Φοράω μαύρα περιβραχιόνια
μα τα χέρια μου στάζουνε πάντα αίμα.
Μη με κοιτάς απορημένος «άνθρωπε»
φοράω μαύρα περιβραχιόνια
ως τυπική ένδειξη πένθους.
Έτσι με έμαθαν
«όταν πεθαίνει κάποιος φοράμε μαύρα» μου είπαν.
Φοράω λοιπόν μαύρα περιβραχιόνια «άνθρωπε»
μα δεν μου σφουγγίζουν το αίμα.
Αυτό το αίμα των παιδιών, που ύψωσαν σφιγμένη τη γροθιά τους
που φώναξαν, που πάλεψαν
που αρνήθηκαν να μην είναι άνθρωποι.
Είναι το αίμα που χύθηκε και χύνεται «άνθρωπε»
κι εγώ δεν ήμουν μαζί τους ούτε μια φορά
να υψώσω τη γροθιά μου, να σπάσω τη σιωπή
να παλέψω να πέσει το τείχος της αδιαφορίας.
Ανάλγητη μαζί με τους πολλούς
με σαπισμένη ψυχή από το φόβο.
Κοίτα με τώρα φοράω μαύρα περιβραχιόνια
μπας και καλοπιάσω το τέρας που μου επιτίθεται
που με ρωτά και με ξαναρωτά «πού ήσουν τότε; πού είσαι τώρα;»
Φοράω μαύρα περιβραχιόνια
από την κορφή ως τα νύχια
πολλά πολλά φοράω κοίτα σε λίγο θα με πνίξουν
και δεν θα παίρνω ανάσα.
Η καρδιά μου θα πάψει να χτυπά μα όχι
κι εκείνων των παιδιών με τις σφιγμένες γροθιές
που βγήκαν στους δρόμους ξανά και ξανά
και με περίμεναν ναι με περίμεναν
τα παιδιά μου… τα παιδιά σου «άνθρωπε»
μα δεν πήγα… δεν πήγα
εκείνοι δεν έκαναν πίσω… δεν κάνουν πίσω
εγώ φοβάμαι… ναι φοβάμαι…
_
γράφει η Άννα Ρουμελιώτη
0 Σχόλια