‘Νάπολη’
Ὦ ἄνθρωποι ἀόριστοι!
Ὦ γενεαὶ ἀγνώριστοι
τῶν ἐρχομένων χρόνων!
(Παναγιώτης Σούτσος, Ποιήσεις)
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
–
Ο Παναγιώτης Καλαμαράς,[1] μετάφρασε, επιμελήθηκε και δημοσίευσε το 2023, ένα πολύ ενδιαφέρον ταξιδιωτικό δοκίμιο του Γερμανού φιλοσόφου, Εβραϊκής καταγωγής Walter Benjamin, και της φίλης και αγαπημένης του, Λετονής ηθοποιού Άσια Λάτσις, την οποία μάλιστα δεν διστάζει να χαρακτηρίσει ως «μπολσεβίκα»[2] σε ένα γράμμα του προς τον Γκέρσομ Σόλεμ, στα 1924.
Σε αυτό το δοκίμιο[3] που αρχικά δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ‘Franfurter Zeitung’ στις 19 Αυγούστου του 1925, έχοντας την μορφή άρθρου γνώμης και όχι δοκιμίου (όπως το γνωρίζουμε σήμερα), οι δύο συγγραφείς[4] καταγράφουν τις σκέψεις τους και τις εντυπώσεις τους από την μητρόπολη του Νότιας Ιταλίας: Ήτοι, την πόλη της Νάπολη, η οποία την φετινή χρονιά τέθηκε εκ νέου στο προσκήνιο λόγω του ότι η ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης κατέκτησε μετά από πολλά χρόνια το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου της ‘Serie A.’
Βέβαια, το ποδόσφαιρο δεν ενδιέφερε τον Walter Benjamin καθόλου, με αποτέλεσμα να μην το συμπεριλάβει στην συγκεκριμένη έκδοση.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφερθούμε πως καθίσταται αρκούντως συμβολική η συμβολή του Παναγιώτη Καλαμαρά, που εν προκειμένω, όχι μόνο μεταφράζει[5] με επάρκεια την ‘πυκνή’ γλώσσα του Benjamin[6] (δεν εκτιμούμε, θεωρητικώ τω τρόπω, πως ο μεταφραστής είναι θιασώτης της αντίληψης εκείνης που εκλαμβάνει την μετάφραση ως «τέχνη»,[7] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση της Ευαγγελίας Χατζηγεωργίου), αλλά, προσφέρει στον αναγνώστη το δοκίμιο σε ολοκληρωμένη μορφή και όχι σε δημοσιογραφικού τύπου ‘συνέχειες,’ παρέχοντας του μία ευκαιρία να αποκτήσει μία εικόνα του Benjamin πρώτα ως ‘περιηγητή’ μέσα σε μία πόλη, και εν συνεχεία ως συγγραφέα ταξιδιωτικών δοκιμίων.
Παράλληλα, παρέχει την δυνατότητα και στον μελετητή του φιλοσοφικού έργου[8] του Γερμανού φιλοσόφου, να δώσει έμφαση σε ένα λιγότερο γνωστό έργο του, το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί το ‘magnum opus’ του, δίχως όμως αυτό να σημαίνει πως στερείται αξίας και δη λογοτεχνικής αξίας.[9]
Σε αυτό το σημείο, οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, λέγοντας πως το περί Νάπολης δοκίμιο δεν πρέπει να συσχετισθεί με την συγγραφή του βιβλίου ‘Η Καταγωγή του Γερμανικού μπαρόκ δράματος’ και κυρίως με την συγκέντρωση υλικού για την συγγραφή του για όσο χρονικό διάστημα ο Benjamin βρισκόταν στην Ιταλική πόλη.[10]
Η διαδικασία της γραφής με την οποία ήσαν απολύτως εξοικειωμένος ο Benjamin και προτού ακόμη επισκεφθεί την Νάπολη, είναι ‘παρούσα’ και εκεί, στο εγκάρσιο σημείο όπου ο ίδιος σπεύδει να παρατηρήσει, να βιώσει, να δει αυτό που δεν ‘προσέχουν οι άλλοι,’ να αφουγκρασθεί την σχεδόν ‘δαιδαλώδη’ καθημερινότητα του Ναπολιτάνου και να ‘συν-αισθανθεί’, προτού καταγράψει τις εντυπώσεις του.
Προτού τις προσδώσει συγκεκριμένο περιεχόμενο και μορφή. Ένα ερώτημα που προκύπτει σχεδόν αβίαστα, δύναται να είναι το ακόλουθο: Υπάρχουν στην Μπενγιαμινική αφήγηση δόκιμες ‘παρεμβολές’ που να αναφέρονται στην οικογένεια του συγγραφέα;
Άλλως πως, υπάρχουν στιγμές μέσα στο βιβλίο στις οποίες να ‘φωτίζεται’ το «οικογενειακό παρελθόν»[11] του, σύμφωνα με την διατύπωση της Λάππα; Δεν θα διστάσουμε να απαντήσουμε λέγοντας πως Όχι, δεν υπάρχουν τέτοιες στιγμές εντός της Μπενγιαμινικής αφήγησης, η οποία είναι προσανατολισμένη, σχεδόν αποκλειστικά, στην σε μία όσο το δυνατόν πιο ευσύνοπτη περιγραφή της Νάπολη.
Όμως, εδώ ακριβώς ενσκήπτει ένα ιδιαίτερο ‘κενό’. Και ποιο είναι αυτό; Είναι το ότι δίπλα ακριβώς στον όρο ‘ευσύνοπτη’ οφείλουμε να προσθέσουμε και τον όρο ‘συμπυκνωμένη’.
Μέσα σε λίγες πυκνογραμμένες σελίδες, ο Μπένγιαμιν και η σύντροφος του Άσια Λάτσις προσπαθούν να συμπεριλάβουν όλα όσα ‘πρέπει’, όλα όσα αξίζει να αφηγηθούν ‘προς τρίτους.’ Και η έμφαση δίδεται αφενός μεν στην καθημερινότητα των κατοίκων, ή αλλιώς, στην καθημερινή κίνηση που επιτελείται γύρω από το κέντρο της πόλης, και, αφετέρου δε, στην περιγραφή τοπόσημων της πόλης, περιγραφή όμως που πόρρω απέχει από την έννοια ή την μορφή του ‘ερείπιου.’
Ο Benjamin και η Λάτσις ενδιαφέρονται πρωτίστως να παρουσιάσουν ενώπιον του αναγνώστη και κυρίως του Γερμανόφωνου αναγνώστη, ένα ιστορικό μνημείο ή έναν ιερό ναό ως ‘έχουν,’ ολοκληρωμένους και απολύτως συνδεδεμένους με την καθημερινότητα των κατοίκων της πόλης, αρκετοί εκ των οποίων, ακόμη και αν δεν γνωρίζουν την ιστορία που ‘κρύβουν’, αντιλαμβάνονται ή ορθότερα, διαισθάνονται την σημαντικότητα τους.
Εμβαθύνοντας περισσότερο στα του δοκιμίου, θα επισημάνουμε πως η ως άνω διαπίστωση αναδεικνύει στην επιφάνεια τον καθαυτό ανταγωνιστικό χαρακτήρα που προσέδωσαν στο δοκίμιο τους για την Νάπολη οι Μπένγιαμιν και Λάτσις, κυρίως απέναντι στους τουριστικούς οδηγούς του Γερμανού εκδότη Καρλ Μπέντεκερ, το όνομα του οποίου μνημονεύεται, έστω και μία φορά, όχι όμως τυχαία. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο;
Σημαίνει πως πρόθεση των δύο συγγραφέων καθίσταται η αισθητή διαφοροποίηση από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς του Μπέντεκερ, από το περιεχόμενο τους και την αισθητική τους, πράγμα που επιτυγχάνουν σε σημαντικό βαθμό, ιδίως εάν λάβουμε υπόψιν το γεγονός πως μπορούν και συνυφαίνουν με διαλεκτικό τρόπο, τόσο την παροχή χρηστικών πληροφοριών για την πόλη και για την ιστορία της (όπως ένας ταξιδιωτικός οδηγός ‘Μπέντεκερ’), όσο και την επιλεκτική ανάλυση τους, εκεί όπου συνυπάρχουν ο οιονεί φιλοσοφικός τόνος και το φλέγμα, η κοινωνιολογικού τύπου προσέγγιση με την αλληλεπίδραση με τους Ναπολιτάνους.[12]
Ο Μπένγιαμιν και η Λάτσις, φαίνεται πως ενστερνίζονται την ακόλουθη αρχή ή αλλιώς, το ακόλουθο αξίωμα: ‘Εάν δεν ‘συγχρωτιστείς’ με τους κατοίκους, δεν πρόκειται να καταφέρεις να αποκρυπτογραφήσεις την πόλη και τα μυστικά της’.
Και αν μη τι άλλο, τον Μπένγιαμιν τον ‘γοήτευε’ η διαδικασία της αποκρυπτογράφησης ακόμη και μικρών και καθημερινών πραγμάτων (βλέπε το κείμενο ‘Αποσυσκευάζω τη βιβλιοθήκη μου’), θεωρώντας πως συνιστά μία εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την αποκρυπτογράφηση της ανθρώπινης ιστορίας.
Πιάνοντας το αναλυτικό ‘νήμα’ από εκεί όπου το αφήσαμε πιο πάνω, θα υπογραμμίσουμε πως με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή μέσω της ‘επιτυχίας’ του να διαφοροποιηθούν από τον Μπέντεκερ και την δική του ‘σχολή’ και όχι ‘ρεύμα σκέψης’ (ακόμη και αν δεν το παραδέχεται ευθέως, ο Μπένγιαμιν έχει διαποτιστεί’ από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς του Μπέντεκερ, για να θυμηθούμε και τις περιώνυμες ‘Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας’), οι δύο συγγραφείς που δεν έχουν την ίδια συμβολή στη συγγραφή αυτού του βιβλίου, ‘εγκαινιάζουν’ την ‘σχολή’ του ταξιδιωτικού δοκιμίου, επηρεάζοντας μεταγενέστερους συγγραφείς, μεταξύ αυτών και τον Νίκο Καζαντζάκη. Η ‘Νάπολη’ ιδωμένη εν συνόλω, δεν σχετίζεται με την έννοια της «πρωτο-ιστορίας»[13], κατά την Αγγελική Σπυροπούλου.
Αντιθέτως, με άξονα την έννοια του ”πορώδους” (καθαυτό Μπενγιαμινική έννοια), γύρω από την οποία αναπτύσσεται η αφήγηση (η έννοια του ”πορώδους”, ήτοι της ρευστότητας των πραγμάτων, διαπερνά την αφήγηση), ο Walter Benjamin και η Asja Lacis συγκροτούν μία εικόνα της Νάπολης όπως την αντιλαμβάνονται οι ίδιοι.
Πρώτον, τα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού καθίστανται δυσδιάκριτα, ‘πορώδη,’ ασαφή και αόριστα, με την Ναπολιτάνικη οικία προτού μετασχηματισθεί συμβολικά σε κάτι άλλο από αυτό για το οποίο έχει δημιουργηθεί, να ‘παραγάγει’ ζωή (γέννα) και να φιλοξενεί ζωή.
Η Ναπολιτάνικη ‘πορώδης’ οικία, μετασχηματίζεται με τέτοιον τρόπο, ώστε και να εκπέμπει ζωή (κίνηση των ατόμων που μένουν εκεί προς τα έξω, προς τον δημόσιο χώρο), και να λειτουργεί ως ‘κέντρο διερχομένων’ τύπου ‘όλοι οι καλοί χωράνε,’ όντας, μετά τον συμβολικό και πρακτικό μετασχηματισμό της, ‘μικρογραφία’ (ή μήπως ‘σκηνογραφία’; ) του Ναπολιτάνικου κέντρου και της εκεί συγκέντρωσης ανθρώπων.
Δεύτερον, η έννοια του ‘πορώδους’ ‘διατρέχει’ και τον ίδιο τον δημόσιο χώρο, ο οποίος, σύμφωνα με τους Μπένγιαμιν και Λάτσις, “πρέπει να είναι παντοιοτρόπως ανοιχτός στο απροσδόκητο, πρέπει πάντοτε να είναι εξασφαλισμένη η δυνατότητα για να συμβεί κάτι άλλο”.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο χώρος έχει σχεδιασθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να προκύπτει διαρκώς η δυνατότητα της ‘εξόδου,’ να μεγεθύνεται και να συρρικνώνεται αναλόγως της συγκυρίας και των ‘αναγκών’ των κατοίκων που μπορεί να προκύψουν.
Ως προς αυτό, θα τονίσουμε, πως πολλά χρόνια μετά το δοκίμιο των Μπένγιαμιν-Λάτσις’, ένας Αργεντίνος ποδοσφαιριστής ονόματι Ντιέγο Αρμάντο Μαραντόνα (δεν είμαστε ‘fan’ του Μαραντόνα, όμως η περίπτωση του καθίσταται συμβατή με το περιεχόμενο της ανάλυσης μας), χωρίς να διαθέτει γνώση του περιεχομένου του δοκιμίου, αξιοποίησε έναν καθαυτό Ναπολιτάνικο ‘χώρο’ όπως είναι το γήπεδο ‘Σαν Πάολο,’ καθιστώντας τον “ανοιχτό” στο μέχρι εκείνη την στιγμή ”απροσδόκητο”: Ήτοι, στην κατάκτηση του Ιταλικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου από την ομάδα της Νάπολης.
Ο Μαραντόνα, με τις περίτεχνες ντρίμπλες και την κίνηση του εντός αγωνιστικού χώρου, ‘εποίκισε’ το φαντασιακό των Ultras της ομάδας και των κατοίκων της πόλης, καθιστώντας την, από τότε, το μοναδικό σχεδόν μείζον σημείο αναφοράς της.
Ο Γερμανός διανοητής και ο Αργεντινός ποδοσφαιριστής υπόρρητα συγκλίνουν μεταξύ τους, καθότι, και οι δύο την ‘εξύμνησαν,’ και οι δύο ‘αφέθηκαν’ να παρασυρθούν από τους ρυθμούς της (για των Γερμανικών αρχών Benjamin αυτό ήσαν πολύ πιο δύσκολο), και οι δύο της προσέδωσαν ‘φήμη’: Ο μεν Μπένγιαμιν επανεπινοώντας με τον δικό του ευφάνταστο και δημιουργικό τρόπο, ο δε Μαραντόνα, καθιστώντας την, ένα παν-Ιταλικό και όχι μόνο ποδοσφαιρικό πλέον, σημείο αναφοράς.
Τρίτον, ‘πορώδης’ μπορεί να είναι και ο ύπνος των κατοίκων της πόλης. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως μπορεί να λάβει χώρα οπουδήποτε, να είναι πολύ σύντομης διάρκειας και να μην είναι ‘εξασφαλισμένος,’ κάτι που συνεπάγεται πως μπορεί να διακοπεί από το οτιδήποτε, ακόμη και από μία ανεπαίσθητη κίνηση. Εάν συμβεί αυτό, το υποκείμενο σηκώνεται και συνεχίζει, σπεύδοντας να ενσωματωθεί στη ‘βουή’ του πλήθους.
Ο Μπένγιαμιν και η Λάτσις παρατηρούν τον Ναπολιτάνο που κοιμάται και επαναπροσδιορίζουν δραστικά την διαδικασία του ύπνου, προσλαμβάνοντας τον ως κάτι απολύτως φυσικό, όπως και παντού άλλωστε, και, επίσης, ως κάτι ‘απολύτως Ναπολιτάνικο’ που σχετίζεται με την ‘ζωτικότητα’ και την ‘ενεργητικότητα’ της πόλης.
Στην Νάπολη αυτός που κοιμάται επί του δημόσιου χώρου δεν το πράττει για να ξεκουραστεί, αλλά, αντιθέτως, για να ανακτήσει όσες δυνάμεις χρειάζεται για να ‘επιστρέψει’ σε συνηθισμένες δραστηριότητες: Να διασκεδάσει, να ανταλλάξει απόψεις, να φλερτάρει, να πιει, να παίξει παιχνίδια στο καφενείο. Εάν δεν το πράξει, κάποιος άλλος ‘παραμονεύει’ για να του ‘πάρει την θέση’. Οι Benjamin & Lacis, έγραψαν ένα βιβλίο για μία πόλη παραδοσιακή όσο και μοντέρνα.
_____
[1] Bλέπε σχετικά, Benjamin, Walter., & Lacis, Asja., ‘Νάπολη,’ Επιμέλεια-Μετάφραση: Καλαμαράς, Παναγιώτης, Παρέγκλισις, Αθήνα, 2023. Σαφώς, κινούμενοι σε ένα θεωρητικό-επιστημονικό επίπεδο, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την συμβολή της Λετονής ηθοποιού στη συγγραφή αυτού του δοκιμίου. Όμως, εκτιμούμε πως η συμβολή του Walter Benjamin είναι αρκετά μεγαλύτερη συγκριτικά με αυτή της Λάτσις. Για να τεκμηριώσουμε αυτή την υπόθεση εργασίας που κάνουμε, θα προβούμε στις κάτωθι παρατηρήσεις: Πρώτον, υπάρχουν εντός του δοκιμίου γλωσσικές εκφράσεις και ολόκληρα αποσπάσματα τα οποία από την μία πλευρά, παραπέμπουν στο γνώριμο Μπενγιαμινικό ύφος, σε αυτές τις εμβριθείς και στοχαστικές ενίοτε παρατηρήσεις, οι οποίες τον τοποθετούν στην ‘πρωτοπορία’ των ευρωπαίων συγγραφέων της περιόδου του Μεσοπολέμου (ας θυμηθούμε εδώ την ανάλυση του Δημήτριου Γιατρομανωλάκη περί ευρωπαϊκής πρωτοπορίας και ‘μυθογένεσης’), και, από την άλλη, προοικονομούν ή αλλιώς, θέτουν τις βάσεις για την δημιουργία του μελλοντικού του έργου. Ας δώσουμε στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού. Γράφουν χαρακτηριστικά οι δύο συγγραφείς: «Πριν ακόμη μπορέσει να σκεφτεί κανείς για έναν μετασχηματισμό του τοπίου σε μιαν άλλη κατεύθυνση, εκείνο ήδη αποτιμούσε τα αποτελέσματα με μια ευφάνταστη ευσυνειδησία. Στη σχολαστικότητα του κρυβόταν η προφητεία των αυτοκινητόδρομων». Σε αυτό το απόσπασμα από την ‘Νάπολη’ εντοπίζουμε ‘πρώιμα ίχνη’ των μετέπειτα Μπενγιαμινικών αντιλήψεων περί νεωτερικού πολιτισμού και νεωτερικότητας που δεν χρειάζεται εδώ να την αποκαλέσουμε «μυθική», όπως πράττει η Αγγελική Σπυροπούλου. Μία ευθεία αναφορά στην έννοια του «μετασχηματισμού» η οποία, στο Μπενγιαμινικό σκεπτικό και στην Μπενγιαμινική ‘ιδιόλεκτο’ ήσαν συνώνυμη του ‘ολοκληρωτικά καινούργιου.’ Ο μετα-σχηματισμός, στη φάση ολοκλήρωσης του και όχι στη φάση εξέλιξης, σημαίνει ‘μετάβαση’ από το συμβατικό στο νέο, στο καινούργιο, που μπορεί και επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων σε μία κοινωνία. Μία σχεδόν ‘κρυπτική’ διάθεση ή αλλιώς, διαφορετικό ειπωμένο, ένα ‘κρυπτικό’ πνεύμα από το οποίο βρίθουν οι κλασικές ‘Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας’. Πιο «τοπίο» μετασχηματίζεται και γιατί; Ο Μπένγιαμιν το αφήνει στη διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη, στον οποίο, αρκετές φορές, έβαζε διάφορους γρίφους. Δεύτερον, η έννοια του ‘πορώδους’ στην οποία γίνεται και εκτενής αναφοράς στο ‘κυρίως σώμα’ του κειμένου, είναι καθαυτό Μπενγιαμινική, και διαπερνά, όχι μόνο την ‘Νάπολη’ αλλά και το σύνολο του έργου του. Μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε πως η Λάτσις και δεν είχε κάποια ιδιαίτερη γνώση επί του ‘πορώδους’ όταν γνώρισε τον Walter Benjamin στην Ιταλία, ώστε να είναι σε θέση να ‘χτίσει’ με άξονα αυτή μία συνεκτική αφήγηση, και δεν θα μπορούσε, μέσα σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από την στιγμή που γνώρισε τον Benjamin και συνδέθηκε μαζί του, να κάνει εκτενή χρήση αυτής προκειμένου να γράψει ένα δοκίμιο, μιμούμενη το ύφος και το ‘στυλ’ του Μπένγιαμιν. Τρίτον, η ενίοτε λογοτεχνίζουσα, ‘στυλιζαρισμένη’ γραφή (βέβαια, η Λάτσις διέθετε θεατρική παιδεία, κάτι που μας ωθεί να πούμε πως δεν θα ήσαν διόλου παράξενο το να είχε διαβάσει σημαντικά λογοτεχνικά έργα/Και πάλι όμως, αυτή η παρατήρηση δεν αρκεί για να μας ωθήσει να τονίσουμε πως διέθετε ένα ‘λογοτεχνίζον’ ύφος: Εφόσον δεν υπήρξε συστηματική γραφέας, θα ήσαν εν τοις πράγμασι δύσκολο να αποκτήσει άμεσα αυτό το ύφος) παραπέμπει επίσης στον Γερμανό φιλόσοφο, ο οποίος διάνθιζε με αυτή την λογοτεχνίζουσα γραφή, θεωρητικά του κείμενα, επιθυμώντας κατά κύριο λόγο να διαφοροποιηθεί από στοχαστές εκείνης της περιόδου που καθιστούσαν τα κείμενα και τις αναλύσεις τους δυσνόητες. Ήθελε ο Walter Benjamin με αυτόν τον τρόπο να καταστήσει εύληπτη και κατανοητή την ανάλυση του στους αναγνώστες της εποχής του; Όχι, είναι η απάντηση μας, αφού ο Benjamin δεν διέθετε τέτοιες ανησυχίες, φροντίζοντας να διαχωρίσει την θέση του από τον αναγνώστη, δηλώνοντας με έμμεσο τρόπο το εξής: ‘Αν θα μπορέσεις να με καταλάβεις, είναι δικό σου θέμα και δική σου έγνοια.’ Τέταρτον, αυτές οι μεταβάσεις από την αυτοσυγκράτηση στον ενθουσιασμό που δεν μπορεί να κρυφτεί, είναι επίσης ενδεικτικό Μπενγιαμινικό μοτίβο. Όταν ο Μπένγιαμιν αντικρίζει ‘ζωή’, ενθουσιάζεται και γράφει ανάλογα. Βλέπε σχετικά, Γιατρομανωλάκης, Δημήτριος., ‘Πολιτικές μυθογένεσης. Τέχνη και Διανόηση στην Ευρωπαϊκή Πρωτοπορία,’ Επιμέλεια: Παπακώστας, Δημήτρης, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 2020. Ο Μπένγιαμιν δεν επιχείρησε να ανασκευάσει κάποιον δημοφιλή ή μη αρχαιοελληνικό μύθο, όπως έπραξαν καλλιτέχνες όπως ο Ισπανός ζωγράφος Σαλβαδόρ Νταλί, εμπλουτίζοντας με αυτόν τον τρόπο, και θεματικά και από την άποψη των ιδεών, το έργο του. Μία βαθύτερη προσέγγιση στο έργο του ύστερου Μπένγιαμιν μπορεί να μας δώσει μία πρώτη απάντηση επ’ αυτού. Όπως εναργώς διαφαίνεται στις ‘Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας,’ ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ήσαν προσανατολισμένος στη μελέτη και στην κριτική ανακατασκευή της πραγματικής ιστορίας και όχι του μύθου. Βλέπε και, Σπυροπούλου, Αγγελική., ‘Εισαγωγή: Η μυθική νεωτερικότητα του Βάλτερ Μπένγιαμιν,’ χ.χ., Διαθέσιμο στο: 011-352 (alexandria-publ.gr)
[2] Βλέπε σχετικά, Benjamin, Walter., & Lacis, Asja., ‘Νάπολη,’ Επίμετρο της Ελληνικής Έκδοσης, σελ. 38-39. Ο καθηγητής του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Θανάσης Γκιούρας, τονίζει πως σημαντικό ρόλο στη «σύνθετη συγκρότηση ενός κριτικού εγχειρήματος» από πλευράς Μπένγιαμιν, διαδραματίζει ο Γκέρσομ Σόλεμ, με τον οποίο αντάλλαζε επί μακρόν επιστολές. Ουσιαστικά, ο Σόλεμ καθίσταται ο πρώτος αποδέκτης των εντυπώσεων που είχε αποκομίσει ο Μπένγιαμιν από την Νάπολη και από την Ιταλική και την Ναπολιτάνικη, εν στενή εννοία, κουλτούρα, εάν συνυπολογίσουμε το γεγονός πως του έστελνε γράμματα από την Ιταλία, για να παραφράσουμε ελαφρώς τον τίτλο της γνωστής σειράς περιπαικτικών διηγημάτων του Ρώσου συγγραφέα Μαξίμ Γκόρκι που είναι ‘Ιστορίες από την Ιταλία.’ Άρα, μπορούμε να πούμε, έχοντας κατά νου την όλη εικόνα πλέον, δύο αλληλοσυνδεόμενο επίπεδα: Το πρώτο είναι αυτό του ‘βλέπειν-διαβάζειν’ στο οποίο εντάσσεται ο Γκέρσομ Σόλεμ, που λειτουργεί ως αποδέκτης των Μπενγιαμινικών εντυπώσεων χωρίς να παρεμβαίνει και επίσης, χωρίς να προχωρά σε παρατηρήσεις και σε διορθώσεις. Και το δεύτερο, είναι αυτό του ‘συν-γράφειν,’ στο οποίο ανήκουν τόσο ο Μπένγιαμιν όσο και η σύντροφος του, η οποία εκτίθεται στην Μπενγιαμινική μέθοδο γραφής. Οι ρόλοι δεν μεταβάλλονται: Επ’ ουδενί η Λάτσις στην οποία έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία ο Μπένγιαμιν, δεν μετατρέπεται σε αποδέκτη του λόγου του και των εντυπώσεων του, σε ένα πολύ λεπτό σημείο όπου από την αρχή έως το τέλος, ‘συν-γράφει’. Η παρουσία του Σόλεμ στη ζωή του Μπένγιαμιν και η θεωρητική και διανοητική επίδραση που του ασκούσε δεν μπορεί να αντικατασταθεί από την Λάτσις (και πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά άλλωστε; ), παρά την αγάπη του προς το πρόσωπο της. Στον Σόλεμ εκμυστηρεύεται την γνωριμία του μαζί της, την θετική εντύπωση που σχημάτισε για το πρόσωπο της, τον ρόλο που αυτή επιτελεί στον καθημερινό καταμερισμό της εργασίας του. Πρώτα συζητά και πραγματοποιεί ατέρμονους διαλόγους μαζί της και μετά γράφει ως τα ξημερώματα. Είναι αρκετά πιθανό (δυστυχώς, είναι δύσκολο να επιχειρήσουμε να τεκμηριώσουμε αυτή την υπόθεση εργασίας), η γνωριμία του Μπένγιαμιν με την Λάτσις να καλλιέργησε το έδαφος για την συγγραφή του ταξιδιωτικού δοκιμίου με αποκλειστικό θέμα την Νάπολη και τις γύρω περιοχές. Ας το δούμε αναλυτικότερα: Η χαρά για την γνωριμία του με ένα πρόσωπο «άξιο αναφοράς» όπως το ονομάζει, η σκέψη πως μπορεί να ‘γνώρισε τον έρωτα’ αν και δεν υπάρχει τίποτε το ερωτικό στη ‘Νάπολη,’ μπορεί να τον ενθουσίασε τόσο πολύ, ώστε να τον ωθήσει να γράψει ένα κείμενο για την Νάπολη. Και για την ακρίβεια, να προτείνει στην Λάτσις να συνεργαστούν για την συγγραφή του κειμένου. Ο φιλόσοφος Τέοντορ Αντόρνο αποκαλεί την μέθοδο γραφής του Μπένγιαμιν ως «μικρολογική». Σύμφωνα με τον ίδιο, «επιτρέποντας στη σκέψη να έρθει πολύ κοντά στο αντικείμενο της, το αντικείμενο γίνεται τόσο ξένο όσο και ένα καθημερινό γνώριμο αντικείμενο κάτω από ένα μικροσκόπιο». Μόνο που στη ‘Νάπολη’ παρατηρούμε, από την αρχή ακόμη της αφήγησης που δεν διαθέτει κάποιον πρόλογο (θα επανέλθουμε σε αυτό το θέμα), πως ο Μπένγιαμιν αποδίδει έμφαση σε κτίρια μεγάλους μεγέθους και όχι απαραιτήτως σε μικρά έως πολύ μικρά. Είναι και αυτός ένας τρόπος παρατήρησης και μάλιστα ‘από μέσα προς τα έξω’, όπως συμβαίνει στην περίπτωση μίας κλασικής Ναπολιτάνικης οικίας. Μπορεί να θεωρηθεί αυτή μικρού μεγέθους; Όχι βέβαια. Οπότε, εδώ ανακύπτει μία αισθητή διαφοροποίηση από την κατά Αντόρνο «μικρολογική» μέθοδο παρατήρησης και γραφής, με τον Μπένγιαμιν να κατα-γράφει δίχως να αφήνει να αιωρείται στην επιφάνεια η αίσθηση πως ανά πάσα στιγμή θα αλλάξει ‘οπτική γωνία’ αφήγησης και θα αρχίσει να γράφει (ας μην ξεχάσουμε την Λάτσις, αν και αυτό δεν είναι πάντα εύκολο), για κάτι μικρό όσο ένα μολύβι, όσο ένα πιάτο που χρησιμοποιείται για την κατανάλωση ζυμαρικών. Βλέπε σχετικά, Γκιούρας, Θανάσης., ‘Ελευθερία και Ιστορία. Με βασική αναφορά στις θέσεις Για την έννοια της ιστορίας του Walter Benjamin,’ Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2018, σελ. 268. Βλέπε και, Adorno, T., ‘Prisms,’ MIT Press, Μασαχουσέτη, 1990, σελ. 240.
[3] Η Νάπολη μπορεί να ήταν και να είναι μία μητρόπολη του Ιταλικού νότου (η πορεία ανάπτυξης που ‘διαγράφει’ συγκλίνει ουσιαστικά με αυτή του Πειραιά: Οι δύο πόλεις αρχίζουν σταδιακά να αναπτύσσονται από τις αρχές του 20ου αιώνα), δεν μπορεί να συγκριθεί όμως εύκολα με μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως είναι το Παρίσι, η πόλη-‘φετίχ’ του Μπένγιαμιν, που, κατά τον ίδιο, αντανακλά τον ευρωπαϊκό νεωτερικό ή μοντερνιστικό τρόπο ζωής και τις γόνιμες αντιφάσεις του, μεγεθύνοντας οτιδήποτε μικρό και ‘τρεφόμενη’ με ισόποσες δόσεις μοντερνισμού και ιστορίας. Το ταξιδιωτικό δοκίμιο ‘Νάπολη’ άσκησε αποφασιστική εξέλιξη στην διαμόρφωση της καθαυτό νεωτερικής σκέψης του Μπένγιαμιν (παρά το ό,τι δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε την επίδραση της Εβραϊκής παράδοσης στο έργο του και στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του), καθώς τον βοήθησε να εξειδικεύσει ή αλλιώς, να συγκεκριμενοποιήσει έτι περαιτέρω την έννοια του ‘πορώδους’ (για τον Μπένγιαμιν, δύσκολα κάποιος μπορεί να ‘αντισταθεί’ στο ‘πορώδες’), αναπτύσσοντας την πιο συστηματικά σε μεταγενέστερα έργα και μετατοπίζοντας την προς τα πεδία της ιστορίας, της φιλοσοφίας και της πολιτικής, και, να θέσει τις βάσεις για την μετέπειτα μελέτη όχι μίας απλά Γαλλικής, αλλά μίας Ευρωπαϊκής-Δυτικής μητρόπολης, όπως είναι το Παρίσι. Μελετώντας εκ των έσω την Νάπολη, κατόρθωσε να επιβεβαιώσει εκ των προτέρων τιθέμενες υποθέσεις: Τον ρόλο της κίνησης που συνιστά έναν εκ των ‘κινητήριων μοχλών’ της εξέλιξης και της διαμόρφωσης της ιστορίας. Το ότι ο περιώνυμος Μπενγιαμινικός flaneur παρατηρεί και βιώνει, αλλά δεν συμμετέχει σε διάφορα θεάματα εντός πόλης. Στην ‘Νάπολη’ τόσο ο Μπένγιαμιν όσο και η Λετονή ηθοποιός δεν συμμετέχουν στις διάφορες δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα ακόμη και στο κέντρο της πόλης. Το ότι η διαδικασία μετατροπής μεμονωμένων ατόμων σε πλήθος που συγκεντρώνεται σε ένα σημείο προσφέρει από μόνη της ‘θέαμα.’ Διαφορετικά ειπωμένο, δίχως την ‘Νάπολη’ και τις οξυδερκείς παρατηρήσεις που αυτή περιέχει επί σειράς θεμάτων, δύσκολα ο Μπένγιαμιν θα καταπιάνονταν με ένα εξ ορισμού σύνθετο εγχείρημα όπως είναι η καταγραφή όλων εκείνων των χαρακτηριστικών που καθιστούν το Παρίσι την ‘ενσάρκωση’ της νεωτερικότητας. Σε αυτό το δοκίμιο εξέλιξε πρωταρχικά, τις ιδέες του, και όχι το ‘στυλ’ γραφής του το οποίο, από την στιγμή όπου ήσαν καλά εδραιωμένο και αποδοτικό (δεν μπορούμε να μιλήσουμε βέβαια για την διαμόρφωση ενός ‘brand Μπένγιαμιν εν καιρώ Μεσοπολέμου) δεν υπήρχε λόγος να το αλλάξει. Βλέπε και, Benjamin, Walter., ‘Παρίσι, πρωτεύουσα του 19ου αιώνα. Παρουσίαση του 1939,’ Μετάφραση: Σινοπούλου Ρόζαλι, Εκδόσεις Ουαπίτι, Αθήνα, 2020.
[4] Η Μπενγιαμινική μελέτη για το Παρίσι και για τους εκεί μετασχηματισμούς που έχουν συντελεσθεί με την πάροδο των ετών (ουσιαστικά, η Μπενγιαμινική μέθοδος αποκλίνει από αυτή του Γάλλου συγγραφέα Ονορέ Ντε Μπαλζάκ: Εάν ο δεύτερος δεν δίσταζε να τοποθετήσει την δράση εντός του χώρου της οικίας, χώρος προσφιλής και στον ίδιο καθότι εκεί ‘συλλάμβανε’ τις ιστορίες του, τότε ο Μπένγιαμιν τοποθετεί την δράση ‘έξω’, στον δημόσιο χώρο, δίδοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στο άτομο που κινείται έξω από τον ιδιωτικό χώρο και ευρύτερα, έξω από τους κλειστούς χώρους/Έτσι οφείλουμε να προσεγγίσουμε τον ‘flaneur, ήτοι τον σκεπτικό περιηγητή μίας πόλης/Ως κάποιον που βρίσκεται διαρκώς ‘έξω’, αναζητώντας το απρόοπτο, το απροσδόκητο), συνιστά το μόνο ολοκληρωμένο τμήμα του ανολοκλήρωτου έργου του ‘Passagenwerk.’ Δεν θα βιαστούμε, με θεωρητικούς όρους, να το αποκαλέσουμε ως ένα ιδιαίτερο ‘θραύσμα’ που βρήκε την θέση του μέσα στο ‘Passagenwerk’. Περισσότερο μας ενδιαφέρει να εστιάσουμε στο γεγονός πως ο Γερμανός διανοητής καθίσταται εκ των πρώτων, εάν όχι ο πρώτος σε τέτοια έκταση, που καταφέρνει να εντοπίσει με χαρακτηριστική ακρίβεια, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθιστούν το Παρίσι μυστηριώδες και συνάμα γοητευτικό, σκοτεινό και φωτεινό, πολύβουο, φαντασμαγορικό και ‘μοναχικό’ υπό την έννοια του ότι ο επισκέπτης έχει την δυνατότητα να διασχίσει τους δρόμους του και να βρει απόμερα μέρη δίχως πολύ κόσμο, Γαλλικό και Ευρωπαϊκό, μοντέρνο και παραδοσιακό, καθαρό και βρώμικο. Κανένα εξ αυτών των αντιθετικών σχημάτων δεν απορρίπτεται: Απεναντίας, όλα διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο ώστε να συγκροτηθεί ο Παρισινός ‘αστερισμός’ (άλλος ένας αγαπημένος όρος του Benjamin, για τον οποίο όσο περισσότερο διεισδύεις κάτω από την επιφάνεια μίας πόλης σαν το Παρίσι, τόσο περισσότερο ανακαλύπτεις τον ‘αληθινό’ της χαρακτήρα), εντός του οποίου ο Μπένγιαμιν τοποθετούσε τον εαυτό του. Εντός του οποίου ένιωθε ένας ελεύθερος και απαλλαγμένος από άγχη, flaneur. Κάτι παρόμοιο βέβαια μπορεί να ειπωθεί και για την Νάπολη που εδώ μας ενδιαφέρει. Δεν θα ήταν λάθος να τονίσουμε πως ο Μπένγιαμιν ένιωθε πολύ πιο άνετα στο Παρίσι (να πως προκύπτει εντός ανάλυσης το στοιχείο του κοσμοπολιτισμού∙ Και με σημερινούς όρους, ο Μπένγιαμιν ήταν ένας κοσμοπολίτης), από ό,τι στο Βερολίνο, έχοντας ως ‘καθοδηγητή’ το ‘πνεύμα’ του Γάλλου ποιητή Σαρλ Μπωντλαίρ: ‘Μέθα με ότι σου δίνει αυτή η πόλη’. Παραπέμπουμε τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη στην πλέον πρόσφατη έκδοση του ‘Passagenwerk’ στην ελληνική γλώσσα, συμπληρωμένο από τις κατατοπιστικές παρατηρήσεις του Γεράσιμου Κουζέλη. Η συνεισφορά του Κουζέλη καθίσταται εξόχως σημαντική, ακριβώς διότι κρατά την σκέψη του Walter Benjamin αυστηρά εντός ενός γνωσιοθεωρητικού και επιστημονικού πλαισίου, αποφεύγοντας να την επιχρωματίσει και να την φορτίσει πολιτικά ή αλλιώς, πολιτικοϊδεολογικά, όπως πράττουν διάφορα μέλη Αριστερών συλλογικοτήτων που καταπιάνονται πλέον με το έργο του Μπένγιαμιν προσλαμβάνοντας το, απλοϊκά και εσφαλμένα, ως ‘εργαλείο ταξικής πάλης.’ Ως ‘εργαλείο χειραφέτησης από τον αστικό τρόπο ζωής’. Για αρκετά μέλη αυτών των εξω-κοινοβουλευτικών κατά βάση Αριστερών ομάδων, ο Μπένγιαμιν αντικαθιστά τον Ιταλό μαρξιστή στοχαστή Αντόνιο Γκράμσι, διαθέτοντας και πρωτοτυπία αλλά και ευρύτητα πνεύματος, στοιχείο που δεν διέθετε σε τόσο μεγάλο βαθμό ο Γκράμσι. Όμως, το εν συνόλω έργο του Μπένγιαμιν υπερβαίνει τα ιδεολογικά στεγανά: Όσοι το επιχειρούν, και δεν είναι και λίγοι, πέφτουν στην ‘παγίδα’ της αποσπασματικότητας, της επιλεκτικής ανάγνωσης και πρόσληψης, της ακραίας ‘ιδεολογικοποίησης’ που δεν οδηγεί πουθενά, της άρσης της ευρύτητας του, την στιγμή όπου πρώτοι αυτοί την παραδέχονται. Και αυτή είναι μία αντίφαση εν τοις όροις. Άτομα όπως ο μαρξιστής Σάββας Μιχαήλ προσπαθούν να συγκεράσουν την ιδεολογική τους στράτευση με την επιστημονική προσέγγιση. Βλέπε σχετικά, ‘Η «Δεσμίδα Ν» της εργασίας περί στοών. Γνωσιοθεωρητικά, θεωρία της προόδου,’ Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 2021. Αξίζει να μνημονεύσουμε, πέραν του Γεράσιμου Κουζέλη, και τον Θανάση Γκιούρα, ο οποίος επίσης έχει συμβάλλει στο να μην απωλέσει το έργο του Μπένγιαμιν τον επιστημονικό του χαρακτήρα, λειτουργώντας ως απλό, κομματικό ‘εγχειρίδιο’ με αιχμή τις ‘Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας.’ Όσο όμως συνεχίζουμε την ανάλυση μας, τόσο περισσότερο ερχόμαστε αντιμέτωποι με το στοιχείο της ‘έκπληξης,’ όπως ίσως συνέβαινε και με τον Μπένγιαμιν. Στα ονόματα των δύο θεωρητικών που αναφέραμε, μπορούμε να προσθέσουμε και ένα τρίτο: Αυτό του Κοσμά Ψυχοπαίδη, ο οποίος μας προσέφερε εμβριθείς αναλύσεις του τρόπου με τον οποίο ο Μπένγιαμιν, προτού συγκροτήσει μία δική του αντίληψη περί ιστορίας και ιστορικής προόδου, την αναλύει. Το καλειδοσκόπιο, όπως θα έγραφε και ο Γεράσιμος Κουζέλης, ανοίγει.
[5] Ο Παναγιώτης Καλαμαράς, μπόρεσε να μεταφράσει με ικανοποιητικό τρόπο και αρκούντως παραστατικά τις «πολιτισμικές διαφορές» (στρεφόμαστε στην ανάλυση του Darbelnet όπως την παρουσιάζει η Χατζηγεωργίου), που εντοπίζει ο Μπένγιαμιν μεταξύ Ιταλών και Βορειουρωπαίων και κυρίως των Γερμανών. Ο Καλαμαράς δεν μεταφράζει με τον στιβαρό, επιστημονικό τρόπο που το κάνει ο Θανάσης Γκιούρας στο βιβλίο του ‘Ελευθερία και Ιστορία.’ Ούτε μένει απαραιτήτως ‘πιστός’ στο Μπενγιαμινικό ύφος ή στο Μπενγιαμινικό ‘πνεύμα’ όπως πράττει αντίστοιχα ο Βαγγέλης Μπιτσώρης. Δίχως να αποκλίνει από το τελευταίο (δεν είναι εύκολο να επιχειρήσει ένας μεταφραστής κάτι τέτοιο: Πως αλλιώς να μεταφέρεις την Μπενγιαμινική έννοια του ‘πορώδους’ στα ελληνικά, χωρίς να ‘αλλοιώσεις’ το Μπενγιαμινικό ‘πνεύμα’ και τον τρόπο με τον οποίο νοηματοδοτεί τον όρο ο Μπένγιαμιν; ), εμφορείται από την αγάπη του για τον Μπένγιαμιν, από ένα πάθος να ακολουθήσει την ίδια διαδρομή που αυτός έκανε στη Νάπολη, από την αίσθηση πως με αυτόν τον τρόπο ή ορθότερα ‘μόνο’ με αυτόν τον τρόπο μπορεί να συμβάλλει στην προώθηση των σκοπών του «κοινωνικού ανταγωνισμού»: Δηλαδή, μέσω της μετάφρασης ενός έργου του Μπένγιαμιν. Άρα, το μεταφραστικό του εγχείρημα πρέπει να κριθεί αποκλειστικά για ‘αυτό που είναι’: Ερασιτεχνικό δηλαδή, κάτι που δεν θα είχε πρόβλημα να παραδεχθεί και ο ίδιος ο Παναγιώτης Καλαμαράς. Δύο ακόμη επιπλέον παρατηρήσεις. Πρώτον, όπως προαναφέραμε και πιο πάνω, δεν συμφωνούμε με την στενή, κοινωνικο-ταξική πρόσληψη του έργου του Walter Benjamin. Και, δεύτερον, η αφορμή για να προκύψει η παρούσα έκδοση, ήσαν το ταξίδι του Καλαμαρά στην Νάπολη την άνοιξη του 2023. Βλέπε σχετικά, Darbelnet, J., ‘Regards sur l’ evolution des theories de la traduction depuis vingt ans,’ META, Volume 20, No. 1, Montreal, 1975. Και, Χατζηγεωργίου, Ευαγγελία., ‘Η μετάφραση στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η ανάπτυξη της δεξιότητας της περιστασιακής μετάφρασης,’ Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2002, σελ. 60, Διαθέσιμη στο: Διατριβή: Η μετάφραση στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η ανάπτυξη της δεξιότητας της περιστασιακής μετάφρασης – Κωδικός: 15182 (ekt.gr) Ένα δείγμα του μεταφραστικού ‘στυλ’ το οποίο ορίζουμε ως ‘μένω πιστός στο πνεύμα του συγγραφέα,’ μας παρέχει ο Βαγγέλης Μπιτσώρης στο βιβλίο του Μπένγιαμιν ‘Αποσυσκευάζω τη βιβλιοθήκη μου.’ Βλέπε σχετικά, Benjamin, Walter., ‘Αποσυσκευάζω τη βιβλιοθήκη μου. Λόγος για τη συλλεκτική δραστηριότητα,’ Μετάφραση: Μπιτσώρης Βαγγέλης, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2009. Από την παραπομπή του εκδότη στον τόμο στον οποίο συμπεριλήφθηκε το συγκεκριμένο δοκίμιο του Μπένγιαμιν (‘Literarische Welt’), φρονούμε πως ο μεταφραστής που ειδικεύεται στις μεταφράσεις έργων του Γάλλου φιλοσόφου Ζακ Ντερριντά, μετέφρασε απευθείας από τα Γερμανικά και όχι δευτερογενώς, δηλαδή από κάποια άλλη γλώσσα (Αγγλικά-Γαλλικά) που γνωρίζει.
[6] Ο Ρώσος συγγραφέας Μαξίμ Γκόρκι αναφέρεται στην Νάπολη στο αρχικό διήγημα της συλλογής διηγημάτων του ‘Ιστορίες από την Ιταλία.’ Για την ακρίβεια, τοποθετεί την δράση και δη την απεργιακή δράση εντός της Ιταλικής πόλης. Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα πάνω στα οποία συγκλίνει με την ‘Νάπολη’ των Μπένγιαμιν και Λάτσις; Πρώτον, το κοινωνικό-ταξικό πρόσημο που διαπερνά και τα δύο έργα. Και από την ‘Νάπολη’ των Μπένγιαμιν και Λάτσις δεν εκλείπουν λίγες αλλά στοχευμένες αναφορές στην φτώχεια και στις δύσκολες συνθήκες ζωής που αντιμετωπίζουν τα φτωχά στρώματα της πόλης που συνωστίζονται μέσα σε σπίτια πέριξ του ιστορικού κέντρου. Ο Μαξίμ Γκόρκι, αναφέρεται και στηλιτεύει το φαινόμενο της φτώχειας, την οποία και περιγράφει με ‘μελανά χρώματα’ (ισχυρό δείγμα του γνώριμου στον ίδιο, ρεαλισμού), ανάγοντας την απόκτηση της ταξικής συνείδησης και την συμμετοχή σε μία απεργιακή κινητοποίηση ως πρωταρχική προϋπόθεση για την υπέρβαση της φτώχειας. Το διήγημα του Γκόρκι που θυμίζει λογοτεχνικά ‘στυλιζαρισμένη’ μπροσούρα (συνδυασμός λογοτεχνίας και ταξικής ανάλυσης), δεν μετεξελίσσεται σε ταξικό-συγκρουσιακό προς την μέση ή προς το τέλος του. Εξ αρχής φέρει ένα «συγκρουσιακό» πρόσημο, κατά την θεώρηση του Κώστα Κανελλόπουλου, πράγμα που μας ωθεί να το εντάξουμε, τυπολογικά, στο είδος εκείνο της ‘ταξικής λογοτεχνίας.’ Τέτοιου τύπου δράση εκλείπει στη ‘Νάπολη’, καθότι οι δύο συγγραφείς δεν είχαν κάποια πρόθεση να περιηγηθούν την Νάπολη περιμένοντας πότε θα εκδηλωθεί κάποια απεργία για να την καταγράψουν και για να αναλύσουν τα επιμέρους χαρακτηριστικά της. Δεύτερον, και στα δύο έργα λαμβάνουν χώρα αναφορές σε κάποια βασικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν την Ναπολιτάνικη κουλτούρα, όπως είναι η εκφραστική προφορά των Ιταλικών, η κατανάλωση ζυμαρικών που πραγματοποιείται με έναν σχεδόν τελετουργικό τρόπο (οι Μπένγιαμιν & Λάτσις είναι πιο αναλυτικοί σε αυτό), η σημασία που αποδίδεται στην θρησκεία και στις προσευχές. Τρίτον, το ότι και στα δύο έργα απουσιάζουν αναφορές στην «φωτισμένη Ευρώπη», όπως την αποκαλεί η Ελισσάβετ Τσακανίκα: Στόχευση και των τριών συγγραφέων είναι να αναδειχθεί στην επιφάνεια αποκλειστικά ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της Νάπολη που την διαφοροποιεί σε κάποια σημεία, ακόμη και από την εν ευρεία εννοία, Ιταλική κουλτούρα. Πέραν όμως των συγκλίσεων, προκύπτει και μία σειρά διαφορών. Και ποιες είναι αυτές οι διαφορές; Ας τις δούμε πάλι αριθμητικά: Η πρώτη διαφορά άπτεται του στοιχείου της «διακειμενικότητας» κατά τους Genette και Τσιφλίδου. Στη ‘Νάπολη’ των Μπένγιαμιν & Λάτσις, η διακειμενικότητα υπάρχει υπό την μορφή παραπομπής σε ονόματα άλλων συγγραφέων (θα την ονομάσουμε ‘ρητή διακειμενικότητα’), όπως είναι αυτό του εκδότη Καρλ Μπέντεκερ τον οποίο ο Μπένγιαμιν άτυπα ανταγωνίζεται. Εμβαθύνοντας περισσότερο, θα ισχυρισθούμε πως εντός κειμένου, υπάρχει και το στοιχείο της «παρακειμενικότητας», για να στραφούμε εκ νέου στον Genette. Οι Μπένγιαμιν και Λάτσις γράφουν πως «αυτό που διακρίνει τη Νάπολη από όλες τις άλλες πόλεις μπορεί να συγκριθεί με το κράαλ των Οτεντότων». Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Καλαμαρά, «εδώ ο συγγραφέας πιθανώς να θέλει να παραπέμψει στον Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, ο οποίος παρομοίαζε τη ναπολιτάνικη διάλεκτο («κάτι μεταξύ γρυλίσματος και τραυλίσματος, από την οποία δεν καταλαβαίνεις ούτε λέξη») με τη γλώσσα των Οτεντότων». Η παρακειμενικότητα «αφορά ένα περιθώριο ακαθόριστων ορίων που περικλείει με ένα πραγματολογικό στεφάνι το λογοτεχνικό έργο», σύμφωνα με τον γνωστό ορισμό του Genette. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Μπένγιαμιν, ‘κρατώντας’ μόνο την αναφορά στους Οντεντώτους (δεν αναφέρεται στη γλώσσα τους με τον τρόπο που το κάνει ο Γκαίτε), συγχέει τόσο πολύ τα συμβολικά και γλωσσικά όρια, ώστε ο αναγνώστης, ακόμη και αν είναι εξοικειωμένος με το έργο και των δύο, να μην μπορεί καθόλου εύκολα να διακρίνει ‘ποιος γράφει τι’, και ‘τι ακριβώς ισχύει,’ στην προσπάθεια του να περιγράψει όχι την Ναπολιτάνικο διάλεκτο, αλλά την «ιδιωτική συμπεριφορά» των κατοίκων της πόλης. Που τελειώνει ο Γκαίτε και που ξεκινά ο Μπένγιαμιν ή αλλιώς, ο Μπένγιαμιν και η Λάτσις; Ο Μπένγιαμιν που ήσαν αυτός που διέθετε την ικανότητα να πραγματοποιεί τέτοιου είδους γλωσσικά ‘παίγνια’, μετατοπίζει περαιτέρω τα ήδη «ακαθόριστα» όρια, γράφοντας όχι για την γλώσσα αλλά για τον Ναπολιτάνικο βίο στις διάφορες εκφάνσεις του. Εν αντιθέσει με τους Μπένγιαμιν & Λάτσις, η στρωτή λογοτεχνική αφήγηση του Γκόρκι, που στερείται εκπλήξεων και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, της απόλαυσης, δεν περιλαμβάνει δια-κειμενικές αναφορές, με τον ίδιο βέβαια να προσδιορίζει με θετικό τρόπο την Ναπολιτάνικη διάλεκτο, αποκλίνοντας κυρίως από τον Γκαίτε. Η δεύτερη διαφορά έχει να κάνει με το γεγονός πως ο μεν Γκόρκι, εκκινώντας από την Νάπολη συγκροτεί μία ευδιάκριτη Ιταλική ‘τοπιογραφία’, γράφοντας και για άλλες Ιταλικές πόλεις όπως είναι η Γένοβα, ο δε Μπένγιαμιν προσανατολίζεται αποκλειστικά στην Νάπολη και μόνο σε αυτή: Δεν υπάρχει άλλη πόλη στο σκεπτικό του. Η τρίτη διαφορά που εντοπίζουμε θεωρητικά, σχετίζεται με το ότι στους Μπένγιαμιν & Λάτσις, η γραφή είναι κατά κύριο λόγο δοκιμιακή, παρά τις ευδιάκριτες λογοτεχνικές ‘πινελιές’ που προσδίδουν έναν ανάλαφρο και εν πολλοίς ευχάριστο τόνο στο κείμενο, όσο ευχάριστα μπορεί να κυλά και η ζωή στην Νάπολη. Ο Μαξίμ Γκόρκι, δεν διστάζει να κάνει χρήση σύντομων και ‘κοφτών’ διαλόγων, οι οποίοι δεν λειτουργούν ως ‘παρεμβολές,’ αλλά, αντιθέτως, εντάσσονται αρμονικά εντός της αφήγησης, από την στιγμή όπου μέσω αυτών ο Ρώσος συγγραφέας μπορεί και αποκαλύπτει το ποιες είναι οι δικές του θέσεις και αντιλήψεις. Και, τελευταία αλλά όχι έσχατο, η ιστορία, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εμφανίζεται στην ‘Νάπολη’ απουσιάζει τελείως από το έργο του Γκόρκι, για τον οποίο σημασία έχει μόνο το παρόν και η ‘προσπάθεια ανατροπής του για ένα άλλο μέλλον.’ Βλέπε σχετικά, Κανελλόπουλος, Κώστας., ‘Κινηματικά Δίκτυα και Συγκρουσιακή Πολιτική στην Ελλάδα της Κρίσης: Θεωρητικά Ζητήματα και Ερευνητικές Πρακτικές,’ 2015, Διαθέσιμο στο: (PDF) Κινηματικά Δίκτυα και Συγκρουσιακή Πολιτική στην Ελλάδα της Κρίσης: Θεωρητικά Ζητήματα και Ερευνητικές Πρακτικές (researchgate.net) Και, Genette, G., ‘Paratextes,’ Poetique 69, Paris, 1987. Τσιφλίδου, Χρυσούλα., ‘Η διακειμενικότητα στο μυθιστορηματικό έργο του Ευγένιου Τριβιζά: σύγκριση με τον θεατρικό λόγο του συγγραφέα,’ Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2015, σελ. 89, Διαθέσιμη στο: Τσιφλίδου Χρυσούλα (2015 Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)) Η διακειμενικότητα στο μυθιστορηματικό έργο του Ευγένιου Τριβιζά: σύγκριση με τον θεατρικό λόγο του συγγραφέα (ekt.gr) Τσακανίκα, Ελισσάβετ., ‘ΕΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ. Η
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΝ ΤΥΠΟ ΚΑΙ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΝΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ,’ Περιοδικό Μνήμων, Τόμος 35, 2016. Γκόρκι, Μαξίμ., ‘Ιστορίες από την Ιταλία,’ Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1982, σελ. 9-13. Μπένγιαμιν, Βάλτερ., & Λάτσις, Άσια., ‘Νάπολη…ό.π., σελ. 30.
[7] Χατζηγεωργίου, Ευαγγελία., ‘Η μετάφραση στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η ανάπτυξη της δεξιότητας της περιστασιακής μετάφρασης…ό.π. Ο ιδανικός ‘flaneur’ για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, στέκεται επί μακρόν απέναντι από ένα ιστορικό μνημείο και παρατηρεί, αναρωτώμενος: Πότε ολοκληρώθηκε η κατασκευή αυτού του ιστορικού μνημείου; Πως χτίστηκε; Ο ιδανικός ‘flaneur’ για τον Μπένγιαμιν περπατά και στέκεται σε ένα κεντρικό σημείο, ‘ξύνοντας’ τις παράλληλες επιστρώσεις της ιστορίας: Πως ζούσαν οι άνθρωποι σε αυτό το μέρος πριν από 10 χρόνια; Πριν από 20; Πριν από 50; Πριν από 100; Ο ιδανικός ‘flaneur’ κατά τον Μπένγιαμιν στέκεται σε ένα υπερυψωμένο σημείο και παρατηρεί, όχι εκστασιασμένος: Δεν προσεγγίζει το πλήθος και τις κινήσεις του με όρους ‘καρναβαλιού’ αλά Μιχαήλ Μπαχτίν, αλλά, προσέχει και την κάθε ανεπαίσθητη κίνηση, την κάθε παραμικρή λεπτομέρεια που οι περισσότεροι δεν θα πρόσεχαν. Ο Μπένγιαμιν αφομοιώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ιδιότητα του κριτικού με αυτή του φωτογράφου, ακόμη και αν δεν φέρει μαζί του φωτογραφική μηχανή. Η εστίαση που δίνει στην παρατηρητικότητα ως καθαυτό ανθρώπινη συνθήκη και εμπειρία που μας φέρνει σε επαφή με την πόλη, με τον χώρο και με τους ανθρώπους της, αποτέλεσε το έναυσμα όχι μόνο για να πλάσει την μορφή του ‘flaneur,’ του νεωτερικού περιηγητή μίας σύγχρονης πόλης που αλλάζει δίχως να το αντιληφθούν οι κάτοικοι της, αλλά, και για να συντάξει ένα ενδιαφέρον και διεισδυτικό δοκίμιο περί φωτογραφίας. Βλέπε και, Benjamin, Walter., ‘Δοκίμια για την τέχνη,’ Μετάφραση: Κούρτοβικ, Δημοσθένης. Εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα, 1978. Ο ‘flaneur’ παρατηρεί με ανοιχτά τα ‘μάτια της ψυχής’ του, σύμφωνα με τον Διονύσιο Σολωμό. Βλέπει, ακούει και βιώνει, και πρωτίστως, και αυτό κυρίως ισχύει για τον Benjamin που φορούσε το προσωπείο του περιηγητή, προτιμά να καταγράψει και όχι να μιλήσει και να διηγηθεί. Μεταξύ του Μπένγιαμιν και του Σολωμού, μπορούμε να εντοπίσουμε ‘εκλεκτικές συγγένειες.’
[8] Το αυξανόμενο ενδιαφέρον που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια για την εκ νέου ανακάλυψη του έργου του Walter Benjamin, έχει αποτελέσει θρυαλλίδα και για την επανέκδοση, σε πιο προσεγμένες και περιεκτικές εκδόσεις, των πλέον σημαντικών έργων του, και, για την δημοσίευση εξειδικευμένων μελετών (η ελληνική συμβολή είναι υπαρκτή και σημαντική), σχετικών με συγκεκριμένες θεματικές του εν συνόλω Μπενγιαμινικού έργου. Με σημείο αναφοράς την Νάπολη και την έννοια του ‘πορώδους’ που αναπτύσσεται στις σελίδες του, έχουν προκύψει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες επιστημονικές μελέτες όπως είναι οι ακόλουθες: Smith, D., ‘Porosity and the Transnational: Travelling Theory between Naples and Frankfurt (Walter Benjamin, Asja Lacis and Ernst Bloch),’ Forum for Modern Language Studies, Volume 57, Issue 2, 2021, Διαθέσιμο στο: Porosity and the Transnational: Travelling Theory between Naples and Frankfurt (Walter Benjamin, Asja Lacis and Ernst Bloch) | Forum for Modern Language Studies | Oxford Academic (oup.com) Προφανώς, η αρχιτεκτονική της Νάπολη δεν ομοιάζει με την αρχιτεκτονική κάποιας ελληνικής πόλης. Ίσως μόνο στα Επτάνησα και κυρίως στην πόλη της Κέρκυρας, μπορούν να αναζητηθούν κάποια κοινά σημεία. Ενίοτε, ο Benjamin που δεν μεταπλάθει το πορώδες σε κάτι άλλο από αυτό που είναι (και για τον ίδιο, είναι ‘τέχνη’, ‘τέχνη του ζειν’), αποδίδει βαρύτητα στο γεγονός πως ενίοτε ο χώρος, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί ιστορικά, κυριαρχεί επί του ανθρώπου και της ανθρώπινης κίνησης. Και που μπορεί να συμβεί αυτό; Στα στενά δρομάκια που περιβάλλονται από σπίτια που επικοινωνούν μεταξύ τους, άλλως πως είναι πορώδη, εκεί όπου ξεχωρίζει το άπλωμα των ρούχων που στην Νάπολη καθίσταται ‘δημόσια υπόθεση’. Η Alma Mare, είναι εκείνη η αρχιτέκτονας που διερευνά ενδελεχώς κατά πόσο το Μπενγιαμινικό μοντέλο της ‘πορώδους’ πόλης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανάπλαση των σημερινών μεγάλων αστικών κέντρων, αρκετά εκ των οποίων στερούνται χώρου. Βλέπε και, Alma, Mare, Estelle., ‘The porous city as a model for urban renewal,’ SAJAH, 23, 1, 2008, σελ. 208-2013. Ολόκληρο το άρθρο διαθέσιμο στο: vol23_1.indd (up.ac.za) Για την έννοια του ‘πορώδους’ που τοποθετείται στο μεταίχμιο μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, πραγματικότητας και φαντασίας, επιχειρηματολογεί ο συνεπώνυμος του Walter Benjamin, Αndrew Benjamin. Βλέπε και, Benjamin, Andrew., ‘Porosity At The Edge: Working through Walter Benjamin’s “Naples”,’ 2015, (92) Porosity At The Edge: Working through Walter Benjamin’s “Naples” | Andrew Benjamin – Academia.edu Για μία προσέγγιση των σημερινών πόλεων με τρόπο καθαυτό Μπενγιαμινικό, με ‘στυλ Νάπολης, βλέπε και, Jeffries, Stuart, ‘In praise of dirty, sexy cities: the urban world according to Walter Benjamin,’ ‘The Guardian,’ 21/09/2015, In praise of dirty, sexy cities: the urban world according to Walter Benjamin | Cities | The Guardian Και, παρόμοιου ύφους, είναι και το, Wolfrum, Sofie., ‘Porous City-From Metaphor to Urban Agenda,’ De Gruyter, 2018.
[9] Εντός κειμένου, υπάρχουν ολόκληρα αποσπάσματα υψηλής λογοτεχνικής αξίας που προσφέρουν αισθητική απόλαυση και αναγνωστική τέρψη. Ας δούμε μερικά: «Είναι με αυτόν τον τρόπο που αναβίωσε στη Νάπολη το πιο παλιό στοιχείο των κινεζικών τεχνητών φωτιών: μιλάμε για εκείνο το ατμοσφαιρικό θαύμα των ρουκετών με τη μορφή δράκου, που η ουράνια λαμπρότητα τους είναι κατά πολύ ανώτερη από εκείνη της επίγειας φύσης: τόσο σε σχέση με τον ήλιο που αντανακλάται στο έδαφος όσο και με τις φωτιές στις γιορτές του Σαν Έλμο, που η φλόγα τους υψώνεται μέχρι τον ουρανό». «Αυτή η μουσική είναι κατάλοιπο των περασμένων και, ταυτοχρόνως, πρελούδιο των μελλοντικών ημερών γιορτής, αφού η ημέρα γιορτής διαπερνά ακατάπαυστα κάθε ξεχωριστή ημέρα εργασίας. Ο νόμος που ρυθμίζει αυτή τη ζωή, είναι, για μια ακόμη φορά, το πορώδες-ένας νόμος που δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Ένας κόκκος Κυριακής βρίσκεται πίσω από κάθε ξεχωριστή ημέρα της εβδομάδας και πόσες ημέρες της εβδομάδας περιέχονται σε αυτή της Κυριακής»! Αυτό το οιονεί ‘εορταστικό’ πνεύμα, κάνει την κάθε ημέρα της εβδομάδας, ακόμη και εν μέρει, να θυμίζει Κυριακή. «Αυτός ο θαλασσινός λαός δεν έφτιαξε τυχαία την ψαραγορά σαν ένα μεγαλοπρεπές ναυτικό ιερό ολλανδέζικού στυλ: αστερίες, χταπόδια, κάβουρες-γεννήματα των πυκνών νερών του κόλπου-γεμίζουν τους πάγκους και συχνά καταναλώνονται ωμά με λίγο λεμόνι». Βλέπε σχετικά, Μπένγιαμιν, Βάλτερ., & Λάτσις, Άσια., ‘Νάπολη…ό.π., σελ. 22, 24, 32, 33.
[10] Οι περισσότερο κοινωνιολογικές καταγραφές των Μπένγιαμιν & Λάτσις, για την ιστορία του επιχειρείν στην Νάπολη, για την διατροφική κουλτούρα της πόλης (πραγματικά, δεν γνωρίζαμε πως οι Ναπολιτάνοι, όπως γράφουν οι δύο συγγραφείς, κατανάλωναν μακαρόνια με τα χέρια∙ Με ποιον στόχο; Να μεγιστοποιήσουν την απόλαυση), θα μπορούσαν να συγκριθούν, σε ένα επιστημονικό επίπεδο, με τις κοινωνιολογικές αναλύσεις του Μαξ Βέμπερ. Κοινωνιο-γλωσσική καταγραφή αντίθετα, μπορεί να θεωρηθεί η αναφορά όχι πλέον στην διάλεκτο που ομιλείται στην πόλη και στην προφορά αυτής, αλλά, στην σημασία που αποδίδουν οι ντόπιοι στις εξω-γλωσσικές, σωματικές χειρονομίες, που αρκετές φορές υπερισχύουν των γλωσσικών εκφράσεων και των διαλόγων που μπορούν να αναπτυχθούν. Οι θεατρινίστικες χειρονομίες, αρκετές φορές, δηλώνουν πολλά περισσότερα σε αυτή την πόλη (βλέπε και τις κατά βάση υβριστικές χειρονομίες μεταξύ οδηγών μέσα στις ελληνικές πόλεις), από ό,τι λέξεις και ολόκληρες γλωσσικές εκφράσεις. Η «σωματική γλώσσα» κατά τον σκηνοθέτη Σταύρο Λίτινα, μπορεί να είναι «πιο ειλικρινής». Την αρχή αυτή ενστερνίζονται οι Μπένγιαμιν και Λάτσις. Προκύπτει όμως, και ένα τρίτο επίπεδο ανάλυσης. Και ποιο είναι αυτό; Το κοινωνιο-πολιτισμικό, σχετικό με παρουσία των καφενείων στην κουλτούρα της πόλης και στην καθημερινότητα των κατοίκων της, όλων όσοι βιάζονται. Βιάζονται διαρκώς. «Πραγματικά εργαστήρια αυτής της μεγάλης διαδικασίας εμποτισμού είναι τα καφενεία. Η ζωή, εκεί μέσα, κυλάει χωρίς ποτέ να μένει στάσιμη. Πρόκειται για χώρους λιτούς και ανοιχτούς., παρόμοιους με τα λαϊκά καφενεία για τους εργάτες. Τα ναπολιτάνικα καφενεία είναι στενά. Η παραμονή επί μακρόν είναι σχεδόν αδύνατη». Πάνω σε αυτό τον ναπολιτάνικο τρόπο λειτουργίας των καφενείων που δεν προβλέπονται για ατέρμονες συζητήσεις και σχοινοτενείς διαλόγους όπως στα καθ’ ημάς, επί διαφόρων θεμάτων (ο ελληνικός τρόπος λειτουργίας των παραδοσιακών καφενείων και όχι μόνο, διαφέρει από τον ναπολιτάνικο-Ιταλικό/Εδώ, το να μην καθίσεις για έναν καφέ ενώ έχεις την δυνατότητα, συμβολικά περισσότερο, θεωρείται από αρκετούς ως ‘ασέβεια’), διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε σταδιακά το ότι θα ορίσουμε ως ‘Ιταλική κουλτούρα του καφέ’: Και σήμερα, σε πολλά καφέ της γειτονικής χώρας, δεν υπάρχουν θαμώνες, αλλά πελάτες που είτε παραλαμβάνουν τον καφέ και φεύγουν, είτε κάθονται για πολύ λίγη ώρα με κάποιον φίλο. Τι σημαίνει στην εν Ελλάδι ‘κουλτούρα του καφέ ο όρος ‘θαμώνας’; Σημαίνει αυτόν που λειτουργεί τελετουργικά. Που πηγαίνει συγκεκριμένη ώρα, που κάθεται κατά βάση σε ένα συγκεκριμένο τραπέζι, που δεν χαιρετά βιαστικά αλλά εγκάρδια, και αποχωρεί μία συγκεκριμένη ώρα. Η μέθοδος που υιοθετούν οι Μπένγιαμιν & Λάτσις, ‘συγγενεύει’ τυπολογικά, με την αντίστοιχη μέθοδο καταγραφής που ακολουθεί η Λευκορωσίδα συγγραφέας και κάτοχος του Νομπέλ Λογοτεχνίας, Σβετλάνα Αλεξίεβιτς. Όπως στους πρώτους αναφορές όπως είναι η κατανάλωση ζυμαρικών με τα χέρια, ενέχουν έναν ενημερωτικό-δημοσιογραφικό χαρακτήρα, έτσι και στο ‘Τσερνόμπιλ’ της Αλεξίεβιτς, συναντάμε πολλές διάσπαρτες αναφορές που έχουν πληροφοριακό-δημοσιογραφικό χαρακτήρα και θα μπορούσαν να δημοσιευθούν και σε μία μεγάλη εφημερίδα. Κάτι παρόμοιο μπορεί να ειπωθεί και για την επίσης νομπελίστρια, Όλγα Τοκάρτσουκ. Βλέπε και, Αλεξίεβιτς, Σβετλάνα., ‘Τσερνόμπιλ. Ένα χρονικό του μέλλοντος,’ Πρόλογος: Τριαρίδης, Θανάσης, Μετάφραση: Γεωργιάδης, Ορέστης, Επιμέλεια: Μανδηλαράς, Φίλιππος, Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα, 2015. Βλέπε σχετικά, Μπένγιαμιν, Βάλτερ., & Λάτσις, Άσια., ‘Νάπολη…ό.π., 36. Βλέπε και, Λιάκα, Ζωή, ‘Τρεις «Ληρ» στη θεατρική Αθήνα,’ Ένθετο ‘Νσυν,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 13/10/2023, σελ. 41. Στη Νάπολη, η «σωματική γλώσσα» είναι η γλώσσα του φλερτ.
[11] Βλέπε σχετικά, Λάππα, Παρασκευή., ‘Ο διάλογος με την ιστορία στο λογοτεχνικό έργο του Γκύντερ Γκρας,’ Διδακτορική Διατριβή, ΑΠΘ, Διαθέσιμη στο: Ο διάλογος με την ιστορία στο λογοτεχνικό έργο του Γκύντερ Γκρας (didaktorika.gr) Το ‘πορώδες’ μπορεί να σημαίνει καταβύθιση στην Ναπολιτάνικη ‘ντόλτσε βίτα’ χωρίς εκ των προτέρων ενοχές, σε ένα σύνθετο σημείο όπου το ‘πορώδες’ συνδέεται με την έλλειψη κανόνων (όχι όμως και ευγένειας), ή αλλιώς, ‘κανονικότητας,’ με μία διαρκή κίνηση από τα ‘έξω προς τα μέσα.’ Από την επαρχία προς την πόλη. Τους κανόνες, τους όποιους κανόνες, μπορούν να τους θέσουν μόνοι οι κάτοικοι. Επιστημονικά μιλώντας, θα θέσουμε το ακόλουθο ερώτημα: Έχει κάποια σχέση η έννοια του ‘πορώδους’ με την Μπενγιαμινική έννοια της «αταξίας»; Ναι, είναι η απάντηση μας. Οι δύο έννοιες καθίστανται θεμελιώδεις και στηρίζουν όλο το Μπενγιαμινικό οικοδόμημα, με την ‘πορώδη’ κατάσταση (σαν αυτή που βρίσκονται οι κάτοικοι της Νάπολη), να προηγείται της αταξίας: Η αταξία δεν είναι κάποιος στόχος, όσο ο τρόπος του Γερμανού φιλοσόφου να περιγράψει την σχέση του με τον προσωπικό του χώρο. Τι μπορεί να οριοθετηθεί στη Νάπολη; Ίσως μόνο ο χώρος για να παίζουν και για κινούνται τα παιδιά. Βλέπε και, Μπένγιαμιν, Βάλτερ., ‘Αποσυσκευάζω τη βιβλιοθήκη μου…ό.π.
[12] Ο Μπένγιαμιν και η Λάτσις περισσότερο ενδιαφέρονται για την αρχιτεκτονική των εκκλησιών της πόλης, μικρών και μεγάλων, αφήνοντας εκτός ανάλυσης «αγιολογικές» προεκτάσεις για να παραφράσουμε τον Παναγιώτη Υφαντή. Η Νάπολη δεν έχει σχέση με τα Βιβλικά ‘Σόδομα,’ όντας πόλη που ‘φλερτάρει’ διαρκώς με την κολακεία και την επιδειξιομανία. Κατά τον Μπένγιαμιν όμως, χωρίς αυτά τα στοιχεία, δεν θα επιβίωνε. Βλέπε και, Υφαντής, Παναγιώτης., ‘ΤΑΥΡΟΣ ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗ; Ἁγιολογικές καί πνευματικές παράμετροι στη χριστιανικότητα τῆς Σιμόν Βέιλ,’ Academia.Edu, 2008, (91) ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗ; Ἁγιολογικές καί πνευματικές παράμετροι στή χριστιανικότητα τῆς Σιμόν Βέιλ | Panaghiotis Yfantis – Academia.edu
[13] Βλέπε και, Σπυροπούλου, Αγγελική., ‘Εισαγωγή: Η μυθική νεωτερικότητα του Βάλτερ Μπένγιαμιν…ό.π.
0 Σχόλια