της ηρωίδας με την προφορική και ιδίως τη γραπτή σύλληψη του περιβάλλοντος κόσμου. Η γλωσσική εξοικείωση εκκινεί με τη γοργή και αποφασιστική εκμάθηση του γλωσσικού κώδικα, την ανιχνευτική πρώτη συμπόρευση μαζί του στο δημοτικό με τη γραφή λέξεων στο πίσω μέρος του ημερολογίου της, επεκτείνεται στην με πάθος ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων κατά τη μαθητική περίοδο και μετουσιώνεται σε επαγγελματική δραστηριοποίηση (εκδοτικός οίκος, επιμέλεια κειμένων, διδασκαλία λογοτεχνίας σε πανεπιστήμιο και λύκειο τεχνών), καλλιτεχνική αποτύπωση (έκδοση τριών ποιητικών συλλογών, αρθρογραφία σε περιοδικό κριτικής και λογοτεχνίας) και πνευματική ευαισθητοποίηση (ιδρυτικό μέλος πολιτιστικού περιοδικού). Αν και η σύμπλευση του βίου της με τη γλώσσα είναι αρραγής, θα μπορούσε ίσως να διακριθεί μια προτίμηση στο ασφαλές καταφύγιο του γραπτού και μια εύλογη φοβία για την «ανατριχιαστική διαύγεια» του προφορικού λόγου (παιδί που περνά απαρατήρητο, απαθής μαθήτρια, δεν έκανε παρέες εκτός σχολείου, δεν ήθελε να κάνει αισθητή την παρουσία της, μιλούσε χαμηλόφωνα), που ωστόσο συνιστά τον πυρήνα της διαπροσωπικής  προσέγγισης, αφού οι συνομιλητές/τριες έχουν κατά κανόνα ακουστική ή/και οπτική επαφή. 

Ο πηγαίος, αυθόρμητος, συναισθηματικά εκπορευόμενος προφορικός λόγος συνέχοντας την παιδική ηλικία, τις οικογενειακές σχέσεις, την καθημερινότητα διαμορφώνει το συγκαιρινό επιτρέποντας τη γόνιμη διέλευση του παρελθοντικού. Και ακριβώς αυτή τη δομική, για την νοηματοδότηση του περιβάλλοντος  κόσμου, λειτουργία του προφορικού λόγου που χάρη και στα παραγλωσσικά (επιτονισμός) και εξωγλωσσικά γνωρίσματά του (χειρονομίες, έκφραση προσώπου) οριοθετεί την προσωπική, εθνική ή άλλου είδους ταυτότητα, φαίνεται να αναζητά η ηρωίδα ως τρόπου επανακαθορισμού της ζωής της εναρμονισμένου με τις καινούργιες συνθήκες της μοναξιάς, της απομόνωσης,  της έλλειψης εισοδήματος. Ο Αριστοτέλης (Int. 16a4, 25b2; Sens. 437a15) υπογραμμίζοντας αυτή τη δυναμική της προφορικής εκφοράς: “ἔστι μέν οὖν τά ἐν τῇ φωνῇ τῶν ἐν τῇ ψυχή παθημάτων σύμβολα, καί τά γραφόμενα τῶν ἐν τῇ φωνῇ” (‘η ομιλία είναι σημάδι των καταστάσεων της ψυχής, και η γραφή είναι σημάδι της ομιλίας’) απηχεί τη συναισθηματική φόρτιση της γυναίκας που «λίγο πριν χάσει την ομιλία της γίνεται πιο ομιλητική από ποτέ, με πιο δυνατή φωνή και με εκφράσεις λογοτεχνικού ύφους που αναιρούν τη ζωντάνια του ρέοντα προφορικού λόγου». Ωστόσο η βίωση αυτών των γεγονότων ή και άλλων, τα οποία η συγγραφέας δεν κρίνει σκόπιμο να διυλίσει, πυροδοτούν την ανημπόρια της να εκφραστεί φωνητικά. 

 Η μεσήλικη γυναίκα με την ιδιαίτερη σχέση με τη γλώσσα και την προσωρινή, μη παθολογική, αδυναμία να εκφραστεί προφορικά, συναντά τον ανδρικό χαρακτήρα στην ιδιωτική Ακαδημία, όπου εκείνος διδάσκει αρχαία ελληνική γλώσσα. Πρόκειται για έναν επίσης μεσήλικα κορεάτικης καταγωγής άνδρα,  μετανάστη στην Γερμανία από τα χρόνια της εφηβείας έως και τα πρώτα της ωριμότητας, συνειδητά επαναπατριζόμενο και γλωσσικά κλυδωνιζόμενο μεταξύ κορεατικών, γερμανικών και αρχαίων ελληνικών. Η μητρική, εθνική γλώσσα συνδέεται με τη ζεστασιά των πρώτων αναμνήσεων, την πρώτη πρόσληψη παραστάσεων και κουλτούρας στοιχεία που συνιστούν μόνιμη αναπόληση αλλά και άξονα αναφοράς κατά το διάστημα της παραμονής στη Γερμανία, όπου η γλωσσική εξοικείωση με τα γερμανικά, αν και αναγκαία, παραμένει επιδερμική και χρηστικά αξιοποιούμενη, αφού ταυτοποιεί μια πραγματικότητα ανοίκεια και ίσως ρατσιστικά διαπνέουσα για τον νεαρό μετανάστη. Η επαγγελματική του επιλογή συναρτάται με την εκμάθηση και διδασκαλία μιας τρίτης, και δη μη ομιλούμενης πια, γλώσσας. Η ηλικιακή του ωριμότητα συναρτάται με την επιστροφή στην αγαπημένη κορεάτικη γλωσσική καθημερινότητα, στην οποία εξοικονομεί τα προς το ζην διδάσκοντας μια ξένη γλώσσα.  

Τα παραπάνω αποκτούν πρόσθετη αξία, επειδή ο καθηγητής, πάσχει από μια σπάνια οφθαλμική πάθηση, που προκαλεί σταδιακή και αργότερα οριστική απώλεια όρασης. Η διάγνωση της ασθένειας από την εφηβική του ηλικία και η βεβαιότητα ότι κάποια στιγμή θα χάσει ολοκληρωτικά τη μια από τις πέντε αισθήσεις του, τη δυνατότητα να εντυπώνει στη μνήμη του ρεαλιστικές οπτικές αναπαραστάσεις, δεν τον καθηλώνουν αλλά τον ενεργοποιούν. Ολοκληρώνει τις σπουδές του, επιλέγει ενσυνείδητα να απομακρυνθεί γεωγραφικά από τη μητέρα και την αδελφή του για να στηριχτεί στις δυνάμεις του, αποκτά  εργασιακή ενασχόληση δίχως να χρησιμοποιήσει ως πρόσχημα την «αναπηρία» του, το ότι σε χαμηλό φωτισμό ξεχωρίζει μόνο αδρά περιγράμματα. Μια μορφή λύτρωσης από την ανοίκεια ως τότε περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τον άδοξο και βίαιο τερματισμό της πρώτης ερωτικής σχέσης και τη σύγχυση απέναντι στο συναισθηματικό προφίλ μιας, ως τότε, εκ βαθέων φιλίας. Μια μορφή ανεξαρτησίας που συνυφαίνεται με την προσωπική του απόπειρα να ενταχθεί σε μια οικεία γλωσσικά και πολιτισμικά κοινότητα, στην οποία η αναμέτρησή του με το τραύμα, που η προέλευση του δεν αφορά μόνο το ζήτημα της υγείας, αλλά εκτείνεται και στο συναισθηματικό επίπεδο, φαντάζει λιγότερο επώδυνη. Δεν είναι καν αναγκαίο, κατά το δυτικό πρότυπο, να χαμογελάσει για ν’ αναγνωρίσει την παρουσία του άλλου, να σπάσει τη σιγή, να δημιουργήσει επαφή, κάτι τόσο ξένο από την ψυχοσύνθεσή του. 

Οι δύο ήρωες, γυναίκα και άνδρας, βρίσκονται σε διαφορετική χρονική στιγμή διαχείρισης του τραύματος. Για τη γυναίκα είναι πρόσφατο, νωπό, οι πληγές ακόμη κοχλάζουν. Δεν έχει βέβαια ενδείξεις πως πρόκειται για κάτι μη ιάσιμο, το νιώθει ωστόσο απειλητικό, καθώς ο ωκεανός της σιωπής τείνει να τη συμπαρασύρει. Ο άνδρας γνωρίζοντας το ζήτημα της θολής όρασης από την εφηβεία, φαίνεται πως έχει ήδη διαβεί το σκαλοπάτι της συνειδητής διαχείρισης. Δεν έχει πλήρως συμφιλιωθεί μαζί του, οι διακλαδώσεις του τραύματος ενυπάρχουν, υπαρκτές ή ονειρικές, ρητές ή υπόρρητες, αλλά δείχνει αποφασισμένος να μην αφεθεί, να αγωνιστεί, να  διεκδικήσει ό,τι περισσότερο του αναλογεί στη ζωή. Γυναίκα και άνδρας, φέροντας κατακερματισμένες μνήμες, τραυματισμένοι στο πρόσφατο ή απώτερο παρελθόν, καλούνται από τύχη, ή μήπως από το ένστικτο της επιβίωσης, να αγκαλιαστούν σφιχτά υπό τη δύναμη της συντροφικότητας. Μια δύναμη που λειαίνει τη δυσχέρεια να βρουν έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας προσφέροντας στο κλείσιμο της αφηγηματικής πλοκής θετικές σημάνσεις. 

Οι δύο ήρωες διατηρούν συμβολικά την ανωνυμία τους ως γνωστές σύγχρονες φιγούρες, ως άτομα της διπλανής πόρτας και συστήνονται μέσα από πλήθος ανάδρομων αφηγήσεων, ετεροτρόπως, με διαφορετικό δηλαδή τύπο  αφηγητή, στον αναγνώστη/στια. Αυτή η ευφυής συγγραφική επιλογή επιτρέπει την χάραξη μιας διακριτής νοηματικής γραμμής, αφού ένας “παντογνώστης παρατηρητής”, αποκαλύπτει σε τρίτο πρόσωπο και με μάλλον περιορισμένη εστίαση μύχιες σκέψεις, φόβους και προσδοκίες της ηρωίδας, ενώ ο άνδρας αυτο-αποκαλύπτεται με διττή τεχνική: με πρωτοπρόσωπη γραφή, εσωτερικούς μονολόγους και με δευτεροπρόσωπη απεύθυνση στις τρεις επιστολές (προς τον νεανικό του έρωτα, την αδελφή του και τον φίλο του). Οι αφηγηματικές τεχνικές της τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης παρουσίασης ως υποβλητικές εκφάνσεις των δύο χαρακτήρων συνυπάρχουν αρμονικά στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, όταν οι ήρωες διηγούνται, εκ περιτροπής, σχεδόν απνευστί, σπαράγματα των πρότερων εμπειριών τους και παραδέχονται απροκάλυπτα τους φόβους της συμβατικής καθημερινότητάς τους σε μια απόπειρα επικοινωνίας με αρωγό τις αισθήσεις.

Η συγγραφέας, εκτός από την ελκυστική θεματική προσέγγιση, προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον  και με την προσωπική συγγραφική της γλώσσα. Ενώ ο λόγος σε πολλά σημεία είναι λιτός, απέριττος, ενίοτε ελλειπτικός, χαμηλόφωνος και ευσύνοπτος, όπως η σχεδόν σταθερή επιλογή της ηρωίδας να μιλά με χαμηλή ένταση και να καταλαμβάνει τον μικρότερο δυνατό χώρο, γίνεται χειμαρρώδης και αφοπλιστικά γοητευτικός στις περιγραφές, στις οποίες ο πρωτότυπος περιγραφικός οίστρος αποδίδει σχεδόν φωτογραφικά τα περιγραφόμενα.  Η αφηγηματική της οπτική εμπλουτίζεται και με ισχυρή εικονοπλαστική δύναμη, που αποτυπώνει άλλοτε με ρεαλισμό, άλλοτε με θλίψη αλλά πάντοτε με ευαισθησία την ευαλωτότητα που μπορεί να υποκρύπτεται  στη ζωή των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Η γλώσσα της συνυφαίνεται επίσης στενά με την ποιητικότητα, που αποδίδει έμφαση όχι τόσο στην πρόταση ως νοηματική μονάδα, αλλά στην εσωτερική δύναμη της λέξης, που ως λυρική κραυγή κινητοποιεί τις αισθήσεις μιας γυναίκας χωρίς φωνή και ενός άνδρα στα όρια της τύφλωσης. Ίσως μάλιστα και ο αναγνώστης/στρια κινούμενος μέσα στο αφηγηματικό της σύμπαν υποβάλλεται ή εμπνέεται να προσεγγίσει το κείμενο ή και τον κόσμο γύρω του με τις αισθήσεις.

Η Χαν Γκανγκ με το Μάθημα ελληνικών  μπορεί να μην στοχεύει να αναδείξει τη μαγευτική μουσικότητα ή το βάθος του αρχαίου ελληνικού στοχασμού, επιτυγχάνει, ωστόσο, να δημιουργήσει Μαθήματα Ζωής, που καλούμαστε να προσεγγίσουμε με τις πέντε αισθήσεις,  ή έστω με όσες από αυτές διαθέτουμε, αξιοποιώντας έναν κώδικα επικοινωνίας πέραν ή σε συνδυασμό με τον γλωσσικό. 

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 22 – 23 Φεβρουαρίου 2025

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 22 – 23 Φεβρουαρίου 2025

Real News Καθημερινή Πρώτο Θέμa Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να διαγραφείτε με ένα κλικ και δεν θα...

Οι ιέρειες της Εκάτης

Οι ιέρειες της Εκάτης

Οι ιέρειες της Εκάτης Παναγιώτης Χανός Εκδόσεις ANUBIS - γράφει η Βάλια Καραμάνου - Εκάτη: η ιέρεια του σκότους, της νύχτας, της μαγικής εσωτερικής μεταμόρφωσης ενός ανθρώπου, ενός ολόκληρου κόσμου που διαβαίνει το μονοπάτι του Σκότους προκειμένου να αναδυθεί στο Φως....

Με λένε Ιούλιο Βερν, της Μαριέττας Κόντου

Με λένε Ιούλιο Βερν, της Μαριέττας Κόντου

γράφει ο Πάνος Τουρλής Ο Ιούλιος Βερν (1828-1905) ήταν Γάλλος συγγραφέας, ιδιαίτερα γνωστός για τα περιπετειώδη μυθιστορήματά του που ταξίδεψαν γενιές και γενιές αναγνωστών σε μακρινούς και φανταστικούς τόπους. Η Μαριέττα Κόντου κάνει κάτι πρωτοποριακό: αφηγείται τα...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Βιβλιοκριτικές
Η ποιητική του ακατάπαυστου ή ο Michel Foucault στα ‘Εχέγγυα της Φύρας’ του Γιάννη Λειβαδά
Η ποιητική του ακατάπαυστου ή ο Michel Foucault στα ‘Εχέγγυα της Φύρας’ του Γιάννη Λειβαδά

Η ποιητική του ακατάπαυστου ή ο Michel Foucault στα ‘Εχέγγυα της Φύρας’ του Γιάννη Λειβαδά

Γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης

Βιβλιοκριτικές
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΡΧΑΙΕΣ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΠΟΥ ΑΓΓΙΞΑΝ ΚΑΙ ΞΕΠΕΡΑΣΑΝ ΤΟΝ ΜΥΘΟ – Ζαμπακίδης Ζήνωνας & Μαρκάκη Βασιλική
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΡΧΑΙΕΣ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΠΟΥ ΑΓΓΙΞΑΝ ΚΑΙ ΞΕΠΕΡΑΣΑΝ ΤΟΝ ΜΥΘΟ – Ζαμπακίδης Ζήνωνας & Μαρκάκη Βασιλική

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΡΧΑΙΕΣ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΠΟΥ ΑΓΓΙΞΑΝ ΚΑΙ ΞΕΠΕΡΑΣΑΝ ΤΟΝ ΜΥΘΟ – Ζαμπακίδης Ζήνωνας & Μαρκάκη Βασιλική

Γράφει η Κατερίνα Σιδέρη

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου