
γράφει ο Πάνος Τουρλής
Η Γλυκερία Γκρέκου έγραψε είκοσι έξι διηγήματα μικρής έκτασης, από 4 έως 6 σελίδες το καθένα και μας ταξιδεύει στις επαρχιακές πόλεις από τη δεκαετία του 1940 ως τη μεταπολίτευση. Από τη Λάρισα στα Πιέρια, στη Θεσσαλονίκη, ακόμη και στην Αυστραλία, οι ήρωες της συλλογής είναι άνθρωποι που έχουν τα μάτια χαμηλά και κοιτάνε βαθιά μέσα τους ως τη στιγμή που θα βρουν τον τρόπο να αντικρίσουν κατάματα τη ζωή και τον εαυτό τους.
Ο Νάσος, της Κατίνας ο μοναχογιός, που ξετρελάθηκε με τη Βάγια που ήρθε στο χωριό του να μάθει στα κορίτσια αργαλειό, διαλύει τον αρραβώνα του με την Ελένη και φεύγει για Αυστραλία. Χρόνια μετά, θα επιστρέψει «κουβαλώντας έναν γέρο στο κορμί του», με ένα βλέμμα «που κοιτούσε λες και δεν έβλεπε τίποτα». Μια γερασμένη και αναμαλλιασμένη γυναίκα γίνεται περίγελως των παιδιών της γειτονιάς που δεν ξέρουν την τραγική της ιστορία. Η μυστηριώδης Λούνα αλλάζει τη ζωή ενός συνταξιούχου γιατρού. Ένα παιδί που βαριέται το διάβασμα πιάνει δουλειά ως γκαρσόνι στο καφενείο της πλατείας κι ένα μυστικό θα τον συγκλονίσει. Ένας εκβιασμός θα φέρει τον φόβο στα χαμηλωμένα βλέμματα.Μια παντρεμένη γυναίκα γλυκαίνεται από τον πραματευτή που της φέρνει πεσκέσια κάθε Σάββατο αλλά όταν υποκύψει στον πειρασμό θα τιμωρηθεί σκληρά. Ένα κοριτσάκι πέφτει από μια μηλιά και μεγαλώνει κουτσαίνοντας ως εκείνη τη μέρα που μπήκε φωτιά σε κοντινό μαντρί. Ένα προξενιό δε θα πάει καλά και θα ξεσηκώσει λάθος νύφη. Ο «Καζαμίας» θα φέρει κοντά δυο ετερόκλητους ανθρώπους και θα τους ενώσει για πάντα. Δάκρυσα με το «Κλέφτες κι αστυνόμοι», χαμογέλασα με τη «Λούνα», με εντυπωσίασε ο «Μάρσιπος» με την υπέροχη ιστορία του που δόθηκε λιτά και τόσο παραστατικά στον περιορισμένο χώρο των λίγων σελίδων. Αυτές είναι μερικές μόνο από τις ιστορίες που μας χαρίζει η συγγραφέας και μου γέννησαν ποικίλα συναισθήματα.
Με εναλλάξ πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, με άντρες και γυναίκες για ήρωες, με γλώσσα δουλεμένη και λεξιλόγιο πλούσιο, με ωραίες παρομοιώσεις και μεταφορές («αργυροδίνης Πηνειός», «μάτια πλάνα, κορμί για παρασυρμό»), με δυνατές εικόνες και ποικίλη θεματολογία ξεδιπλώνονται μικρά σε έκταση κείμενα που έχουν όλα ως κεντρική ιδέα το βλέμμα που χαμήλωσε από διάφορους λόγους και αιτίες. Μέσα από αυτά τα μικρά φωτογραφικά στιγμιότυπα ζωντανεύει η ζωή στο χωριό κυρίως, οι δυσκολίες, ο αγώνας επιβίωσης. Σε κάθε ιστορία γνωρίζουμε και κάτι διαφορετικό, το μίσθωμα του μοναδικού αγοραίου, το λιομάζεμα, ο μανάβης με το αμάξι μια φορά την εβδομάδα, τα πανηγύρια, τα κάλαντα με τα παραδοσιακά κεράσματα, η ηθική και η τιμή της γυναίκας, μουλινέδες DMC και κασετόφωνα, τα κουτσομπολιά κι όλα αυτά σε εποχές και κοινωνίες όπου νόμος είναι ο λόγος του πατέρα και του συζύγου ενώ οι γυναίκες να αναγκάζονται να δουλεύουν αφήνοντας πίσω τους τα γράμματα. Όλα αυτά συγκροτούν όχι μόνο αξιόλογα διηγήματα με ενδιαφέρουσες ιστορίες αλλά πραγματικά ηθογραφήματα μιας εποχής κι ενός τόπου μακρινών αλλά όχι ξεχασμένων.
«Μάτια χαμηλά» και άνθρωποι που ξεσηκώνονται σε συγκεκριμένες στιγμές, παρακινημένοι από αναπάντεχες εξελίξεις που τους φέρνουν αντιμέτωπους με τις δικές τους, πραγματικές επιθυμίες και ανάγκες. Μια καλογραμμένη και ποικιλόμορφη συλλογή διηγημάτων όπου ξεδιπλώνονται η πάλη του έρωτα με την προδοσία, το χιονισμένο βουνό με τις σκληρές μα και τρυφερές αναμνήσεις, η ζωοφιλία, η μητρότητα, η κακοποίηση, ο χλευασμός σε λειψούς στο μυαλό κι αθώους ανθρώπους, οι εξορίες και η «καλοπέραση» των κομμουνιστών, η μετανάστευση, η ψυχική νόσος και πολλά άλλα. «Μάτια χαμηλά», γραφή υψηλή.
0 Σχόλια