–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Η μορφή τού ιππέα που τρέχει κυνηγημένος ενάντια στο θνητό πεπρωμένο του και στην Μοίρα αποτελεί συχνό λογοτεχνικό μοτίβο σε πολλές χώρες. Στην ουσία πρόκειται για έναν αδιέξοδο, άνισο αγώνα, μια απέλπιδα προσπάθεια να ξεφύγουμε από τον θάνατο και την φθορά. Η ένταση αυτής της μάχης απεικονίζεται στον καλπασμό του αλόγου σαν μια μάταιη πράξη φυγής. Επιλεκτικά αναφέρω δυο παραδείγματα: «Το Ξωτικό» του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε (1749-1832) και το ελληνικό δημώδες άσμα «Του νεκρού αδερφού», όπου ο μακάβριος καβαλάρης στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου πραγματοποιεί την τελευταία του ξέφρενη κούρσα.
Στο ποίημα του Γκαίτε, «Το Ξωτικό», περιγράφεται η ύστατη προσπάθεια ενός πατέρα να σώσει τον γιο του, καθώς καλπάζουν μεσάνυχτα με μεγάλη ταχύτητα προς το σπίτι τους (ακόμα και η συγκεκριμένη ώρα αποτελεί μεταίχμιο στην αλλαγή της νέας ημέρας). Σε όλη την διάρκεια της διαδρομής, το μικρό αγόρι γαντζώνεται με τρομερή αγωνία στην πατρική αγκαλιά προκειμένου να προφυλαχτεί από τον επερχόμενο θάνατο:
«Ποιος τα μεσάνυχτα καβαλικεύει;
Είν’ ο πατέρας με το παιδί·
το ‘χει στα στήθια του και το χαϊδεύει
και κάπου σκύβει και το φιλεί.
-Παιδί μου, τι έκρυψες το πρόσωπό σου;
-Δε βλέπεις τ’ άγριο το ξωτικό,
πατέρα; πέρασε απ’ το πλευρό σου·
-Τα νέφια απλώνονται εις το νερό.»
Ο επερχόμενος Θάνατος με την μορφή ενός ξωτικού, ορατού μόνο στο μελλοθάνατο αγόρι, προσπαθεί να δελεάσει το θύμα του αρχικά ως παρουσία σύννεφου και κατόπιν με γλυκά λόγια και ψεύτικες υποσχέσεις:
«-Παιδί μου, έλα στη συντροφιά μου,
μ’ αρέσ’ η όψις σου η δροσερή,
περίσσια λούλουδα έχ’ η οχθιά μου,
κι έχ’ η μητέρα μου στολή χρυσή.
-Ακούς, πατέρα μου, ακούς τι λέει;
Με θέλει σύντροφο το ξωτικό·
-Παιδί μου, ησύχασε, τ’ αέρι κλαίει
σ’ άγριο χαμόδενδρο, θάμνο ξερό.»
Κυριαρχεί κι εδώ η πεποίθηση, όπως και στην χώρα μας, πως ο θάνατος συχνά ζηλεύει την ομορφιά της νεότητας («μ’ αρέσ’ η όψις σου η δροσερή») και έτσι κάπως αιτιολογείται η ανεξήγητη και αιφνίδια απώλεια ενός νέου ανθρώπου. Αρχικά πάντως το Ξωτικό προσπαθεί να προσελκύσει το μικρό αγόρι τάζοντάς του φανταχτερά ρούχα, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα. Το αγόρι, διαισθανόμενο τον επερχόμενο αφανισμό του, αρπάζεται ακόμα περισσότερο περίτρομο από τον πατέρα του προκειμένου να κρατηθεί στην ζωή. Κι εκείνος, εξίσου τρομαγμένος και πλέον υποψιασμένος, αντιστέκεται χωρίς να σταματά τον καλπασμό στου αλόγου εκλογικεύοντας μάλιστα την αλλόκοτη φωνή του μεταφυσικού σαν φύσημα στους θάμνους. Έτσι, προσπαθεί να καθησυχάσει τόσο τον γιο του όσο και τον εαυτό του.
Το Ξωτικό/ θάνατος όμως γίνεται ακόμα πιο απαιτητικό, καθώς τώρα υπόσχεται παρέες και όμορφα τοπία:
«-Παιδί μου, έλα τι σε τρομάζει;
θα ‘χεις τις κόρες μου για συντροφιά,
που όταν τη λίμνη μας νύχτα σκεπάζει,
χορεύουν εύθυμες στην αμμουδιά.
-Πατέρα, κοίταξε· δε βλέπεις πέρα,
σαν να χορεύουνε οι κορασιές;
-Παιδί μου, βλέπω απ’ τον αέρα,
κουνιούνται πένθιμα γριές ιτιές.»
Και πάλι ο πατέρας σε μια ύστατη προσπάθεια προσπαθεί να εκλογικεύσει το μεταφυσικό στοιχείο και να νικήσει σε αυτήν την άνιση αναμέτρηση. Όχι, δεν είναι ψίθυροι του Ξωτικού αυτοί οι παράξενοι ήχοι, παρά θροΐσματα ιτιών. Τίποτα δεν μπορεί να ανακόψει την πορεία του προς το σπίτι, το αόρατο σύνορο ασφάλειας. Η Μοίρα ωστόσο δείχνει το σκληρό πρόσωπό της διεκδικώντας πλέον αποφασιστικά αυτό που της ανήκει:
«-Μ’ αρέσει η όψη σου, χρυσό μου αστέρι,
μα συ δεν έρχεσαι· σε παίρνω εγώ…
-Πατέρα, άπλωσε το άγριο χέρι,
πατέρα, μ’ έπνιξε το ξωτικό».
Η τελευταία κραυγή απόγνωσης του μικρού παιδιού αποτελεί τον θρίαμβο του θανάτου, καθώς ακριβώς στο κατώφλι του σπιτιού (το ιερό αόρατο σύνορο της προστατευτικής εστίας) αφήνει την τελευταία του πνοή, παρά τον ανυποχώρητο αγώνα του πατέρα.
«Τρέμει ο πατέρας του και τ’ άλογό του
κεντά και χάνεται σαν αστραπή·
φθάνει στη θύρα του… ωιμέ το γιο του
κρύο στον κόρφο του, νεκρό κρατεί.»
(μτφρ. Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος)
Υποσημείωση: μια ανάλογη σκηνή παρατηρούμε στο ποίημα του Διονύσιου Σολωμού «Ο Κρητικός», στον επίλογο, όταν επιτέλους ο ήρωας διασώζει από την θάλασσα την αρραβωνιαστικιά του αλλά είναι πλέον αργά. Τραγική ειρωνεία ταιριαστή με την ανθρώπινη τραγική φύση:
«Και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη,
Την απιθώνω με χαρά, κι ήτανε πεθαμένη.»
Στο δημώδες ποίημα «Του νεκρού αδερφού» τα πράγματα ελαφρώς διαφοροποιούνται, καθώς στην περίπτωση αυτή ο καβαλάρης είναι ήδη νεκρός και μεταφέρει την αδερφή του από την ξενιτιά στο πατρικό σπίτι προκειμένου να επισκεφτεί την ετοιμοθάνατη μητέρα της. Ο όρκος, βασικό στοιχείο από την αρχαιότητα, του αδερφού προς την μητέρα είναι το παντοδύναμο στοιχείο που θα διαπεράσει το σύνορο ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών και θα αναστήσει τον Κωνσταντή- ή μάλλον καλύτερα θα τον διατηρήσει στο μεταίχμιο των απέθαντων- για μια έφιππη κούρσα μέσα στην νύχτα από την ξενιτιά ως το πατρικό σπίτι:
«— Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω..
… Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.»
Η επιστροφή και η διαδικασία της αναγνώρισης μεταξύ των δύο αδερφών γίνεται νύχτα και σταδιακά. Η νεαρή γυναίκα χρειάζεται χρόνο και σημάδια για να συνειδητοποιήσει το άλογο μεταφυσικό στοιχείο: πως ιππεύει μαζί με έναν νεκρό, ενάντια σε κάθε φυσικό νόμο και κανόνα.
«Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν’ κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
— Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
— Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
— Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
— Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.»
Σε αυτήν την παράδοξη νύχτα όλα έχουν ανατραπεί: τα πουλιά μιλούν με ανθρώπινη λαλιά και ομολογούν το παράδοξο, την συνύπαρξη των νεκρών με τους ζωντανούς, καθώς οι δύο κόσμοι συγχέονται με φριχτό τρόπο. Κατόπιν ακολουθούν τα σημάδια στην εμφάνιση και στην οσμή του νεκρού άντρα:
«— Φοβούμαι σ’, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
— Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι…
— Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;
— Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
Η Αρετή πλέον έχει συναίσθηση της κατάστασης, όσο πρόθυμα και ανυποψίαστα κι αν δέχτηκε αρχικά να ακολουθήσει τον αδερφό της σε αυτήν την τρελή κούρσα. Πλέον δεν έχει καμιά αμφιβολία πως πρόκειται για κάτι πέρα από κάθε όριο της λογικής και της ασφάλειας, αλλά έχει διαβεί το σύνορο της Μοίρας: «εράγισε η καρδιά της». Ωστόσο, και σε αυτήν την περίπτωση, η αγάπη είναι πιο δυνατή από τον φόβο και ακολουθεί τον αδερφό της στον δρόμο για το πατρικό σπίτι και την ετοιμοθάνατη μητέρα. Στο ποίημα αυτό, το όριο είναι το νεκροταφείο, εκεί που με βεβαιότητα πια πιστοποιείται ο θάνατος του Κωνσταντή και ξανά διαχωρίζεται οριστικά ο κόσμος των νεκρών από τους ζωντανούς:
«Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει».
Η κούρσα του θανάτου τελειώνει εκεί, μια και η αποστολή του Κωνσταντή έχει επιτελεστεί. Μένει τώρα να εκπληρώσει την υπόσχεση δέσμευσης προς την οικογένειά της και η Αρετή, καθώς συνεχίζει πεζοί προς το ρημαγμένο σπίτι. Η εγκατάλειψη της πατρικής αυλής αναβλύζει θάνατο, μια και έχουν πεθάνει όλα της τα αδέρφια και επίκειται και η σειρά όσων έχουν απομείνει. Και σε αυτό το ποίημα το σύνορο ανάμεσα στην αβυσσαλέα νύχτα και στην ασφάλεια του σπιτιού είναι το κατώφλι, όπου επιτέλους σμίγουν μάνα και κόρη. Η αγάπη έχει βρει τον δρόμο της, την μοίρα τους όμως επισφραγίζει καταλυτικά το πεπρωμένο:
«Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
— Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
— Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
— Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο».
Δύο ποιήματα, από διαφορετικές χώρες και κουλτούρες, που απεικονίζουν την αιώνια μάχη του θνητού ενάντια στο Μοιραίο. Μια μάχη άνιση, χαμένη που όμως κερδίζει κάποιες υπερβάσεις χάρη στην πάλη και στην δυνατή αγάπη που τείνει να ενώνει τους ανθρώπους παρά την θνητότητά τους. Τότε, για λίγο μόνο, ακόμα και τα σύνορα ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών, ενάντια σε κάθε νόμο και κανόνα, μπορούν να παραβιαστούν για τον ύστατο χαιρετισμό. Ή και για ένα αγκάλιασμα μόνο.
0 Σχόλια