-Καλώς το κορίτσι μας! Ακούστηκαν φωνές από το καφενείο, την ώρα που η Μελιώ έστριβε στο δρόμο.
– Έλα να σε τρατάρουμε κοκόνα μου, της φώναξε ο κυρ- Φώτης ο καφετζής και πήρε το λάστιχο για να της γεμίσει το μπολάκι με καθαρό νερό.
Εκείνη κορδώθηκε και κούνησε την ουρά της, κρατώντας το ένα της ποδαράκι όρθιο, όχι από νάζι αλλά επειδή έτσι το αποφάσισε η φύση. Της άρεσαν τα γλυκόλογα, τα χάδια και τα φιλέματα. Κάθισε στα πισινά της πόδια, τους κοίταξε έναν έναν, γρύλισε χαρούμενα κι έσκυψε στο πιατάκι για να βρέξει τη γλώσσα της. Με ευχαρίστηση δέχτηκε το μεζέ από τα χέρια κάποιου θαμώνα, έκανε μια τούμπα ανάσκελα για να του δείξει την ευγνωμοσύνη της και κατηφόρισε προς το λιμάνι.
-Γεια σου Μελιώ, άκουσε κάποιον να τη φωνάζει κι ένιωσε χέρια να της χαϊδεύουν τα αυτιά.
Από τότε που έκλεισε το σχολείο στο ακριτικό νησί και τα παιδιά αναγκάζονταν να πηγαίνουν σχολείο στο κοντινότερο, η Μελιώ τα συνόδευε δυο φορές την ημέρα, προς και από το λιμάνι. Εκεί τα αποχαιρετούσε, εκεί τα υποδεχόταν κι εκείνη γινόταν μια λευκή κουκίδα στην άκρη της προβλήτας, που πότε μεγάλωνε, πότε μίκραινε, πότε φωτιζόταν, πότε σκοτείνιαζε.
Ο αέρας σφύριζε δαιμονισμένα εκείνο το μεσημέρι. Όταν έφτασε στην προβλήτα, βρήκε μια γωνιά, έβαλε τα μπροστινά της πόδια για προσκεφάλι και κουλουριάστηκε. Πάντα αυτό έκανε όταν φυσούσε, τον αέρα τον έτρεμε.
Βράδυ ήταν και με δυνατό αέρα όταν, μηνών ακόμη, βρέθηκε πεταμένη στο μουράγιο. Για το κουτσό της ποδαράκι, κάποιοι την κατέταξαν στα άχρηστα της ζωής. Μέτρησαν τη ζωή της με τα δικά τους μίζερα μέτρα κι έκριναν πως δεν είχε δικαίωμα να βρει ένα σπίτι και μια συντροφιά.
Τα βράδια, το αλύχτισμά της μπερδευόταν με τις ριπές του κρύου αέρα που έσχιζαν το σκοτάδι. Γυρνούσε άσκοπα για μέρες, ψάχνοντας να βρει ένα ξεροκόμματο να χορτάσει την πείνα της, μέχρι που ένα πρωί το κλάμα ενός μωρού την οδήγησε έξω από κάποιο ανοιχτό παράθυρο. Με μεγάλη δυσκολία πήδηξε και βρέθηκε μέσα στην κούνια, αγκαλιά με το μωρό.
Κάθε φορά που ακουμπούσε την υγρή της μουσούδα στο λαιμό του, το κλάμα σταματούσε. Τι κι αν την έδιωχναν οι γονείς της Ελπίδας, έτσι το έλεγαν το νεογέννητο κοριτσάκι, τι κι αν της έκλειναν τις πόρτες, εκείνη έβρισκε τρόπο να μπαίνει. Μέχρι που μια μέρα μπήκε και δεν ξαναβγήκε, ούτε από το σπίτι τους, ούτε από την καρδιά τους.
Ήταν όμορφη η άτιμη, λευκή, με γκρίζα μπαλώματα στη ράχη και πλούσιο τρίχωμα. Γύρω από τα μεγάλα και μελιά της μάτια, είχε μια καφέ σκιά που έμοιαζε με μάσκα, γι΄ αυτό τη φώναζαν Μελιώ.
Η Μελιώ και η Ελπίδα ήταν αχώριστο δίδυμο. Μαζί μεγάλωσαν κι η μια συμπλήρωνε την άλλη.
Το κορίτσι, με τα μάτια της Μελιώς γνώρισε τον κόσμο, αφού από τότε που γεννήθηκε, έμελλε να μη δει ποτέ το φως του ήλιου. Κοντά της έμαθε να προσανατολίζεται στα σοκάκια και με σύμμαχο την εξυπνάδα της, που της υπαγόρευε να μετράει τα βήματα, γνώρισε το νησί σπιθαμή προς σπιθαμή. Άγγιζε, μύριζε, άκουγε κι έβλεπε με τον δικό της τρόπο. Γευόταν τις στιγμές και συνέδεε τα συναισθήματα, με τα ερεθίσματα που δεχόταν από το περιβάλλον, δίπλα στη σκυλίτσα της. Έτσι, η χαρά ήταν γι’ αυτήν, η δροσιά της θάλασσας, σαν κολυμπούσε πάνω στη ράχη της Μελιώς κι η θλίψη, ο ήχος του πλοίου που τη χώριζε από την τετράποδη φίλη της.
Αλλά κι η Μελιώ δεν πήγαινε πίσω. Οσμιζόταν κάθε αλλαγή διάθεσης του κοριτσιού, κάθε κρυφή χαρά ή πόνο κι είχε τον τρόπο της να τη χαλαρώνει.
-Έξυπνο σκυλί, τι θα έκανα χωρίς εσένα; Της έλεγε και της χάιδευε το κορμί.
Δεν ήταν μόνες. Μια μεγάλη παρέα ήταν με τα άλλα παιδιά, που απολάμβαναν τη συντροφιά και των δυο.
Όταν έκλεισε το σχολείο, η Μελιώ μαράζωσε. Τα πρωινά της ορφάνεψαν. Έμειναν άδεια, λειψά, άνοστα. Πήγαινε κι ερχόταν, χωρίς να τρώει, χωρίς να πίνει. Τι όμορφα περνούσε, όταν οι φωνές και τα παιχνίδια των παιδιών, έδιναν ζωή στο νησί και σε εκείνη το ίδιο! Καθόταν στην αυλή του σχολείου κι όταν χτυπούσε το κουδούνι, έτρεχαν όλα κοντά της για να παίξουν. Τι κυνηγητό, τι κρυφτό, τις καλύτερες κρυψώνες ξετρύπωνε η Μελιώ κι αν πεις για ποδόσφαιρο, πάντα στη θέση του τερματοφύλακα, έβγαζε την ομάδα της ασπροπρόσωπη.
Το σφύριγμα του πλοίου την ξεσήκωσε. Στερεώθηκε στα μπροστινά της πόδια, τεντώθηκε, κούνησε την ουρά καθώς έβλεπε το πλοίο να μπαίνει στο λιμάνι και γαύγισε χαρούμενα. Ήξερε πως η Ελπίδα θα κατέβαινε, θα της χάιδευε το λαιμό και θα της έδινε και ένα φίλεμα, όπως έκανε κάθε μέρα. Πού να ήξερε όμως, ότι τα κορίτσια κάποτε μεγαλώνουν κι ανακαλύπτουν κι άλλα συναισθήματα.
Το πλοίο έδεσε. Η Ελπίδα κατέβηκε αγκαλιασμένη με τον Πέτρο, το συμμαθητή της, σε ένα αγκάλιασμα διαφορετικό, από αυτά που δεν είχε ξαναδεί η Μελιώ.
Ουπς! Τι είναι αυτό; Σκέφτηκε και κούνησε το κεφάλι δεξιά, αριστερά, καθώς είδε το νεαρό να της δίνει ένα φιλί στα χείλη. Κάθισε στα πισινά της πόδια και κοίταξε σαστισμένη. Αυτό που έβλεπε μπροστά της, ήταν διαφορετικό και άγνωρο γι’ αυτήν, η σκυλίσια της όμως όσφρηση μυρίστηκε κάτι έντονο, σαν τον αέρα που φυσούσε εκείνη τη στιγμή. Γρύλισε παραπονεμένα στην αρχή και μετά όρμησε, μπαίνοντας ανάμεσά τους για να τους χωρίσει.
Η Ελπίδα που ήξερε να τη διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο, κατάλαβε πως ζήλεψε.
-Κουτό σκυλί, πίστεψες ότι θα σε ξεχνούσα; Αλλά πώς να το κάνουμε βρε Μελιώ, δεν μπορείς να τα ξέρεις όλα. Εσύ με έμαθες τι θα πει φιλία, ήρθε ο καιρός όμως να γευτώ, να μυρίσω, να αισθανθώ και τον έρωτα. Τι ξέρεις εσύ από έρωτα; Πες μου, της είπε και της έβαλε ένα κοκαλάκι στο στόμα.
Η Μελιώ γύρισε και την κοίταξε με κείνα τα μεγάλα μάτια, τα μελιά, σα να συμφωνούσε, σα να συμμεριζόταν τα λόγια της κι ας μην καταλάβαινε. Πράγματι. Τι ήξερε αυτή από έρωτα! Μόνο από αγνή φιλία γνώριζε και το είχε αποδείξει περίτρανα, χρόνια τώρα.
Με την ουρά σηκωμένη, να κυματίζει στο ρυθμό του ανέμου και της χαράς της, ανηφόρισε το σοκάκι, πάντα μπροστά απ’ όλους, όπως έκανε κάθε μεσημέρι. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η μέρα της ξεκινούσε, φέρνοντας μαζί της και τη δροσιά της θάλασσας.
_
γράφει η Χριστίνα Σουλελέ
Πόσο φαίνεται και σε τούτο το καλογραμμένο σου κείμενο η αγάπη σου για τα ζώα και μάλιστα γι΄αυτά που έχουν κάποιο πρόβλημα Μού θύμισεςτο γατάκι σου που πάλεψες να το κρατήσεις ζωντανόπριν λίγο καιρό και την στενοχώρια σου που τελκά το έχασεςΈχεις πολύ τρυφερή ψυχή κορίτσι μου
Λένα μου σε ευχαριστώ πολύ! Η φύση τελικά ξέρει καλύτερα απ΄ όλους ποια ζώα θα κρατήσει στη ζωή και ποια όχι. Εμείς απλά βοηθάμε. Κι αν δεν μπορούμε ή δε θέλουμε να το κάνουμε, τουλάχιστον ας μην τα κακομεταχειριζόμαστε.
Ευαίσθητα άτομα σαν και εσένα είναι τιμή μας να τα έχουμε δασκάλες ειδικής αγωγής σε αυτή τη χώρα. Συγχαρητήρια για το πολύ όμορφο κείμενο μα κυρίως για την ψυχή που κρύβεται πίσω από αυτό … Καλημέρα Χριστίνα μου
Η σχέση των ανθρώπων με τα ζώα είναι συντροφική. Για κάποια άτομα όμως που αντιμετωπίζουν δυσκολίες αισθητηριακές, είναι σχέση θεραπευτική. Για άτομα με προβλήματα όρασης, είναι τα ίδια τους τα μάτια. Σε ευχαριστώ πολύ Μάχη μου για τα καλά σου λόγια. Την καλημέρα μου!
Χριστίνα μου καθώς διάβαζα την πολύ όμορφη ιστορία σου και συγκινήθηκα και γέλασα και μια γλυκιά ηρεμία με αγκάλιασε!!!Σε ευχαριστώ την καλημέρα μου!!!
Είδες τι μας κάνουν τα ζώα Άννα μου; Μας ηρεμούν, μας συγκινούν, μας διασκεδάζουν. Συντρόφια με τα όλα τους. Σε ευχαριστώ πολύ, καλή σου μέρα!
Με έκανες να δακρύσω πριν τα μισά… Κάπου φοβήθηκα ότι το πήγαινες αλλού… Τελικά ευτυχισμένο τέλος αναπάντεχα… Για όλη αυτή την ανατροπή μου άρεσε… Μια ποικιλία συναισθημάτων…
Πολύ συγκινητικό και γλυκό! Εχω ένα σκύλο που τον βρήκα πεταμένο κουταβάκι με κλειστά μάτια! Οκτώ χρόνια τώρα είναι το τρίτο μας παιδί ,το στερνοπουλι μας, μόνο η μιλιά του λείπει! Τώρα που τα παιδιά μου έφυγαν έχω το αγόρι μου συντροφιά!
Τα ζωα που ζουν μαζι μας, ειναι μελη της οικογενειας μας. Η σχεση μας μαζι τους ειναι αγαπησιαρικη. Σε ευχαριστω πολυ Αφροδιτη για το περασμα στο κειμενο μου και για τα καλα σου λογια.
Πολύ ωραία η ιστορία σου. Τα ζώα που μόνο ζώα δεν είναι έχουν μεγάλη αντίληψη και είναι πάντα πιστά. Τι υπέροχο που βοηθούσε την Ελπίδα να δει μέσα από τα δικά της τα μάτια.
Χαιρομαι Βασω που σου αρεσε. Τα ζωα πολλες φορες εκτιμουν περισσοτερο απο καποιους ανθρωπους τη μεταξυ μας σχεση. Και ειναι κι εκεινα τα ζωα, που ειτε απο ενστικτο, ειτε γιατι εκπαιδευτηκαν, που εκτος απο συντροφοι ειναι και θεραπευτες.
Χαιρομαι που σου αρεσε Σπυρο. Η σχεση με τα ζωα ειναι μια σχεση ζωντανη που μρσα σε αυτη, τα συναισθηματα ποικιλουν. Καλο σου απογευμα.
Περιττό να σου πω πως ακόμα κλαίω…Η ιστορία σου Χριστίνα ήταν ΑΠΛΑ ΥΠΕΡΟΧΗ…….
ΜΠΡΑΒΟ!!!
Δεν ηθελα Χρυσουλα να σε κανω να κλαις. Τετοιες σχεσεις μονο χαρα πρεπει να μας δινουν. Χαιρομαι που σου αρεσει. Καλο απογευμα.
Αχ βρε Χριστίνα μου μας συγκίνησες…τι τρυφερή ιστορία και πόσο όμορφα δοσμένη από την πένα σου!!! Μπράβο σου!!!Αύριο θα τη διαβάσω και στους μικρούς μου!!! Να είσαι καλά κορίτσι μου κι ευχαριστώ που τη μοιραστικές μαζί μας!!!!! Καλό απόγευμα!!!!
Σε ευχαριστω πολυ Σοφια μου. Νσ εισαι καλα. Καλο απογευμα
Πολύ δυνατές και τρυφερές
οι στιγμές τού διηγήματός σας !
Συγχαρητήρια !
Καλό απόγευμα !
Σας ευχαριστω πολυ. Καλο σας βραδυ.
Από τις ωραιότερες ιστορίες που έχω διαβάσει … Πολύ συγκινητικό…Είχα κι εγώ ένα καταπληκτικό τετράποδο φίλο – ένα Γερμανικό ποιμενικό – που δεν θα ξεχάσω ποτέ,,,…..
ΜΠΡΑΒΟ ΧΡΙΣΤΙΝΑ!!!!!!!!!!!!!!!
Σε ευχαριστω και παλι Χρυσουλα. Καλο σου βραδυ
Καλησπέρα Χριστίνα! Πόσο καλογραμμένη ιστορία! Απίθανη η Μελιώ σου! 🙂
Ελενα μου χαιρομαι που σου αρεσει. Σε ευχαριστω πολυ. Καλο Σαββατοκυριακο.