Ήμασταν συνεπιβάτες. Όμως κανείς δεν είχε αντιληφθεί την απουσία μου. Σε λίγο θα ξημέρωνε κι έκρυβα κάτω απ’ το στρώμα παλιές φωτογραφίες. Ήθελα να κοιμούνται οι περασμένες μου συνήθειες. Άφησα μόνο μια πληγή ορθάνοιχτη. Για να διακρίνω τα σημεία που παραπάτησα. Δεν ένιωθα τα βήματα που βιαστικά με προσπερνούσαν. Και ακολουθώντας τις φωνές των συναδέλφων, έφτασα σε πόλεις φεγγαρολουσμένες.
Μία γυναίκα στεκόταν μόνη στην πλώρη της ανατολής. Το βλέμμα της λάβωνε θανάσιμα όποια υπεκφυγή περνούσε. Η θάλασσα ερχόταν και της έβρεχε τα πόδια. Ζωγράφιζε πάνω στην άμμο σκόρπια γράμματα. Απ’ τη ζωή εκείνου που δεν ήμουν. Σήκωσα ένα κοχύλι και το έβαλα στ’ αυτί. Αμέσως μου ήρθε στο μυαλό ο ήχος των χελιδονιών. Καθώς πετούν προς τον Βορρά. Τότε η θάλασσα ενώθηκε με την άλλη θάλασσα. Που αγρίευε ανάμεσα στους μηρούς της γυναίκας. Η αρμύρα ψαλίδισε το σώμα μου. Το σκόρπισε. Σαν κομμάτια ψηφιδωτού. Μέσα στις δύο θάλασσες.
Η μέρα φόρεσε τη σάρκα της γυναίκας. Έγινα λαθρεπιβάτης στο λευκό της άλογο. Και τ’ όνομά μου ήταν Χίθκλιφ*.
*χαρακτήρας από το μυθιστόρημα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» της Έμιλι Μπροντέ
_
γράφει ο Χρήστος Κάρτας
0 Σχόλια