–
γράφει η Κατερίνα Σιδέρη
–
Η Βασιλική, είναι μια νεαρή κοπέλα, δυναμική, συναισθηματική, με πονεμένη ψυχή. Έχει χάσει τη μητέρα της, έχει μια αδερφή την Αντριούλα που πασχίζει να την προφυλάξει από τους κινδύνους που ελλοχεύουν και ζει με τον πατέρα της μια ζωή ανείπωτη, γεμάτη φρίκη και αίσχος.
Όταν θα μείνει μόνη της, έχοντας θάψει βαθιά μέσα της τον πόνο που έχει βιώσει, θα αφήσει τον κάμπο της Κωπαΐδας και τα πάτρια εδάφη και θα βρει λιμάνι στο Τσιρίγο. Αφήνει πίσω της την παλιά της ζωή και την ατιμασμένη της ψυχή και συστήνεται στον νέο τόπο, τα Κύθηρα, μουγκή.
Εκεί, απομονωμένη σε ένα σπίτι μακριά από τα άλλα, έχοντας νέα ταυτότητα που της την έδωσε ο τόπος, η Μάμουσα, θα ζήσει πολλά, άλλοτε ευχάριστα και άλλοτε δυσάρεστα, θα προσφέρει απλόχερα τις γνώσεις της και θα διεκδικήσει από τη ζωή το μερτικό που της ανήκει.
Η κυρά Μαγδαληνή η μαμή, η Ελέσσα και η δύσκολη γέννα της, ο θρασύδειλος και ξενομερίτης χωροφύλακας Γιάννος που τυγχάνει να είναι άντρας της Λενιώς, ο καλοκάγαθος παπά-Γιώργης, ο Στέλιος που διαθέτει μια ψυχή μάλαμα και ένα σακατεμένο άκρο και ο δύσμοιρος Χασού – Θοδωρής που τα λογικά του είναι γεμάτα μίσος, είναι οι άνθρωποι που σημάδεψαν τη ζωή της Μάμουσας ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Η ζωή της περιπλέκεται με τους ανθρώπους του τόπου, προσπαθεί να συνδράμει στις δυσκολίες εκείνων που την εμπιστεύονται και συνάμα φυλάγεται από τους πονηρούς και μισητούς, που σκοπό τους έχουν να την βλάψουν μια για πάντα.
…Ότι δε σου δίνεται, μόνος σου το παίρνεις…
Τα βότανα, το σακούλι με τα μυστικά που παραδίδεται σε χέρια αγαθά και τίμια, τα γιατρικά και τα αφεψήματα, μια άνανδρη πράξη για να κλείσουν στόματα, ένας παραλίγο βιασμός, η μοσχοβολιστή πίτα, η εκδρομή με το καμιόνι του μπάρμπα – Σταύρου, ο κηφήνας που παραμονεύει και απειλεί και η Νίτσα μια παλιά κάτοικος των Βουρλών Πειραιά, είναι οι δικές μου αναμνήσεις από το βιβλίο του Βασίλη Κασσάρα που με την όμορφη πένα του τις χρωματίζει με αγάπη, πόνο, θλίψη και χαμόγελα.
Ένα απαλό φιλί στα χείλη, η νεοφώτιστη Φωτεινή, οι κλωτσιές στην κοιλιά μιας εγκυμονούσας από ένα σιχαμερό και άνανδρο υποκείμενο, η Θεοπίστη ταγμένη στον Κύριο και η βαρύγδουπη το δίχως άλλο απόφαση της, τα χαιρετίσματα που ταξιδεύουν με τη θάλασσα στην Αυστραλία, μια βαριά πέτρα που πέφτει με φόρα και ο βιασμός ενός ανυποψίαστου κοριτσιού, εντείνουν την αγωνία του αναγνώστη και την τροφοδοτούν με έξαψη για τη συνέχεια της ιστορίας.
Από τα βιβλία που διαβάζω, επιλέγω μια φράση, για να την μοιραστώ μαζί σας. Από το βιβλίο του Βασίλη Κασσάρα, ένα μικρό βιογραφικό του οποίου θα βρείτε στο τέλος του άρθρου, επέλεξα την παρακάτω:
…θάλασσα είναι η ζωή και οι άνθρωποι καράβια που πάνε και έρχονται, μέχρι να βρουν λιμάνι…
Το λιμάνι της Μάμουσας, είναι γεμάτο φουρτούνες, κύματα και θαλασσοταραχές. Θα γίνει απάνεμο με τον καιρό και θα καταλαγιάσει την ορμή του. Τα κύματα θα κοπάσουν, οι φουρτούνες πρόσκαιρα θα ξεχαστούν και η ζωή της θα πάρει άλλη ρότα. Λέξη δε θα βγει από τα χείλη της, παρά μονάχα όταν αποφασίσει να κάνει ένα ταξίδι, πίσω στην Κωπαΐδα για να συναντήσει κάτι πολύτιμο που εκεί έχει αφήσει…
Ο Βασίλης Κασσάρας γεννήθηκε το 1974. Μεγάλωσε στη Λιβαδειά Βοιωτίας, ενώ πλέον ζει στην Αθήνα ελπίζοντας κάποτε να μετακομίσει μόνιμα στο νησί των Κυθήρων, όπου περνά τα καλοκαίρια του, εξασκώντας τα δύο πράγματα που από παιδί αγαπούσε: να κάνει όνειρα πλάθοντας δικούς του κόσμους και να τους ενσαρκώνει με τη μεταφορά τους στο χαρτί.
Σπούδασε δημοσιογραφία με εξειδίκευση στο διεθνές ρεπορτάζ και σεναριογραφία. Εργάστηκε τόσο στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο ως ρεπόρτερ, συντάκτης και εκφωνητής ειδήσεων, όσο και στον έντυπο τύπο ως αρθρογράφος, μέχρι που αποφάσισε να αλλάξει τις επαγγελματικές του επιλογές, προκειμένου να αποκτήσει «ζωή», και χρόνο, ώστε να φροντίσει περισσότερο το «παιδί μέσα του».
Έργο του ιδίου: «Μοίρες». Για ποιήματά του έχει λάβει τιμητική διάκριση από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΞΗ.
Περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο, θα βρείτε εδώ.
0 Σχόλια