Είχε ψηλό παράστημα, με αδύνατα άκρα και μακριά, λεπτά δάχτυλα. Τα μαλλιά του καστανόξανθα, σπαστά, που δεν άργησαν να γκριζάρουν και να αραιώσουν πάνω από το μέτωπο. Τα μάτια κάπου ανάμεσα στο πράσινο και το γκρι, κρυμμένα κάτω από δασιά, σγουρά φρύδια. Ένα λεπτό, ανεπαίσθητο μουστάκι ακριβώς στη γραμμή του πάνω χείλους. Παλάμες ροζιασμένες, χέρια ως τη μέση του βραχίονα, πρόσωπο και λαιμός ροδοψημένα, χειμώνα – καλοκαίρι, από τον ήλιο και την θαλασσινή αλμύρα. Σοβαρός και απρόσιτος, λιγομίλητος προς το αμίλητος περισσότερο, με μια περισυλλογή στο βλέμμα και με την αίγλη του αυστηρού να τον περιβάλλει.
Δεν ξέρω αν η σχέση του με τη θάλασσα ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Σίγουρα πάντως ήταν μια μεγάλη αγάπη, που της έμεινε πιστός ως το τέλος της ζωής του. Γιος ψαρά, είχε χνωτιστεί μαζί της από μικρό παιδί. Πλούσια κυρία, ντυμένη στο βαθύ μπλε, σαγηνευτική και πλανεύτρα, απρόβλεπτη όμως και ανά πάσα στιγμή σκληρή και δύστροπη. Πολλοί επίδοξοι εραστές αποφάσιζαν να φλερτάρουν τα κάλλη της. Εκείνη όμως αυστηρή, απαιτούσε από τους μνηστήρες της, πειθαρχεία και απόλυτο σεβασμό.
Τα καλοκαίρια, κάποιες φορές μ’ έπαιρνε μαζί του στη βάρκα, να τον ψευτοβοηθάω. Μ’ έβαζε στο τιμόνι, μου έδειχνε κάποιο σημάδι στον ορίζοντα και μου έλεγε:
-Βάλε την πλώρη μας εκεί πάνω και κράτα σταθερή πορεία, μέχρι να σου πω.
Εκείνος εντωμεταξύ, έριχνε ή μάζευε τα δίχτυα, ξεψάριζε, έβαζε τα ψάρια στον πάγο, ξέπλενε τη βάρκα με θαλασσινό νερό , είχε το νου του και σε μένα και μου πετούσε καμιά οδηγία κάπου κάπου.
Καθόμουν λοιπόν στο τιμόνι της βάρκας και καμωνόμουν την καπετάνισσα. Η καπετάνισσα του γλυκού νερού… Τις φορές που τύχαινε η θάλασσα να είναι ψιλοανταριασμένη, έκανα την πορεία της βάρκας να μοιάζει μ’ αυτή του μεθυσμένου, που προχωρά νύχτα, σε σκοτεινό σοκάκι γεμάτο λακκούβες. Το τιμόνι βαρύ, με παρέσερνε μια αριστερά, μια δεξιά. Όταν μ’ έβλεπε λοιπόν να βολοδέρνω να ισορροπήσω ανάμεσα στο πάνω – κάτω και στο πέρα – δώθε, έρχονταν πίσω στην πρύμνη και κάτω από το λεπτό μουστάκι του, χάραζε ένα αμυδρό χαμόγελο. Άδραχνε τότε το τιμόνι και με επιδέξιες και στιβαρές κινήσεις δάμαζε τα κύματα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ο καλός ο καπετάνιος στην φουρτούνα φαίνεται.
Η αλήθεια είναι πως ψαροσύνη δεν σου εξασφαλίζει ένα σταθερό εισόδημα. Από την άλλη βέβαια ποτέ δεν μας άφησε νηστικούς. Πάντα υπήρχαν δυο ψάρια να τα ρίξεις στο τηγάνι ή την κατσαρόλα και δεν ήταν λίγες οι φορές που στο τραπέζι μας είχαμε εκλεκτά θαλασσινά εδέσματα, που άλλοι για να τα έχουν, έπρεπε να τα χρυσοπληρώσουν. Η κάθε μέρα του βέβαια, ήταν μια αναμέτρηση με τα στοιχεία της φύσης, με μόνα του εφόδια, τη σκληρή δουλειά, την πείρα που είχε αποκτήσει με τα χρόνια και την ελπίδα για καλή τύχη. Έριχνε τα δίχτυα του εκεί που ψυχανεμίζονταν πως την συγκεκριμένη στιγμή μπορεί να βρίσκονται τα ψάρια και περίμενε ως την επόμενη μέρα που θα τα σηκώσει, για να δει τι έπιασαν.
…Η μέρα εκείνη είχε δείξει από το ξεκίνημα της πως δεν θα έδινε καλή ψαριά. Τα ψάρια που ανέβαιναν στη βάρκα, λιγοστά και μισοφαγωμένα. Τα δίχτυα σε πολλά σημεία ήταν σκισμένα και κρέμονταν από τα σχοινιά σαν ξεφτισμένα κρόσσια. Θα είχε σηκώσει σχεδόν τα μισά και μέσα στην ψαρόκασσα είχαν μαζευτεί μόνο πέντε έξι χάνοι, δυο τρις κούβακες και μια μισοφαγωμένη πεσκαντρίτσα. Καθώς περνούσε η ώρα τα δίχτυα ανέβαιναν όλο και πιο χαλασμένα και ψάρι ούτε για δείγμα. Ήταν προφανές, πως κάτω στο βυθό κάποιοι είχαν στήσει τσιμπούσι με τα ψάρια που ήταν πιασμένα στα δίχτυα μας. Σε λίγο, για να επαληθευτούν οι υποψίες του, μια ομάδα από καμιά δεκαριά πτερύγια έσκισε την επιφάνεια του νερού, γύρω στα πενήντα μέτρα μπροστά από την πλώρη της βάρκας. Πήραν ανάσα για μια στιγμή και βούτηξαν πάλι στα βαθιά μπλε νερά.
-Κερατένια δελφίνια… έτριξε μέσα από τα δόντια του.
Άρχισε να μαζεύει τα δίχτυα με απλωτές, νευρικές κινήσεις των χεριών. Όσο μπορούσε πιο γρήγορα, για να ελαττώσει τη ζημιά. Ξαφνικά ένοιωσε ένα δυνατό τράβηγμα και μετά την αντίσταση των διχτυών να λιγοστεύει απότομα μέσα στα χέρια του. Οι κινήσεις του τώρα πια έγιναν ακόμη πιο γρήγορες, μανιασμένες. Δεν άργησε να ανεβάσει πάνω τις κομμένες άκρες των δύο σχοινιών. Η παλάμη του έτρεμε καθώς έσφιγγε μέσα της αυτά τα τελευταία ξέφτια. Η ζημιά ήταν σίγουρα μεγάλη και θα επιβάρυνε όλη την υπόλοιπη αλιευτική περίοδο.
Πέταξε κάτω την κομμένη άκρη των διχτυών και ήρθε να πιάσει το τιμόνι. Θα ξεκινούσε μια απεγνωσμένη προσπάθεια αναζήτησης της τελικής άκρης των διχτυών, που τώρα πια έτσι κομμένα που ήταν, αρμένιζαν μεσοπέλαγα, παραδομένα στα θαλάσσια ρεύματα. Τη στιγμή εκείνη μας πλεύρισε με παιχνιδιάρικη διάθεση, ένα από αυτά τα χαριτωμένα κατά τ’ άλλα θηλαστικά. Έβγαλε το κεφάλι του από το νερό, μισάνοιξε το στόμα και μας χάρισε το πριονωτό του χαμόγελο.
Μόλις το είδε ο καπετάνιος τινάχθηκε σαν να τον τσίμπησε σκορπίνα. Με μια απότομη κίνηση του χεριού του, πέταξε το ψάθινο καπέλο απ’ το κεφάλι του. Με το άλλο χέρι τράβηξε έναν χοντρό μουσαμά που ήταν στριμωγμένος δίπλα στο σπιράγιο της μηχανής. Ξέθαψε από κάτω ένα καμάκι με ξύλινο κοντάρι και μεταλλική μύτη, σαν τρίαινα. Το ζύγιασε στο δεξί του χέρι, το σήκωσε ψηλά και σημάδεψε ίσια στο μάτι του δελφινιού. Ταλαντεύτηκε δυο τρία δευτερόλεπτα σ’ αυτή τη θέση αναποφάσιστος. Μετά στρίβοντας απότομα τον κορμό του προς το εσωτερικό της βάρκας, εξακόντισε με όλη του τη δύναμη το καμάκι, που αναπήδησε με κρότο πάνω στην κουβέρτα. Στόλισε με κάμποσα κοσμητικά επίθετα, όχι και τόσο κολακευτικά, το καημένο το ζώο και τράβηξε εμφανώς συγχυσμένος κατά την πλώρη. Έπεσε στα γόνατα και έσφιξε δυνατά με τις παλάμες του την κουπαστή. Στύλωσε το βλέμμα του στον ορίζοντα, εκεί που η μπλε γραμμή της θάλασσας σβήνει μες το γαλάζιο του ουρανού. Έτσι γονατιστός σαν να προσεύχονταν, με τη ματιά του σ’ αυτή τη γραμμή που ενώνει τα επίγεια με τα επουράνια, έψαχνε να βρει τις απαντήσεις στα ερωτηματικά του.
Εγώ που όλη αυτή την ώρα είχα παγώσει ακίνητη σε μια άκρη, τον πλησίασα δειλά. Έτσι όπως ήταν γυρισμένος δεν ήξερα αν είχε ξεθυμάνει η οργή του.
-Γιατί το άφησες να φύγει; Ρώτησα μέσα στην παιδική μου αφέλεια…
-Μικρή μου, είπε χωρίς να με κοιτάξει, η θάλασσα είναι το δικό τους χωράφι. Εμείς μπαίνουμε και θερίζουμε χωρίς να σπέρνουμε, θα ξεπερνούσε όμως κάθε όριο να σκοτώναμε τελικά και τους νόμιμους ιδιοκτήτες.
-Μα ποιο όριο; Ποιος βάζει τα όρια; Πάλι με ψαρόσουπα θα τη βγάλουμε… γκρίνιαξα.
Τότε μόνο γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. Στο ήρεμο πια πρόσωπο του διέκρινα και πάλι εκείνη την υποψία χαμόγελου, κάτω απ’ το λεπτό μουστάκι.
-Τα όρια μικρή μου για τον κάθε άνθρωπο πρέπει να τα βάζει η καρδιά. Αυτή μιλάει και ορίζει τα πρέπει, τα θέλω και τα μπορώ του καθενός μας… Για μένα μια χαρά είναι και η ψαρόσουπα…
-Ναι, πες μας τώρα ότι μιλάνε και οι καρδιές… και σε ποια γλώσσα παρακαλώ;
Χαμογέλασε τώρα ξεκάθαρα και έστρεψε το βλέμμα πάλι σ’ εκείνη τη μακρινή γραμμή του ορίζοντα.
-Έλα μπαμπά, σε παρακαλώ πες μου. Πώς ξέρεις ότι έχεις φτάσει στα όρια σου;
-Όταν η καρδιά σου μικρή μου, μιλήσει για να σου βάλει τα όρια της, δεν σου αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις. Εκεί που χτυπάει και σου κόβει την ανάσα, εκεί είναι το όριο για τις πράξεις σου και τα όνειρα σου… Κατάλαβες σαϊνάκι;
Έμεινα να κοιτάζω σαν χάνος μες το γκριζοπράσινο των ματιών του… Πώς να τον καταλάβω τότε, που ήμουν ακόμη μικρή. Τότε ξυπνούσα και κοιμόμουν κάθε μέρα με καινούργιο καρδιοχτύπι. Συμβαίνει αυτό στους νέους ανθρώπους, γιατί γεννιόμαστε χωρίς όρια και καλούμαστε να ζήσουμε μόνο και μόνο για να ανακαλύψουμε ως που μπορούν να φτάσουν τα πρέπει, τα θέλω και τα μπορώ του καθενός μας. Αυτό που μου έμαθε ο καπετάνιος πατέρας μου εκείνη τη μέρα, είναι πως αυτό που κάνει τον άνθρωπο μοναδικό και τον ξεχωρίζει από τ’ άλλα ζωντανά πλάσματα, είναι πως δεν αναγνωρίζει μόνο το στομάχι σαν συνομιλητή του στην διαμόρφωση των ορίων του, αλλά και την καρδιά.
_
Πολύ όμορφα γραμμένο το κείμενό σας και τρυφερό το δίδαγμα της καρδιάς…Τα όρια της καρδιάς είναι τα πιο σεβαστά …καμιά φορά τα συγχέουμε με τα όρια του νου…κι εκεί αρχίζει το μπέρδεμα…