Παρούσα η μοναξιά ολόγυρά μας, φωνάζει μέσα απ’ ατέλειωτες σιωπές και χείλη αχαμογέλαστα. Μέσα από βλέμματα κενά, αδιάφορα, που αγχωμένα προσπαθούν να προλάβουν τις υποχρεώσεις. Να προλάβουν τις υποχρεώσεις ή όσα νομίζουν ως τέτοιες ή όσα ορίζουν ως τέτοιες.
Παρούσα η απουσία χαράς μέσα στα γέλια των αδιάφορων συναθροίσεων που έσμιξαν χωρίς σκοπό, μέσα στα χέρια που από συνήθεια μόνο συνεχίζουν να κρατούνται μεταξύ τους.
Λυπηρή η μοναξιά στο βάζο που στέκει δίχως λουλούδι, στολίζοντας ξεχασμένο μια γωνιά της αδιαφορίας. Στον πίνακα που κρέμεται στον τοίχο και μέσα του κλείστηκαν άλαλα πουλιά και ποτάμια ακίνητα.
Επικίνδυνη η μοναξιά του εφήβου που ψάχνει κάπου να χωρέσει και η μοναξιά του γέρου που συνειδητοποιεί πως πουθενά δεν χώρεσε.
Παρούσα η μοναξιά στην κοιμισμένη συνείδηση, στα άλυτα προβλήματα που μας διαφεντεύουν κρυμμένα κάτω απ’ το χαλί. Στο χιόνι που αρχίζει να λιώνει κι είναι πια βρώμικο και χιλιοπατημένο.
Στολισμένη η μοναξιά στις ακριβές γραβάτες και τα έντονα μακιγιαρισμένα τακούνια. Φωνάζει η μοναξιά και δεν ακούγεται, παρακαλώντας για μια αγκαλιά κι ένα φιλί, που ποτέ δεν έρχονται αβίαστα. Φωνάζει ζητιανεύοντας για μια δουλειά, που αντί για αυτονόητο δικαίωμα, καταντά ρουσφέτι.
Παρούσα η μοναξιά σ’ έναν καυγά που και οι δυο τσακώνονται χώρια.
Παρούσα η μοναξιά δυναμώνει, σε μια τηλεόραση μπροστά, σε μια σκέψη που σιωπά, στην μουσική που δεν ακούγεται.
Παρούσα η μοναξιά στο λουλούδι που ποτέ δεν χαρίστηκε, στην έκπληξη που ποτέ δεν συγκίνησε, στην ανεμελιά που ξεθώριασε και είναι πια άχρωμη.
Παρούσα τριγύρω η μοναξιά, να ξυπνάει επτά το πρωί και να κοιμάται περίπου δώδεκα, χωρίς όραμα ή χαμένη μέσα σε αυτό. Παρούσα η μοναξιά στο πράσινο των δέντρων, στο καφέ των βουνών, στο μπλε ουρανού και θάλασσας, που όλοι τα κοιτούν μα κανείς δεν τα βλέπει.
Παρούσα η μοναξιά στο γεμάτο με αποτσίγαρα τασάκι, στο άδειο από γνώση κεφάλι, στην βρύση που στάζει ρυθμικά, στο φως που τρεμοπαίζει, στο κερί που δεν άναψε και λιώνει από την ζέστη. Στα όνειρα που δεν έγιναν προσπάθεια, στην στιγμή που χάθηκε, στην τόλμη που της έλειψε το θάρρος.
Παρούσα γιγαντώνεται η μοναξιά στην συνήθεια που κάναμε ζωή, στην επιφάνεια που χαρίζουμε απλόχερα, στην ουσία που εντέχνως αποφεύγουμε, στην αλήθεια που δεν αντέχουμε.
Γιγαντώνεται κι εμείς την τρέφουμε, περνώντας ο χρόνος κι αφήνοντάς τον για αύριο, γνωρίζοντας πως αύριο μπορεί να μην υπάρξει… μα αψηφώντας το.
_
γράφει η Βίκυ Πρεβεδούρου
0 Σχόλια