
Κωνσταντίνος Καβάφης
Το να επιχειρήσει κανείς υφολογική ανάλυση σε λογοτεχνικό κείμενο ίσως μοιάζει μεριστικό. Για κάποιους –τουλάχιστον παλαιότερα- έμοιαζε έως και βέβηλο. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι η υφογλωσσολογία προσφέρει στην ανάλυση ενός έργου μια ακόμα οπτική γωνία κι ότι χάρη στις μελέτες της ανοίχτηκε ο δρόμος για μια περισσότερο αντικειμενική και επιστημονική μελέτη της γλώσσας του λογοτεχνικού κειμένου.
Η ποίηση, σαν κάθε μορφή λόγου, λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα της γραμματικής: μορφολογικό, φωνολογικό, σημασιολογικό, συντακτικό κι είναι άδικο να την περιορίζουμε στην ανάλυση, σε αυτό που ,μόνο οι λογοτεχνικοί κριτικοί ή οι “ερμηνευτικοί αναγνώστες, ή και οι φιλόλογοι, μπορούν να κάνουν. Ως κατεξοχήν αποαυτοματοποιημένος λόγος, ο ποιητικός, έχει μέσα του δομές και σχήματα που θα είχε τουλάχιστον ενδιαφέρον (πολλές φορές ακόμα και για τον ίδιο το δημιουργό) να αναζητηθούν, να βγουν στην επιφάνεια , να συζητηθούν , να προβληματίσουν.
Η απόλυτα γλωσσολογική ανάλυση του Roman Jacobson ανέδειξε την «ποιητική γραμματική». Οι δομιστικές του αναλύσεις σε κάποιες περιπτώσεις έχουν θεωρηθεί τολμηρές νοητικές κατασκευές. Δεν το αρνούμαστε. Δεν τον προτείνουμε ως τον μοναδικό τρόπο ανάλυσης. Την προσθετική, συμπληρωματικού τύπου, αξία του αναζητούμε να αναδείξουμε .
Με μια δομιστική ανάλυση στα πρότυπα του Roman Jacobson θα προσπαθήσουμε να αναζητήσουμε στη «Μονοτονία» του Καβάφη, πέρα από τα φαινόμενα, το πώς –συνειδητά ή υποσυνείδητα- δομήθηκε η σκέψη του ποιητή, πώς «αποαυτοματοποίησε» το λόγο του, σε τι συμπεράσματα μπορεί να οδηγήσουν οι επιλογές, ή και οι αποκλίσεις του, από τη νόρμα και ποιος ο λειτουργικός τους ρόλος, δεδομένου ότι ο Jacobson δεχόταν [ κι από αυτήν την άποψη η θέση του ήταν ιδιαίτερα προκλητική κι αξίζει διερεύνηση] ότι κάθε επιλογή γινόταν με κάποιο συγκεκριμένο επικοινωνιακό σκοπό και τίποτε δεν ήταν τυχαίο.
ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ
Την μιαν μονότονη ημέραν άλλη
Μονότονη, απαράλλαχτη ακολουθεί. Θα γίνουν
Τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι –
Οι όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφίνουν .
Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει.
Είναι τα χθεσινά, τα βαρετά εκείνα
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μην μοιάζει.
Η αρχική διαίρεση του ποιήματος είναι διχοτομική. Αποτελείται από δύο τετράστιχες στροφές. Η πρώτη στροφή αποτελείται από τέσσερις περιόδους , ενώ η παρενθετική περίοδος, όπως υποδηλώνει και η παύλα, θεωρείται ανεξάρτητη στη δομή.
Η δεύτερη στροφή ακολουθεί τον ίδιο χωρισμό. Παρατηρείται ωστόσο, μια «ισοδυναμία», ένα παράλληλο δομικό σχήμα, στην τρίτη περίοδο της πρώτης στροφής, προς αυτήν την τρίτη της δεύτερης στροφής : ενέχουν και οι δύο θέση επεξήγησης προς την προηγούμενη.
Στην πρώτη στροφή έχουμε τέσσερις ανεξάρτητες προτάσεις , που είτε μόνες τους αποτελούν περίοδο, είτε συνδέονται παρατακτικά μεταξύ τους. Στη δεύτερη στροφή κάθε στίχος αποτελεί και περίοδο. Η πρώτη περίοδος αποτελείται από δύο κύριες προτάσεις συνδεόμενες παρατακτικά μεταξύ τους, ενώ η δεύτερη περιέχει την μοναδική εξαρτημένη αναφορική πρόταση του ποιήματος: «που έρχονται…». Η τρίτη περίοδος είναι μια πρόταση, ενώ η τέταρτη αποτελείται από δύο προτάσεις, μια κύρια και μια δεύτερης τάξεως, βουλητική, η οποία εκφέρεται με την μοναδική Υποτακτική της όλης σύνθεσης που ενέχει θέση κατηγορουμένου, υπό την έννοια: καταντά το αύριο «ανόμοιο με αύριο»: χωρίς προσδοκία αλλαγής .
Υπάρχει σαφής αντιστοιχία μεταξύ των κύριων προτάσεων και των δύο στροφών. Είναι από πέντε στην καθεμία. Σαφώς καθορισμένα είναι τα υποκείμενα σε κάθε ρήμα της κύριας πρότασης και στη μοναδική αναφορική. Σε όλες τις περιπτώσεις είναι άψυχα: μη δηλωτικά προσώπων , άμεσα σχετιζόμενα είτε με αντικείμενα [3 φορές: πράγματα, 8: εκείνα (πράγματα)], είτε με το χρόνο: [1: άλλη (μέρα), 4: στιγμές, 5: μήνας, 8: αύριο].
Η μοναδική εξαίρεση είναι ο στίχος 6, όπου υπάρχει υποκείμενο δηλωτικό προσώπου: «κανείς». Η αόριστη επιμεριστική αντωνυμία είναι, έτσι, η μόνη αναφορά, για την οποία «στήθηκε όλος ο ποιητικός κόσμος». Ένας κόσμος που αποτελείται από χρόνο και αντικείμενα τα οποία βρίσκονται σε σχέση αναφοράς προς ένα υποκείμενο που είναι ο «κανείς». Η μη δήλωση ποιότητας του υποκειμένου, σε συνδυασμό με τη θέση του (στον 6ο στίχο, δύο στίχους πριν από το τέλος), οδηγεί σε σημασιολογικές υποθέσεις που το φέρνουν σε αντιπαράθεση με τη συνεχώς εντεινόμενη κατάσταση του α-σήμαντου [μη σημαντικού, άνευ σημασίας] που το περιβάλλει. Πιο παραστατικά, γύρω από μια συσσώρευση των όμοιων και απαράλλαχτων πραγμάτων, μονότονων και τελικά βαρετών, κινείται και εδρεύει ο κανείς : «κανείς μέσα στο τίποτα».
Εξετάζοντας τα ρήματα θα δούμε πως όλα αναφέρονται σε Ενεστώτα και Μέλλοντα. Ο Ενεστώτας είναι επαναληπτικός, με όρια που επεκτείνονται και στις χρονικές διαστάσεις: παρελθόν, παρόν και μέλλον. Η μελλοντική ειδικά διάσταση δηλώνεται και καθαρά με τον επώνυμο προσδιορισμό της, μέσω του μέλλοντα χρόνου στο 2ο στίχο, και με διασκελισμό στη συνέχειά του στον 3ο στίχο. Δήλωση μελλοντικής διάστασης εκφρασμένη με ρήμα έχουμε και στον τελευταίο στίχο με τη χρήση της Υποτακτικής, δεδομένου ότι η Υποτακτική εδώ, ενταγμένη μέσα στην παραβολική πρόταση, εκφράζει το προσδοκώμενο και άρα δεν είναι έγκλιση , αλλά «χρόνος» ισοδύναμος με οριστική μέλλοντα. Έτσι έχουμε δήλωση του μέλλοντα, στην πρώτη στροφή με το ίδιο ρήμα (απλό και σύνθετο) δύο φορές, στη δεύτερη στροφή στο ληκτικό στίχο, και στο τέλος αυτού (στο κλείσιμο του ποιήματος) μια έγκλιση –χρόνο.
Δήλωση όμως της μελλοντικής διάστασης βρίσκουμε και πάλι στο ληκτικό στίχο με τη χρήση του επιρρήματος «αύριο», σε έντονη επανάληψή του δύο φορές μέσα στον ίδιο στίχο σε διπλανές θέσεις: «το αύριο σαν αύριο…». 0 συντακτικός του ρόλος είναι πολλαπλός: δύο φορές είναι υποκείμενο [στα: καταντά, μοιάζει], ενώ στο δεύτερο ρήμα έχει ταυτόχρονα και θέση κατηγορουμένου. Πρόκειται για ισοδυναμία που στηρίζεται στην αντίθεση που μέσα της κλείνει όλες τις χρονικές στιγμές. Το «αύριο» του 8ου στίχου αντιπαρατίθεται στο «χθεσινά» του 7ου και φορτίζεται ποιοτικά από το διπλανό του επίθετο «βαρετά»
Οι μόνες λέξεις που με σαφήνεια εκφράζουν ποιότητες και χρωματίζουν το ποίημα στο σύνολό του, βρίσκονται -κυκλικά- στον αρχικό και στο 2ο στίχο, στον 7ο και στον τελευταίο στίχο του ποιήματος, ανοίγοντας και κλείνοντας το ποίημα τιθέμενες σε αντιδιαμετρικά συμμετρικές θέσεις..
Το επίθετο «μονότονη», που στο ουσιαστικό του τιτλοφορεί και το ποίημα, βρίσκεται σε δύο συνεχόμενους στίχους χαρακτηρίζοντας την ίδια λέξη (και χρονική διάσταση) : «ημέρα» δύο φορές. Στον 7ο στίχο υπάρχει και η ποιότητα που αποδίδεται στα εννοούμενα από τον αντωνυμιακό τύπο «εκείνα» (πράγματα): θεωρούνται «βαρετά», επισημαίνοντας την τοποθέτηση του ποιητή απέναντι στα πράγματα, μαζί με την ψυχική του διάθεση.
Ποιότητα εκφράζεται και στο ρήμα «καταντά» που δηλώνει «πτώση», μια φθίνουσα κατάσταση και χαρακτηρίζει τη μελλοντική διάσταση του «αύριο». Έτσι ο τελευταίος στίχος είναι ο περισσότερα «φορτωμένος» στίχος του ποιήματος. Εκεί, από τον ποιητή, πέφτει το βάρος του μηνύματος της σύνθεσης, που ορίζει την επανάληψη, την κατάντια και τη μιζέρια.
Κανονικότητα και πλήρης αντιστοιχία υπάρχει μεταξύ πρώτης και δεύτερης στροφής αναφορικά με τα μεταβατικά και τα αμετάβατα ρήματα (:υπάρχουν τόσα μεταβατικά, όσα και αμετάβατα).
Τα μεταβατικά κατανέμονται από τρία σε κάθε στροφή.
Στην 1η στρ. (2ος στ.: ακολουθεί, 4ος στ.: βρίσκουνε, αφίνουν )
Στην 2η στρ. (1ος στ.:φέρνει, 2ος στ.: εικάζει, 4ος στ.: μοιάζει)
Οι μεταβάσεις στο σύνολό τους αφορούν άψυχα, εκτός της μοναδικής στο ποίημα περίπτωσης του ληκτικού στίχου της πρώτης στροφής, όπου τα δύο ρήματα (βρίσκουνε, αφίνουν) των ανεξάρτητων προτάσεων που αποτελούν την περίοδο, έχουν ως αντικείμενο τον αδύνατο τύπο της προσωπικής αντωνυμίας του α΄ προσώπου : «μας», δίνοντας έτσι την αίσθηση του συνόλου του ανθρωπίνου γένους που στην ποιητική αντίληψη είναι μέτοχος «των όμοιων στιγμών» που «το βρίσκουν και το αφήνουν». Στην ίδια αντίληψη εντάσσεται και η παντελής έλλειψη ανθρώπινης ενέργειας ή πρωτοβουλίας, με φωτεινή εξαίρεση – στην ίδια όμως νοηματική βάση- τον ήδη σχολιασμένο 6ο στίχο [: η μόνη παρέμβαση, δηλαδή, είναι απλά για να υποθέσεις τα ίδια: τη μονότονη επανάληψη] . Στην ίδια σφαίρα κινείται και η «αφηγηματική τεχνική» του ποιήματος: τα γεγονότα παρουσιάζονται στην εξέλιξή τους ως «κινούμενα» από ένα τρίτο πρόσωπο: κάποιοι άλλοι κινούν τα νήματα και όλοι εμείς («μας») είμαστε μαριονέτες, όπως συμβαίνει και με το μόνο έμψυχο πρόσωπο που σε σχέση με αυτά στέκεται εξωτερικά και είναι ποιοτικά αδιάφορο: «κανείς».
Τα αμετάβατα ρήματα κατανέμονται ως εξής: στην 1η στρ.: 2ος στ. :θα γίνουν, 3ος: θα ξαναγίνουν. Στην 2η στρ: 1ος στ: περνά, 2ος: έρχονται, 4ος στ. καταντά, ενώ στον 3ο στ. υπάρχει και το «είναι» .
Δομιστικά, όσο και σημασιολογικά, ιδιαίτερη αξία έχει το μοναδικό σύνθετο ρήμα του ποιήματος: «ξαναγίνουν». Αν το δούμε αφαιρώντας του την πρόθεση και τοποθετώντας την ως επίρρημα συνδυαστικά μέσα στο στίχο:
2: θα γίνουν,
3: τα ίδια πράγματα, θα γίνουν ξανά – πάλι
θα παρατηρήσουμε δύο όμοια ρήματα, σε μια περίοδο σε διασκελισμό, συνοδευόμενα από δύο λεξιλογικά ταυτόσημα χρονικά επιρρήματα. Αυτή η έντονη επανάληψη κι ο πλεονασμός [ξανα-γίνουν πάλι] , όπως και η δήλωση της ενέργειας στο κέντρο, περιβαλλόμενη από επιρρήματα δηλωτικά επανάληψης, δίνουν θέση εξυπηρετώντας τη σημασιολογία του ποιήματος, σε ένα παράλληλο σχήμα στο συντακτικό, λεξιλογικό, μορφολογικό και φωνολογικό επίπεδο της γλώσσας, το οποίο πετυχαίνει να «αντηχήσει» με ακρίβεια την «επανάληψη των ίδιων πραγμάτων στην ζωή».
Έτσι κι αλλιώς, ο Καβάφης επέλεξε ολόκληρο το ποίημα να είναι γεμάτο από παραλληλισμούς επαναληπτικού χαρακτήρα.
Πλεκτή παροξύτονη η ρίμα, σε στίχους ιαμβικούς, ανισοσύλλαβους –αλλού 10 στίχοι, αλλού 14- χωρίς φροντίδα της χασμωδίας, αλλά με προσοχή στη στίξη, όπως ήδη είπαμε, στις περιόδους, στις παύσεις. Ο Καβάφης δεν χρησιμοποιεί κατά κανόνα ομοιοκαταληξία. Εδώ που το κάνει, φαίνεται πως είναι επιλογή του για να ειρωνευτεί, με έναν ακόμα τρόπο, το μαγκανοπήγαδο που έχουμε ενταχθεί και μας εμπαίζει. Επανάληψη η ζωή, επανάληψη και ο στίχος…
Έτσι, το τέλος του στίχου συνοδεύεται από συνηχήσεις, στη δεύτερη στροφή , όπου έχουμε κορύφωση νοηματική και ηχητική της επανάληψης [1: Μήνας…μήνα, 3: είναι…εκείνα] . Παρηχήσεις διακρίνονται με καθαρότητα των ένρινων «ν» στην αρχή κάθε στροφής: στον 1ο στίχο, της 1ης στροφής και στον 1ο στ. της 2ης στροφής, οπότε και έχουμε επιπλέον ηχητικό σούρσιμο από το «ρ». Όλα αυτά συντελούν σ’ ένα ηχητικό άκουσμα του ρυθμού που ανταποκρίνεται στη μονοτονία, πραγματώνοντας τον ηχητικό συμβολισμό των λέξεων. Θα έλεγα ότι μπορούμε να διαβάσουμε το ποίημα σε τρεις ίδιους συνεχείς τόνους, αν και η πρότασή μου ενέχει τον κίνδυνο της υποκειμενικότητας, αφού η ανάγνωση ενός κειμένου είναι κύρια θέμα ενός εκάστου που το απαγγέλει. Ο Jacobson σχετικά υποστηρίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο ένα δεδομένο “παράδειγμα στίχου” πραγματώνεται από ένα “παράδειγμα παρουσιάσεως”, εξαρτάται από το «πρότυπο παρουσιάσεως» το οποίο ανήκει σε αυτόν που απαγγέλει: μπορεί –για παράδειγμα – να προτιμήσει το έμμετρο ύφος, ή να τεθεί υπέρ μιας προσωδίας που πλησιάζει την πρόζα, ή να κινηθεί ελεύθερα μεταξύ αυτών των δύο πόλων. Οπωσδήποτε όμως, έξω από τις όποιες διαφορετικές παρουσιάσεις, στο συγκεκριμένο ποίημα του Καβάφη, νοιώθεις ότι ο κανόνας του Pope έχει ικανοποιηθεί: “ο ήχος πρέπει να είναι η ηχώ της σημασίας” είχε προτρέψει.
Θα επιχειρήσουμε και μια ακόμα εξέταση στο φωνητικό πεδίο. Ο Jacobson δέχεται τις σημασιολογικές υποδηλώσεις της χρήσης των φωνηέντων: τα οπίσθια υπονοούν κάτι το σκοτεινό, το μελαγχολικό, ενώ τα πρόσθια οδηγούν τη σκέψη σε κάτι χαρούμενο, γρήγορο, φωτεινό. Στο συγκεκριμένο ποίημα –μαζί με τον τίτλο του- παρατηρούμε μια περίεργη ισοδυναμία ως προς τον τρόπο άρθρωσης : 41: /a/ ανοικτά, 19: /ο/ και 15/e/ ημιανοιχτά (σύνολο 34), και 5:/u/ και 29 / i/ κλειστά (σύνολο:34). Ως προς τον τόπο άρθρωσης έχουμε 29 /ι/ και 15 /e/ (σύνολο 44 πρόσθια) , 19 /ο/ και 5/υ/ (σύνολο 24 οπίσθια) και 41 /α/ κεντρικά . Δεν μπορούμε όμως παρά να λάβουμε υπόψη μας την Ελληνική γλώσσα, η οποία στην πλειονότητα των φωνητικών της επιλογών έχει πρόσθια και κεντρικά φωνήεντα.
Φωνητικά , ωστόσο, ξεχωρίζει η έντονη επιλογή των κλειστών ένρινων και υγρών συμφώνων. Υπάρχουν 28 /ν/, 13 /μ/, τα οποία μαζί με τα 6 πλευρικά /λ/ και τα 7 «παλλόμενα με πολλούς κραδασμούς» /ρ/ αυξάνουν τη μουσικότητα και το ηχητικό αποτέλεσμα του «σουρσίματος» και της επαναληπτικής, χωρίς απρόοπτα, μονοτονίας.
Μια άλλη πλευρά της ανάλυσης αποτελούν τα επίθετα τα οποία κατανέμονται: στην 1η στρ.: 1ος στ. μονότονη, 2οςστ. μονότονη, απαράλλακτη, 3ος στ. ίδια, 4ος στ.όμοιες, με ολοκάθαρη τη χρήση των ίδιων ή ταυτόσημων σημασιολογικά λέξεων σε ολόκληρη τη στροφή. Στη 2η στρ. στον 3ο στ. έχουμε τα «χθεσινά» που ταυτίζονται με το άχρωμο « βαρετά».
Υφολογικά –στο επίπεδο του λεξιλογίου- θα σημείωνα τη συνειδητή απουσία αποκλίσεων από τη νόρμα, με επιλογή λέξεων από το καθημερινό λεξιλόγιο, στο παιχνίδι της έντασης της εντύπωσης της μονοτονίας, της «βαρεμάρας», του προσδοκώμενου, του προβλέψιμου, που ο ποιητής πιστεύει πως ισχύει για το μέλλον, όπως για το παρόν και το παρελθόν (:αύριο= χθες= σήμερα)
Στο επίπεδο της σύνταξης παρατηρούμε αντιστοιχία μεταξύ του 2ου από την αρχή και 2ου από το τέλος στίχο του ποιήματος: επιθετικοί προσδιορισμοί που λειτουργούν κατηγορηματικά προσδίδοντας ιδιότητα. Μόνο που το “χθεσινά” και το “βαρετά” συνοδεύονται από οριστικό άρθρο γιατί έπονται του ρήματος. Ακολουθώντας την ίδια πορεία συμμετριών παρατηρούμε τον 3ο από την αρχή και 3ο από το τέλος στ. να ισοδυναμούν σημασιολογικά αναφερόμενοι και οι δύο σε μέλλοντα χρόνο. Επιπλέον, η ευκολία της εικασίας που εντοπίζεται στον 7ο στ., αιτιολογείται από τον 3ο στ. [ :εύκολα κανείς εικάζει τα ίδια πράγματα..]. Στον 3ο στ. μάλιστα, της 1ης στρ. ανήκει και η παρενθετική περίοδος η οποία ισορροπεί τη σύνθεση, καθώς ισοδύναμα μοιράζει δύο ημιπεριόδους αναφερόμενη με την ίδια ευκολία είτε στο α΄ είτε στο β΄ ημιστίχιο. Δεν χρησιμεύει τόσο για να “σταματήσει” ή να “αλλάξει” τους στίχους, όσο για να τους επιτείνει.
Πρόκειται για κεντρικούς στίχους του ποιήματος: ο ποιητής αναφέρεται στο παρόν, δηλώνοντας και το παρελθόν, για να εικάσει και να “προδικάσει” το μέλλον. Το νοούμενο σχήμα είναι: κεντρικό νόημα στους δύο προαναφερθέντες στίχους με κορύφωση της έντασης του μηνύματος στον τελευταίο στίχο, όπου και έχουμε την ανάπτυξη του όλου σχήματος: διαπιστώνεται η μονοτονία του χθες και του σήμερα, προδικάζεται το αύριο και ομολογείται ότι πρόκειται για μια φθίνουσα αρρωστημένη κατάσταση του “μαγγανοπήγαδου” που η κάθε ύπαρξη χωρίς δράση –και αντίδραση- την υπομένει.
Ανάλογη συμμετρική αντιστοιχία διαπιστώνεται και στον ληκτικό στίχο της 1ης στρφ. με τον αρχικό της 2ης στρφ., αφού το “όμοιες στιγμές” πραγματώνεται μέσα από την επανάληψη “μήνας περνά και φέρνει άλλο μήνα”.
Αξιόλογο στοιχείο είναι και το χρονικό επίρρημα “πια” που κλείνει την κύρια πρόταση του ληκτικού στίχου, υπογραμμίζοντας έτσι τη λήξη του ποιήματος και την κορύφωση της μονοτονίας :”και καταντά…πια” ευδιάκριτη είναι και η ηχητική ομοιότητα που επιτυγχάνεται με τη συνήχηση.
Θα ολοκληρώσουμε αυτή τη “δοκιμαστική” υφολογική ανάλυση με το μορφολογικό επίπεδο της γλώσσας. Σε ποίημα 8 στίχων από το πτωτικό σύστημα συναντούμε μόνο ονομαστική και αιτιατική. Καμία διάθεση εναλλαγής και ποικιλίας. Ελλείπουν παντελώς η γενική και η κλητική.
Τα πρόσωπα του ρήματος είναι μόνο το 3ο Ενικό και 3ο Πληθυντικό και αφορούν κυρίως –όπως ήδη είπαμε- άψυχα αντικείμενα. Μετοχές δεν υπάρχουν. Εγκλίσεις είναι μόνο η Οριστική και μία και μοναδική Υποτακτική σε εξαρτημένη πρόταση που ταυτίζεται περισσότερο με μέλλοντα, επιβεβαιώνοντας την απόλυτη σχεδόν ομοιομορφία του ποιήματος στην επιλογή των μέσων και των εκφραστικών του τρόπων.
Γενική αποτίμηση:
Είναι φανερό ότι το υφολογικό αξίωμα του Jacobson ότι η ποιητική λειτουργία προβάλλει την αρχή της ισοδυναμίας από τον άξονα της επιλογής στον άξονα του συνδυασμού των γλωσσικών στοιχείων βρήκε την άριστη εφαρμογή στον Καβάφη. Μέσα από πλειάδα ισοδυναμιών, συμμετριών, κανονικοτήτων, λεκτικών και ηχητικών τεχνικών, το συγκεκριμένο ποίημα, που κινείται και στη σημασιολογική σφαίρα της επανάληψης, πέτυχε να περάσει το μήνυμά του δικαιώνοντας το δημιουργό του. Επαναλαμβάνεται ρυθμικά η δήλωση της χρονικής διάστασης και του αψύχου περιβάλλοντος η οποία μέσα από την κραυγαλέα έλλειψη ανθρώπινης ενέργειας επιτείνει την έννοια της αρρωστημένης κατάστασης του σταθερά προβλέψιμου, ανιαρού , χωρίς κανένα ενδιαφέρον και ποιότητα, μέλλοντος.
Η δομιστική ανάλυση πέτυχε να δείξει στο έπακρο όλα αυτά τα στοιχεία του αποαυτοματοποιημένου λόγου του Καβάφη. Κατά τον Jacobson κάθε επιλογή είναι εμπρόθετη. Κατά τη γνώμη μου, όχι (τουλάχιστον όλες τις φορές και για όλες τις επιλογές). Όπως και να ’χει όμως, ενδιάθετες ή εμπρόθετες οι επιλογές, συνειδητές ή ασυνείδητες οι όποιες αποκλίσεις, η ποιητική γραμματική βοήθησε να τις ανιχνεύσουμε και να οδηγηθούμε στην ανάλυση του ποιητικού έργου «εκ των έσω» σφαιρικότερα, με στόχο ολιστικό.
Άλλωστε και η αντικειμενική, επιστημονικού τύπου ανάλυση έχει την αξία της, κυρίως όταν δεν νοείται αποκλειστικά, αλλά συμπληρωματικά στην κάθε απόπειρα ερμηνείας της όποιας λογοτεχνικής δημιουργίας.
της Χαράς Κοσεγιάν
0 Σχόλια