Νίκησες κι εγώ πεθαίνω.
Ήμουν η ύπαρξη σου και
θανατώνοντας με… δες το
σ΄ αυτή την εικόνα, που
είναι η δική σου εικόνα,
πόσο ολοκληρωτικά
σκότωσες τον εαυτό σου’’.
Edgar Allan Poe
-Καφέ ή κάτι πιο δυνατό; Τζιν, ας πούμε.
-Καφέ, ευχαριστώ. Είναι ακόμα νωρίς για να πιω.
-Λοιπόν; Σε τι θα μπορούσα να σας βοηθήσω;
-Να με βοηθήσεις; Ήρθα να σε γνωρίσω. Μου ‘χει μιλήσει για σένα… Ξέρω επίσης ότι εδώ και αρκετό καιρό αρνείσαι να την δεις. Αρνείσαι να της μιλήσεις.
-Αλήθεια είναι. Αλλά σε τι θα σας είναι χρήσιμο να το ξέρετε;
-Μ΄ αρέσει να μαθαίνω για το παρελθόν κάποιων προσώπων. Πέστο νοσηρότητα αν θέλεις.
-Είναι νοσηρότητα. Αλλά σας καταλαβαίνω. Κι εγώ κάποτε είχα τέτοιου είδους νοσηρότητα. Το αστείο είναι ότι εγώ ρωτούσα την ίδια. Μου τα ‘λεγε χαρτί και καλαμάρι κι υπέφερα.
-Τη μισείς;
-Τώρα την έχω συγχωρήσει. Πριν λίγο καιρό την κατηγορούσα. Όχι στους άλλους, φυσικά. Στον εαυτό μου… Αλλά αργότερα ανακάλυψα πως υπάρχει μια σκληρότητα όταν συγχωρείς αυτόν που σε πλήγωσε. Κατά κάποιο τρόπο παρατείνεις το αίσθημα της ενοχής του.
-Δεν καταλαβαίνω.
-Είναι γιατί ίσως ποτέ δεν πονέσατε αρκετά για να καταλάβετε ή για να συγχωρήσετε. Αμφιβάλλω, άλλωστε, αν κι αυτή καταλαβαίνει.
-Ήσασταν όμως αρκετό καιρό μαζί.
-Όπως το δει κανείς. Δε λέω, περάσαμε αρκετούς μήνες μαζί. Τη γνώρισα πέρσι το καλοκαίρι. Αλήθεια πιστεύετε στον κεραυνοβόλο έρωτα;
-Μια δεύτερη ματιά βλάπτει.
-Συμφωνώ. Αλλά, πιστέψτε με, εδώ πρόκειται για μια εξαίρεση… Πολλές φόρες από τότε προσπάθησα να καταλάβω τι της βρήκα. Ομολογώ ότι δεν τα κατάφερα, αν και τόσους μήνες πέρασαν διάφορα από το μυαλό μου. Ήμασταν τόσο διαφορετικοί. Ξέρετε όταν τη γνώρισα έδειχνε τόσο ευάλωτη κι απροστάτευτη. Μπορεί αυτό να ήταν τελικά, αλλά δεν ήταν. Ξέρει πολύ καλά να επιβιώνει. Αυτά συνιστούσαν μόνο μια βιτρίνα. Ήταν ένα εξαιρετικό δόλωμα και μάλιστα για κάποιον αρκετά μεγαλύτερο της όπως εγώ.
-Και μετά;
-Μετά συνέβησαν τα γνωστά. Ανήκω στις κλασικές περιπτώσεις. Κάναμε ταξίδια. Της έκανα όλα τα χατίρια. Είχα αρχίσει να κόβω και να ράβω τη ζωή μου στα μέτρα της.
-Κι αυτή;
-Αυτή… αυτή κοιμόταν μ΄ όποιον έβρισκε μπροστά της. Το κάνει ακόμα; Sorry. Ίσως παρασύρομαι και υπερβάλλω λίγο, αλλά η γενική εικόνα δεν νομίζω ότι μπορεί να αλλάξει…
-Την θεωρείς… να το πω… πόρνη;
-Δεν θα το ‘λεγα έτσι. Εγώ θα έλεγα: εταίρα. Της αρέσει να παίζει το ρόλο που οι άνδρες προσδοκούν απ’ αυτήν. Άλλες φόρες βουλιάζει στον κλασικό στρόβιλο μιας ακόλαστης ζωής –χωρίς όμως να αναλαμβάνει τις ευθύνες της– κι άλλες φόρες εμφανίζει μια ικανότητα υπερβάσης, επιδεικνύοντας μιαν ανωτερότητα εμποτισμένη με κάποια βαθιά αισθήματα και αξίες, που δεν νομίζω όμως ότι πολυκαταλαβαίνει ή νοιάζεται γι’ αυτά. Είναι κομμάτι του παιχνιδιού επιβίωσης. Το κυριότερο όμως είναι πως γνωρίζει ότι οι άνδρες την βλέπουν σαν αντικείμενο, αλλά της είναι αδύνατο να σκεφτεί πως η μοίρα της την προορίζει για κάτι άλλο από το να διακοσμεί τα καρνέ τους.
-Υπονοείς ότι ποτέ δεν σ΄ αγάπησε;
-Αυτό το ξέρω. Μου το ‘πε άλλωστε αρκετές φορές.
-Μα δεν είναι δυνατόν. Κάτι θα την συγκίνησε σε σένα.
-Σίγουρα κάτι την συγκινούσε. Τουλάχιστον τον πρώτο καιρό που ήμασταν μαζί. Ήταν η καλύτερη περίοδος που περάσαμε. Νομίζω πως την συγκινούσε το γεγονός ότι ένιωθε κατά κάποιο τρόπο αναγνωρισμένη. Ήμουν ο πρώτος που της έδειξε εκτίμηση γιατί πίστευα ότι είναι κάτι καλύτερο απ’ αυτό που η ιδία νόμιζε ότι είναι. Ξέρετε, αγαπά την αναγνώριση. Γι’ αυτό και νιώθει να υπάρχει μονό στα βλέμματα των άλλων. Κι είναι τόσο μεγάλη η λαχτάρα της για αναγνώριση ώστε δεν θέλει να παραδεχτεί ότι πολλοί από τους εραστές της, χαμογελούν ειρωνικά πίσω από την πλάτη της….. Κι ενώ αποζητά μια ανταπόκριση, οι άνδρες της χαρίζουν μόνο τα βράδια που δεν μπορούν να περάσουν μ΄ άλλες γυναίκες. Η ακόρεστη διψά της για αναγνώριση είναι που καταστρέφει το πάθος που κάποιοι μπορεί να νιώσουν γι’ αυτήν…
-Δηλαδή… τη λυπάσαι;
-Κάθε άλλο. Δεν μπορώ να την λυπηθώ. Κι ούτε έχω τέτοιο δικαίωμα. Άλλωστε την έχω αγαπήσει.
-Σου λείπει;
-Ναι, μου λείπει. Με τον ίδιο τρόπο που κάποτε μου έλειπε και η μορφίνη. Ήξερα ότι μου κάνει κακό κι έπρεπε να την σταματήσω.
-Μα, απ’ ότι ξέρω, αυτή ήταν που έδωσε τέλος στη σχέση σας.
-Κατά μια έννοια, ναι. Κατά μια άλλη όμως, όχι. Στην πραγματικότητα η σχέση αυτή ήταν ανέφικτη. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι ήταν ερωτευμένη μαζί μου όπως εγώ μαζί της, μιλάμε για συναισθήματα χωρίς κάτι κοινό. Για συναισθήματα ασύμβατα μεταξύ τους. Αυτό, λοιπόν, που συνέβη ήταν να τελειώσει κάτι που από την αρχή το ξέραμε αμφότεροι ότι θα τέλειωνε. Ο καθένας με τον τρόπο του.
-Τη ζηλεύεις;
-Ζηλεύω που δεν είναι μαζί μου ή πιο σωστά, που δεν μπορεί να είναι μαζί μου. Αλλά δεν τη ζηλεύω. Γιατί τελικά δεν είναι με κανένα. Και δεν είναι με κανένα γιατί θέλει να είναι με όλους… Χαμογελάτε; Νομίζετε ότι λέω ακόμα μια κακία. Ε, λοιπόν όχι. Γιατί ούτε με σας είναι. Το μονό που καταφέρατε είναι να προσθέσετε ακόμα μια γυναίκα στο καρνέ με τις ερωτικές επιτυχίες σας. Αν και, μεταξύ μας, στην πραγματικότητα ούτε αυτό έχει συμβεί. Εσείς προστεθήκατε στο δικό της καρνέ. Και ξέρετε γιατί; Γιατί είναι ανίκανη ν΄ αγαπήσει και να αφοσιωθεί σ΄ αυτό που αγάπησε.
-Φαίνεται να ‘χεις πληγωθεί πολύ. Δεν σου πέρασε από το μυαλό να την εκδικηθείς;
-Μου πέρασε. Ξέρω πράγματα που μπορούν να της κάνουν κακό. Αλλά αυτός είναι ο πιο μπανάλ και ηλίθιος τρόπος να κάνεις κακό σε κάποιον. Σκέφτηκα επίσης να την εκδικηθώ κάνοντας της όλα της τα χατίρια. Να την κάνω να νιώθει ωραία λέγοντάς της τα ψέματα που θα ‘θελε να ακούσει. Να της γίνω τόσο απαραίτητος, ανταποκρινόμενος απολύτως στα καπρίτσια της, που να μένει μαζί μου μόνο και μόνο γιατί κανείς άλλος δεν θα της έδινε τόσο εύκολα αυτά που θα της έδινα εγώ. Αλλά… θα ‘μουν ένας ακόμη άνδρας ανάμεσα σε άλλους κι αποφάσισα ότι δεν θα το άντεχα. Έτσι έβγαλα το σφουγγαράκι και προσπάθησα να τα σβήσω όλα. Κατέστρεψα όλα όσα έκανα γι’ αυτή. Όσα τουλάχιστον μπορούσα να καταστρέψω. Έφυγε… αλλά δεν πήρε τίποτα δικό μου μαζί της, σαν λάφυρο. Μόνο κάποιες αναμνήσεις που κι αυτές κάποτε θα ξεχαστούν. Επιθυμούσα να βγω τελείως απ’ τη ζωή της. Ακόμα κι από τη μνήμη της. Κι αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω, θα ‘σβηνα κάθε ίχνος το οποίο θα μπορούσε έστω κι αόριστα να υπονοεί, όχι να θυμίζει, να δημιουργεί, έστω, κάποια μικρή υποψία, ότι όλα αυτά συνέβησαν κάποτε.
Η πραγματική όμως εκδίκηση δεν ήταν αυτή, αλλά το γεγονός ότι παρ’ όλα αυτά, τελικά, την συγχώρεσα…
Μεσολάβησαν κάποια δευτερόλεπτα σιωπής.
-Ευχαριστώ για τον καφέ, είπε και σηκώθηκε.
Πηρέ το καπέλο του από το διπλανό κάθισμα και με χαιρέτησε χωρίς να μου δώσει το χέρι του, με μια ελαφριά κάμψη του κεφαλιού. Δεν σηκώθηκα. Έμεινα στη θέση μου. Αυτός κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Πρώτα είδα την πόρτα ν΄ ανοίγει και μετά την άκουσα να κλείνει.
Δυο λεπτά αργότερα συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε πόρτα στον τοίχο, σ΄ αυτή την πλευρά του δωματίου. Κι όμως το φλιτζάνι του καφέ ήταν εκεί. Και στο τασάκι υπήρχαν γόπες τσιγάρων Καρέλια, που δεν καπνίζω εγώ…
_
γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος
Σκηνοθέτης – Παραγωγός
Το πολύ ωραίο κείμενό σου, έδωσε την ταυτότητά του με τα λόγια από τον William Wilson του Poe επιτρέποντάς μας να καταλαβουμε πως είναι μια εσωτερική συζήτηση αυτή που θα διαβάσουμε. Μια μυθοπλασία που πατά στη φιλοσοφία και το ανάποδο. Μονιμη σύγκρουση με το alter ego μας που αν μπουμε στη διαδικασία να το… θανατώσουμε… θανατώνουμε εμάς τους ίδιους.