
Φωτογραφία: https://pixabay.com/illustrations/woman-stairs-backlighting-the-shade-3340958/
…γράφει ο Θεόφιλος Γιαννόπουλος
Η Μούσα είναι ένα θεϊκό πλάσμα που αλλάζει συνεχώς μορφές. Το ξέρω πια και είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Κάνει ξαφνικά την εμφάνισή της για λίγο, τόσο, όσο να σου κλέψει την αναπνοή κι έπειτα να χαθεί για πάντα, αφήνοντας την ανήσυχή σου φύση να δώσει μετέπειτα διαστάσεις ονειρικές στην οπτασία που σε συνεπήρε. Εξομολογώντας στο χαρτί, στο καμβά, στο μάρμαρο, στις εικόνες, στις νότες ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, τη σπίθα της, τα ‘ίσως’, τα ‘αν’ και τα ‘θα΄, που σου γέννησε η παρουσία της. Εξυμνώντας τη στιγμή που σου αποκαλύφθηκε και μνημονεύοντας τις μέρες που θα ‘θελες να ζήσεις μαζί της. Βαθιά ερωτευμένος με την απουσία της και οδυνηρά ρομαντικός για να τη σβήσεις έτσι απλά από τη θύμησή σου.
Κάπως έτσι συνάντησα κι εγώ τη Μούσα μου ένα χειμωνιάτικο απόγευμα στο Μουσείο Vasa της Στοκχόλμης. Είχε τη μορφή μιας ιδιαίτερα γοητευτικής γυναίκας. Πρόκειται για επισκέπτη, -όπως κι εγώ-, κι η είσοδός της στο χώρο στάθηκε εκκωφαντική για την ψυχή μου.
Θυμάμαι σαν τώρα την ευθυτενή κορμοστασιά της, τα μελαγχολικά της μάτια, τα βελούδινα ρούχα της –δεν είμαι σίγουρος αν φορούσε μαύρο ή μπλε σκούρο φόρεμα, μα ότι κι αν ήταν την έκανε να λάμπει μοναδικά-. Όσο για ‘κείνο το ξεχωριστό της βάδισμα…Έμοιαζε λες και προχωρούσε με την συνοδεία ενός ανεπαίσθητου, απαλού ανέμου.
Ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να προσδιορίσω τι περισσότερο απ’ όλα με μαγνήτισε πάνω της. Παρ’ όλ’ αυτά, νιώθω πως δε χρειαζόταν να ξέρω. Το μόνο που είχε και έχει πραγματική σημασία είναι πως πρόκειται για μια ονειρική, αιθέρια ύπαρξη, που αν δεν με κοίταζε ποτέ στα μάτια πριν χαθεί, θα έλεγα πως είχα να κάνω με πλάσμα της φαντασίας μου…
Και συνέβη όπως πραγματικά ποθούσα: Ο κόσμος πολύς, μα εκείνη πλησίασε, μου χάρισε ένα βλέμμα και μετά προσπέρασε. Λες και η μόνη της επιδίωξη ήταν να με στοιχειώσει αφήνοντας να πλανάται στον αέρα ένα άηχο “Άραγε, θυμάσαι;”. Υπενθυμίζοντάς μου πως ίσως και ν’ ανταμώσαμε κάποτε σε κάποια άλλη ζωή.
Το επόμενο που έμεινε χαραγμένο στη θύμησή μου, είναι πως την παρατηρούσα αρχικά από απόσταση, παλεύοντας με την ακατανίκητη επιθυμία να βρεθώ κοντά της. Δε χρειάστηκε δεύτερη σκέψη. –Και πως ν’ αντισταθείς άραγε στη μοίρα; Απ’ την πρώτη στιγμή άλλωστε που εμφανίστηκε, το μόνο που επιθυμούσα διακαώς ήταν να βρεθώ στο πλάι της. Τόσο κοντά ώστε ν’ ακούω τους χτύπους της καρδιάς της-.
Την επόμενη στιγμή την ακολούθησα γοητευμένος, αναπνέοντας τον αέρα της, θαυμάζοντας τη λάμψη από την αύρα της και ζωγραφίζοντας στο νου στίχους αφιερωμένους μονάχα για εκείνη. Είχα επικεντρώσει κυρίως στο τρόπο που έδινε αξία σ’ ότι κοιτούσε κι άγγιζε. Όπως έντυνε με φωνή το βλέμμα της, μεταμορφώνοντας με τις σιωπηλές της λέξεις τα αντικείμενα κι εμένα. Χαρίζοντας ομορφιά και μοναδικότητα σε οτιδήποτε άψυχο κοντά της και αδημονία σ’ εμένα που δεν γνώριζα αν τελικά με πρόσεξε όντος ποτέ της.
Όλες οι μου σκέψεις ωστόσο έσβησαν λίγο πριν από την έξοδο, από εκείνο το πρώτο και τελευταίο της ίχνος από χαμόγελο. Πρέπει να το ανταπέδωσα,-ίσως.. Πραγματικά, δε θυμάμαι-. Σημασία είχε πως σε μια ανύποπτη στιγμή έμαθα ακόμη ένα από τα μυστικά της: Πως στο πρόσωπό της συνυπάρχουν ο ήλιος το φεγγάρι. Ο πρώτος στο ρόδινο στόμα της και το άλλο στα θλιμμένα της μάτια.
Μα πριν προλάβω να ρωτήσω τ’ όνομά σου, χάθηκες στο βελούδινο σκοτάδι. Αυτό όμως δεν κάνουν πάντοτε οι μάγισσες;
Έτσι σε θυμάμαι. Και μέχρι άγνωστη μου Μούσα να το φέρει η μοίρα και η τύχη για ν’ ανταμώσουμε σε τούτη ή σε επόμενη ζωή, θα κρατώ αναλλοίωτο στη μνήμη μονάχα τούτο: Το ιδιαίτερο άρωμα της κανέλας, του τριαντάφυλλου και του καμένου αμύγδαλου που σου τύλιγε το σώμα…
0 Σχόλια