Μέντιουμ, μεσάζοντες, μάγισσες στην λογοτεχνία

γράφει η Βάλια Καραμάνου

Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, δεν λείπουν οι περιπτώσεις ανθρώπων που υποτίθεται πως λειτουργούν ως μεσάζοντες ανάμεσα στον πραγματικό κόσμο και σε εκείνο τον αόρατο, των πνευμάτων. Μάλιστα, συχνά γίνεται μνεία στο ιδιαίτερο χάρισμα της προφητείας, που μερικές φορές θεωρείται κληρονομικό και κάποιοι δεν δίσταζαν να το εκμεταλλευτούν οικονομικά. Οι άνθρωποι άλλωστε, ακόμα και οι ορθολογιστές, σε καταστάσεις ακραίας απόγνωσης στρέφονταν ενίοτε προς την βοήθειά τους. Οι μάντεις ανέκαθεν υπήρξαν ιδιαίτερες προσωπικότητες, που συχνά προκαλούσαν τον φόβο, τον σεβασμό, το δέος, ακόμα και την δίωξη, ή τον περίγελω. Απατεώνες ή γητευτές, χαρισματικοί ή εκκεντρικοί, άνθρωποι στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, οι «προφήτες» κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην λογοτεχνία.

Ενδεικτικά αναφέρω παραδείγματα της νέας ελληνικής λογοτεχνίας:

  • «Η Περσεφόνη και μια άλλη ιστορία» (από την συλλογή διηγημάτων «Περσινή Αρραβωνιαστικιά» της Ζυράννας Ζατέλη): Η Περσεφόνη, προγιαγιά της συγγραφέως που ξεπέρασε τα εκατό χρόνια ζωής, ασκούσε ανέκαθεν μεγάλη επιρροή πάνω της, αλλά και στον περίγυρό της. Επιβλητική, γεμάτη ισχύ και μυστήριο, αλλά και αγάπη για τους οικείους της, προκαλεί δέος («Γιαγιά, νιώθω σαν να σε ονειρεύομαι» της λέει γεμάτη θαυμασμό η μικρή εγγονή της). Ωστόσο, ο θαυμασμός αυτός οφείλεται και στο εγγενές χάρισμά της να προβλέπει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει. Έτσι, δήλωνε με σιγουριά πως θα ζήσει κάποιος ετοιμοθάνατος και πράγματι εκείνος ανάρρωνε ανέλπιστα. Συνέβη ωστόσο και το αντίθετο: όταν είδε από μακριά τον νεαρό Νέστορα να περνά στον δρόμο, τον έδειξε στην μικρή και δήλωσε ρητά: «Τον είδες; δεν θα ξαναπεράσει». Κανείς δεν θέλησε να δεχτεί μια τόσο ζοφερή προφητεία. Λίγες μέρες αργότερα όμως σε μια απρόσμενη ισχυρή καταιγίδα, ένας κεραυνός θα κάψει ζωντανό τον Νέστορα σκοτώνοντάς τον ακαριαία στα είκοσι τρία του μόλις χρόνια.
  • «Το μέντιουμ» (από την συλλογή διηγημάτων «Η μόνη κληρονομιά» του Γιώργου Ιωάννου): Μετά τον πόλεμο του ’40, πολλοί στρατιώτες δεν είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους και οι δικοί τους δεν έπαψαν να τους αναζητούν με αγωνία. Χρησιμοποίησαν κάθε μέσο, ρώτησαν όσους μπορούσαν, στράφηκαν προς την εκκλησία εκλιπαρώντας για ένα θαύμα και -όταν τίποτα από όλα αυτά δεν τελεσφόρησε- κατέφυγαν προς την ύστατη επιλογή: τον αποκρυφισμό. Μάλιστα, στην συγκεκριμένη περίπτωση οι «επαγγελματίες» του είδους λέγοντας γενικότητες και αοριστίες διατηρούσαν ζωντανή την ελπίδα της επιστροφής του νεαρού στρατιώτη, αν και ενδόμυχα όλοι αισθάνονταν πως μάλλον ήταν νεκρός: «Ο καιρός περνούσε, τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν κάπως καλύτερα, μα ο καημός του παιδιού ολοένα και τους κυρίευε. Δεν εννοούσαν να το αποφασίσουν. Άλλωστε, φήμες και διαδόσεις, μηνύματα που κατάφθαναν ξαφνικά από ανθρώπους που τους είχαν όλοι για χαμένους, φούντωναν κάθε τόσο τις ελπίδες τους…Πρώτα το ‘ριξαν στα αγιωτικά. Έκαμναν παρακλήσεις, ευχέλαια, ακόμα και λειτουργίες σε ξωκλήσια. Έφερναν απ’ το χωριό κάτι αφράτα και μοσκοβολιστά πρόσφορα, που τα έκλαιγε η καρδιά μας, και τα πήγαιναν στην Παναγία Δεξιά, μη παραλείποντας να ρίχνουν στο ειδικό κουτί της εκκλησίας ένα χαρτάκι με το ίδιο πάντα αίτημα: «Παναγία μου, να γυρίσει γρήγορα και γερό το παιδί μας». Σιγά σιγά, χωρίς ν’ αφήσουν τ’ αγιωτικά, ξανοίχτηκαν στις χαρτούδες και τις φλυτζανούδες. Κάθε φορά που κατέβαιναν, πήγαιναν τουλάχιστο σε μιά απ’ αυτές. Οι μαγίστρες απ’ τα πολλά που τους έλεγαν πετούσαν ποτέ ποτέ και κάτι το πετυχημένο, οπότε η καρδιά των δικών μας αναγάλλιαζε απ’ την ελπίδα πως θα μάθουν.»
  • «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γεώργιου Βιζυηνού: Η μικρή Αννιώ, η αγαπημένη κόρη της μητέρας του Βιζυηνού, έχει την ίδια μοίρα με τα κορίτσια της οικογένειας: χλωμή, σχεδόν κλινήρης αλλά πάντα γλυκιά με μια λάμψη αγγελική (δείγμα πως παραπαίει ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών). Όσο δε η μητέρα προσπαθεί, παραγκωνίζοντας διαρκώς τους γιους της σε δεύτερη μοίρα, προκειμένου να την κρατήσει στην ζωή τόσο αυτή φαίνεται να της ξεγλιστράει από τα χέρια. Ωστόσο, εκείνη δεν το βάζει κάτω επιστρατεύοντας θεούς και δαίμονες στην απέλπιδα προσπάθειά της να την κρατήσει ζωντανή: «Η μήτηρ μου ήτο μάλλον ευλαβής παρά δεισιδαίμων. Κατ’ αρχάς απετροπιάζετο τας τοιαύτας διαγνώσεις, και ηρνείτο να εφαρμόση τας προτεινομένας γοητείας, φοβουμένη μη αμαρτήση. Άλλως τε ο ιερεύς ανέγνωσεν ήδη επί της ασθενούς τους εξορκισμούς του κακού, διά παν ενδεχόμενον. Αλλά μετ’ ολίγον μετέβαλε γνώμην. Η κατάστασις της ασθενούς εδεινούτο. Η μητρική στοργή ενίκησε τον φόβον της αμαρτίας. Η θρησκεία έπρεπε να συμβιβασθή με την δεισιδαιμονίαν. Πλησίον εις τον σταυρόν, επί του στήθους της Αννιώς, εκρέμασεν εν χαμαγλί, με μυστηριώδεις αραβικάς λέξεις .Τα αγιάσματα διεδέχθησαν αι γοητείαι, και μετά τα ευχολόγια των ιερέων ήλθον τα σαλαβάτια των μαγισσών. Αλλ’ όλα παρήρχοντο εις μάτην.»
  • «Το Φάντασμα» του Γρηγόριου Ξενόπουλου: Όταν η Ελένη Ματαράγκα προδίδει τον αγαπημένο της Κωνσταντή και παντρεύεται έναν άλλον, εκείνος πεθαίνει και έρχεται κάθε βράδυ στο κρεβάτι της για να την στοιχειώσει. Κυριευμένη από τρόμο και απόγνωση απευθύνεται στην Μάισσα, την άλλοτε Μαρία, που ζει πια σε μια απομονωμένη καλύβα στο βουνό στην απόλυτη ανέχεια. Η ίδια δεν φεύγει ποτέ από εκεί, αλλά συρροή κόσμου από κάθε κοινωνική τάξη την επισκέπτεται για να ζητήσει την βοήθειά της. Έτσι κάνει και η Ελένη, που έντρομη αφηγείται κατόπιν στην μητέρα της την ανίερη τελετή της Μάισσας, κατά την διάρκεια της οποίας «Ο Οξαποδώς έκανε μεγάλο κακό… τι φωνές; Τι στριγγλιάσματα; Τι βροντές; Τι πετριές; Να, τέτοιες αγκωνάρες πέφτανε από τον καταρράχτη . Κι ένας μπουχός που σκοτείδιασε όλο το Κατώι…» . Η Ελένη περιγράφει γλαφυρά την διαδικασία ως εξής: «Κι έκανε ολοένα τα μαγικά της. Στοχάζομαι πως έδενε τον Οξαποδώ, τον εστεύνευε μ’ αυτά και του αφέντη δεν του άρεσε. Γι’ αυτό έκανε εκείνο το κακό. Μου’ κοψε μια τούφα απ’ τα μαλλιά μου, κι άλλα τα’ καψε με ξόρκια στο πήλινο θυμιατήρι, άλλα τα’βαλε μέσα σε μια κούπα με στουπί. Έπειτα επήρε ένα τηγάνι με νερό, έβαλε φωτιά με την τσακμακόπετρα και το θειαφοκέρι στο στουπί κι αναποδογύρισε την κούπα στο τηγάνι. Κι είδες, μάτια μου, το νερό ν’ ανεβεί στην κούπα και να σβήσει το στουπί με μια ορμή , με μια μάνητα, που λες και ήταν ζωντανό. «Έτσι θα σβήσει και το κακό το δικό σου!» μου κάνει η μάισσα. Κι όλο ξόρκια, όλο ξόρκια….Κάτι λόγια παράξενα που δεν τ’ άκουσα ποτές μου. Θα πας εκεί, που είπε, θα κάνεις τούτο και τούτο. Ε, τότες πέσανε και τ’ αγκωνάρια. Κι εγώ, όπου φύγει, φύγει!» Ακολουθώντας ωστόσο της οδηγίες εκταφής του νεκρού και παλουκώματός του, η Ελένη κατάφερε τελικά να ελευθερωθεί από το φάντασμα που την στοίχειωνε.
  • «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» Της Ζυράννας Ζατέλη: Όταν η μικρή Ιουλία από υγιές κορίτσι μετατρέπεται σε ετοιμοθάνατο πλάσμα χωρίς καμιά ελπίδα ίασης, πέρα από τις θεϊκές επικλήσεις και τις μαγείες, οι δικοί της άνθρωποι θα καταφύγουν σε μια αυτοσχέδια τελετή ως ερασιτέχνες μεσάζοντες (μέντιουμ) προκειμένου να την σώσουν. Καθώς λοιπόν, η μικρή διαρκώς ψελλίζει την παράξενη συλλαβή «κου», που τελικά είναι η γενική «του λύκου», ζητά επίμονα να δει «τους λαγούς». Τυλιγμένη σε κουβέρτες, πάνω σ’ ένα στρώμα μεταφέρεται έξω στην φύση (σ’ έναν ζοφερό κόσμο) για να διαπιστωθεί πως η Ιουλία εννοούσε τους «λύκους» αντί για τους λαγούς. Και να, μια οικογένεια τριών λύκων, ξαφνικά αναδύεται πίσω από τους θάμνους μπροστά στα μάτια τους ως αλλόκοτος και σκοτεινός οιωνός! Πράγματι, λίγες μέρες αργότερα μετά την απεγνωσμένη και άλογη εξόρμηση στην εξοχή, η μικρή ξεψυχά αιφνίδια, ενώ σε μια αναλαμπή της ανταποκρίνεται στο άκουσμα ενός πλανόδιου παλιατζή (συμβολική μορφή προοικονομίας του θανάτου).
  • «Οι μάγισσες» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Πρόκειται για ένα διήγημα που ως κεντρικό θέμα έχει την αυτοκτονία της Μυρμήγκαινας με δηλητήριο, μια και κατηγορήθηκε ως μάγισσα από τον γέρο Παρθένη. Η διήγηση του τελευταίου εγκιβωτίζεται στο διήγημα και μας δίνει μια γλαφυρή εικόνα από μια νυχτερινή του περιπλάνηση που τον άφησε άφωνο με μια αναπάντεχη ανακάλυψη: «Σελήνη ήτον, μεσάνυκτα. Ο γερο-Παρθένης είχεν οικίσκον εις μίαν άκρην της πολίχνης, και δίπλα εις τον οικίσκον ήτον ένα χάλασμα ή κατάλυμα, και παρέκει ένα πηγάδι, και δυο αλυγαριές, κι ένας απήγανος, και δύο άλλα δένδρα. Ο γέρων είχε κοιμηθεί ενωρίς, όπως εκοιμώντο τότε οι άνθρωποι, και είχε χορτάσει τον ύπνον. Εσηκώθη, εφόρεσεν ένα ρούχο, διότι δροσιά και Μάιος ήτον, κι εβγήκεν έξω από το καλύβι του. Η νύχτα όλη, ολοφέγγαρο, νύχτα βαθιά. Εκοιμάτο όλη η πλάσις, γυαλισμένη από το φεγγάρι, καθώς η Νεράιδα οπού πλαγιάζει και καθρεφτίζεται στην βρύσιν, βαθιά στα ρέματα. Γλύκα και δροσιά κι ευωδία, ήχος μυστικός έβγαινεν απ’ τα βουνά, απ’ τους λόγγους, απ’ τους κήπους τριγύρω. Ο γερο-Παρθένης εστάθη κι εκοίταξε κι επόθει κάτι ν’ αγροικήσει, κάτι ν’ απολαύσει απ’ όλην αυτήν την γλύκα. Αλλά δεν ησθάνετο πλέον βαθιά. Μόνον που εθαύμαζε να βλέπει. Μόνον μίαν στιγμήν εστάθη, είτα έκαμε δύο βήματα κατά το ερείπιον, το κατάλυμα εκείνο, το οποίον ευρίσκετο αριστερά, βορειότερα από την ιδίαν καλύβην του. Το κατάλυμα είχε δύο τοίχους ορθίους ακόμη, ήτον υπαίθριον και ανώροφον, είχε τρίτον τοίχον μισόν, και ο τέταρτος έλειπεν εξ ολοκλήρου. Παρέκαμψε τον τοίχον τον μεσημβρινόν, τον ακέραιον, και διευθύνθη προς το μέρος του τοίχου του βορεινού, του εντελώς πεσμένου. Όταν έφτασεν έξωθεν του τοίχου του ανατολικού, ο οποίος εσώζετο κατά το ήμισυ, έξαφνα του εφάνη ότι ήκουσε μικρόν ψίθυρον, κάτι ως πνοήν. Εστάθη κι εκοίταξε. Βλέπει δια μέσου και όπισθεν του τοίχου τούτου, ο οποίος εις το υψηλότερον μέρος ήταν υπέρ το ανάστημα, εις δε το μεσαίον μέρος έφθανεν έως το στόμα και τον πώγωνα του γερο-Παρθένη, βλέπει, από μέσα από τον τοίχον, και ίσταντο τρία πρόσωπα. Ήσαν γυναίκες, τρεις γυναίκες γυμναί, ολόγυμνοι. Όμοιαι με την προμήτορα Εύαν, καθ΄ όν χρόνον δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ακόμα τα φύλλα της συκής, και δεν είχον ραφεί οι δερμάτινοι χιτώνες. Εις την σκιάν του ερειπίου, υπό τον πέπλον της νυκτός, τον περιαργυρούμενον και διατμιζόμενον από το φέγγος της σελήνης. Ισταντο εκεί, κι έκυπτεν η μία κάτω εις το έδαφος, σχεδόν γονυκλινής, η άλλη μισοσκυμμένη, η τρίτη ορθία ακόμη. Ευρίσκοντο ως εις μυστήριον εκεί. Δεν ήσαν φαντάσματα. Ήσαν ολόσωμοι. Δεν ήσαν γυμναί σαρκός και οστέων, διαφανή «περιπνεύματα», όπως ήσαν γυμναί ενδυμάτων. Τι ήθελαν; Τι εμελέτων, τι επικαλούντο άρα από την ωχράν Εκάτην, την μητέρα των, την πλέουσαν υψηλά εις τον αιθέρα, αι τρεις αύται άπεπλοι, αναμφίεστοι ιέρειαι; Ποίας έλεγον επωδάς; Ικέτευον την υπέρπλωον, την υπέρωνον αργυράν Σελήνη, με τας μαύρας κηλίδας επάνω της, με τον Κάιν τον αδελφοκτόνον, πλακωμένον την κεφαλήν από πελώριον βράχον, την ικέτευον και την εξελιπάρουν, αυτήν, ήτις τόσον υψηλά βαίνει και τόσον χαμηλά βλέπει, να ευδοκήσει, να κατέλθει χαμηλότερα, να συγκαταβεί εις την αδυναμίαν των, ν’ ακούσει τας επωδάς των, να εκπληρώσει τας ευχάς των.Η μία απλώς επεθύμει να λύσει την μαγείαν που της είχαν κάμει. Εις τον γάμον της, την ώρα της αλλαγής των δακτυλίων, της είχαν «ρίξει τα κορίτσια». Εγέννα διαρκώς θήλεα. Πέντε της είχαν γεννηθεί έως τώρα, κι οι γριές, που γνωρίζουν απ’ αυτά, έλεγαν ότι εννέα έμελλε να γεννήσει το όλον. Η άλλη ήθελε να βλάψει μίαν εχθράν της, μίαν που εμελέτα κακά δι’ αυτήν, και την απειλούσε, με τα μάγια, να την εξολοθρεύσει, αυτήν και τον άνδρα της, και τα παιδιά της. Απεφάσισε κι αυτή να διδαχθεί τας μαγικάς τέχνας δια ν’ αποδώσει τα ίσα. Η μαγεία δια της μαγείας λύνεται.Η τρίτη, ω! δεν ήθελε να είπει τι επεθύμει. Ίσως είχε μνηστήρα, ή εραστήν, όστις δυνατόν να ήτο και μνηστήρ, πιθανόν να εγίνετο και σύζυγος, πλην φευ! δεν την ηγάπα πλέον, εκοίταζε αλλού, του είχαν χαλάσει τα μυαλά άλλαι γυναίκες. Κι αυτή επροσπάθει να κατασκευάσει φίλτρα υπό το φέγγος το μελιχρόν, τη βοηθεία της ευμενούς Εκάτης, δια να του γυρίσει τα μυαλά προς το μέρος της. «Αι δε μη φιλεί, ταχέως φιλάσει». Ψάλλε, γλυκεία Σαπφώ, παρηγόρει τας ομοφύλους σου. Και έκυπτον όλαι, κι εμελέτων, κι εψιθύριζον, κι έμελπον με πραείαν φωνήν τας επικλήσεις και τας επωδάς των, εις μυστηριώδη γλώσσαν την οποίαν ουδείς ποιητής δύναται να ερμηνεύσει και ουδείς μουσικός δύναται να σημαδογραφήσει. Ιλεως, ίλεως γενού αυταίς, καλή Εκάτη! ίλεως την νύκτα ταύτην, αλλ’εν τη ημέρα της Κρίσεως;»

 Υπάρχουν τελικά μέντιουμ, μεσάζοντες που μπορούν να μας παρηγορήσουν, να μας σώσουν, να μας ανακουφίσουν; Η λογική μας πάντα θα γνέφει αρνητικά κι εμείς πάντα θα ζητάμε βοήθεια από τα πιο απίστευτα μέρη. Για τον λόγο αυτό, υπήρχαν, υπάρχουν ακόμα αυτές οι μορφές, περιθωριοποιημένες ή μη, που- αν μη τι άλλο- έχουν σκιαγραφηθεί ως άκρως ενδιαφέροντες λογοτεχνικοί ήρωες και έχουν να προσθέσουν κάτι από την γοητεία τους σε κάθε ιστορία.

 

 «Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.

 Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.

 Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.

 Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα».

 

 Fata Morgana, Νίκος Καββαδίας

Ακολουθήστε μας

Όταν ο θεσμός της εκπαίδευσης εναντιώνεται στη μάθηση και τη μόρφωση: εξερευνώντας τη μάθηση εκτός σχολείου υπό τις θεωρίες των Ivan Illich και John Holt

Όταν ο θεσμός της εκπαίδευσης εναντιώνεται στη μάθηση και τη μόρφωση: εξερευνώντας τη μάθηση εκτός σχολείου υπό τις θεωρίες των Ivan Illich και John Holt

  γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης   Όταν ο θεσμός της εκπαίδευσης εναντιώνεται στη μάθηση και τη μόρφωση: εξερευνώντας τη μάθηση εκτός σχολείου υπό τις θεωρίες των Ivan Illich και John Holt       Εισαγωγή Αυτό το κείμενο στοχεύει στο να συμβάλει στην κάλυψη ενός...

Ενός Πάρτυ… ιστορικές αποτυπώσεις

Ενός Πάρτυ… ιστορικές αποτυπώσεις

γράφει η Παναγιώτα Μπαϊράμη Η, συμβατικά οριζόμενη ως δεύτερη φάση της μεταπολίτευσης, δεκαετία του ΄80, που οφείλει τη φυσιογνωμία της στην πρωτόγνωρη της εποχής μεταβατικότητα, αποπειράται να συνθέσει κοινωνικές ταυτότητες συμπλέκοντας -καινοφανώς για τα ελληνικά...

Πολιτισμικό θέαμα και ελληνική ταυτότητα

Πολιτισμικό θέαμα και ελληνική ταυτότητα

γράφει η Παναγιώτα Μπαϊράμη Οι σύγχρονες πολιτικές μεταβολές αντανακλώνται αναπόφευκτα στον αξιακό κοινωνικό κώδικα. Η νεοπαγής κουλτούρα –καταναλωτική και ατομικιστική- πλάθεται μέσω του καταλυτικού ρόλου του τύπου -ειδικά της τηλεόρασης- στη βάση ενός σύγχρονου...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

ΑρθρογραφίαΕκπαίδευση
Όταν ο θεσμός της εκπαίδευσης εναντιώνεται στη μάθηση και τη μόρφωση: εξερευνώντας τη μάθηση εκτός σχολείου υπό τις θεωρίες των Ivan Illich και John Holt

Όταν ο θεσμός της εκπαίδευσης εναντιώνεται στη μάθηση και τη μόρφωση: εξερευνώντας τη μάθηση εκτός σχολείου υπό τις θεωρίες των Ivan Illich και John Holt

Μιχάλης Κατσιγιάννης

Αρθρογραφία
Γράψε – σβήσε

Γράψε – σβήσε

Με μολύβι, μου έλεγαν, γράφε! Αν κάνεις έτσι το παραμικρό λάθος, με τη σβήστρα σου μπορείς και να το σβήσεις, χωρίς κανείς να καταλάβει το λάθος σου αυτό. Και έτσι, από μικρή αγάπησα το στυλό.  Φρόντιζα κι έπαιρνα στυλό σε όλα τα χρώματα. Στυλό σε κλασσικό και...

ΑρθρογραφίαΕκπαίδευση
Όταν ο θεσμός της εκπαίδευσης εναντιώνεται στη μάθηση και τη μόρφωση: εξερευνώντας τη μάθηση εκτός σχολείου υπό τις θεωρίες των Ivan Illich και John Holt

Όταν ο θεσμός της εκπαίδευσης εναντιώνεται στη μάθηση και τη μόρφωση: εξερευνώντας τη μάθηση εκτός σχολείου υπό τις θεωρίες των Ivan Illich και John Holt

  γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης   Όταν ο θεσμός της εκπαίδευσης εναντιώνεται στη μάθηση και τη μόρφωση: εξερευνώντας τη μάθηση εκτός σχολείου υπό τις θεωρίες των Ivan Illich και John Holt       Εισαγωγή Αυτό το κείμενο στοχεύει στο να συμβάλει στην κάλυψη ενός...

ΑρθρογραφίαΕκπαίδευση
Η θέση και ο ρόλος της λογοτεχνίας στο πλαίσιο της προσχολικής εκπαίδευσης: σχόλια για μία τοξική σχέση

Η θέση και ο ρόλος της λογοτεχνίας στο πλαίσιο της προσχολικής εκπαίδευσης: σχόλια για μία τοξική σχέση

  γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης   Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης παρατηρείται το ίδιο παιδαγωγικό μοτίβο – τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο και σε επίπεδο πράξης – ως προς την αντίληψη για την αισθητική καλλιέργεια και ευαισθητοποίηση και...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου