Η Αθανασία – Αντιαθανασία του Νίκου Γκάτσου διηθημένη μέσα από το πρίσμα της φιλοσοφίας του Σωκράτους και της λογοτεχνίας του Μίλαν Κούντερα. Το υπερβατικό επικοινωνιακό συνδιαλέγεσθαι των τριών ανδρών
Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος.
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκης.
Τι ζητάς Αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά
Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές
κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τους χάρισες ποτές
Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
Ομορφονιά, που δεν σε κέρδισε κ α ν ε ί ς
Τι ζητάς Αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά
Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές
κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους πότισες ποτές
Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
Ομορφονιά, που δεν σε κέρδισε κ α ν ε ί ς [1]
O ποιητής Νίκος Γκάτσος, υπήρξε ένας αδιαμφισβήτητα χαρισματικός και ιδιαίτερος ποιητής, ο οποίος επέτυχε με το απαράμιλλο ταλέντο του και την εξαίρετη ποιητική του δεξιοτεχνία, να εκπροσωπήσει με ένταση και περισσό πάθος την υπερνοητή πατρίδα της ονειροκεντημένης ποίησης. Τον ονόμασαν ποιητή της «μεγαλειώδους έκλαμψης» [2] αλλά και ποιητή «αρχηγέτη» [3]. Τον χαρακτήρισαν, επίσης, ως «ανανεωτή της παράδοσης»,[4] κι ως ποιητή ισάξιο του Ελύτη, του οποίου συνειδητά ο Γκάτσος άνοιξε το δρόμο, χάριν της γενναιόδωρης αποφάσεώς του να μην ασχοληθεί με τις ίδιες ποιητικές φόρμες πάνω στις οποίες ο Ελύτης στηρίχτηκε για να κατακτήσει την κορυφή της επιτυχίας. [5] Δικαίως, λοιπόν, ο Γκάτσος απέσπασε τον χαρακτηρισμό της πιο «αινιγματικής μορφής στη νεότερη ελληνική ποίηση»,[6] μα και δικαίως τοποθετήθηκε ανάμεσα στους «διόσκουρους της ελληνικής ιδιοπροσωπίας.» [7]
Στα μέσα της δεκαετίας του 70, ο ποιητής Νίκος Γκάτσος, αποφασίζει να γράψει μερικούς στίχους, εμπνεόμενος προφανώς από τη φιλοσοφική του αναζήτηση και εντρύφηση πάνω στην υπέρτατη, υπερούσια και υπεραπαιτητική – εν σχέσει πάντα με τoν πνευματικό της προσανατολισμό και την αυστηρή μεταφυσική της σύνθεση – υψηλή έννοια της Αθανασίας. Ο ποιητής, στους αυστηρά δουλεμένους αυτούς στίχους φαίνεται να μην εστιάζει τον φιλοσοφικό του προβληματισμό και στοχασμό αποκλειστικά στο θέμα της αθανασίας της ψυχής του ανθρώπου, εκχωρώντας, έτσι, την άδεια, για τη δυναμική παρουσία μίας έντονης α π ό χ ρ ω σ η ς α ο ρ ι σ τ ί α ς, η οποία διακρίνεται να περιπλανιέται αδιακώλητη και με υπαινικτικούς ελιγμούς σ’ ολόκληρη την α – μεταφυσική ατμόσφαιρα του ποιήματος.
Κατ’ αυτό τον τρόπο ο Γκάτσος, σαν να “ κλείνει το μάτι του ” στους αναγνώστες του όντως πρωτότυπου ποιήματός του, υπονοεί με τη συνεπικουρία της επωδού / ρεφραίν των όμορφων στίχων του ( ομορφονιά, που δε σε κέρδισε κανείς ), πως κανένας άνθρωπος δεν είναι σε θέση να κατακτήσει όχι μόνο την αθανασία της ψυχής του, αλλά κι όλες τις διάφορες εκφράσεις της Αθανασίας όπως π.χ την Αθανασία, την οποία είναι σε θέση να κερδίσει αδιακρίτως ο οποιοσδήποτε άνθρωπος είτε ως απόρροια των έργων και των λόγων του, είτε ως απόρροια των σκέψεών του, είτε εν γένει, ως συνέπεια της σύγκορμης και σύμψυχης υποστάσεώς του κατά τη διάρκεια του επίγειου βίου του.
Ο Γκάτσος, ήταν ένας άνθρωπος με έντονο θρησκευτικό αίσθημα και βίωμα, γεγονός που αντανακλάται στους εκατοντάδες θεσπέσιους στίχους του. Αρκεί κάποιος να ανατρέξει με προσοχή και ερευνητικό πνεύμα στη μελοποιημένη από αξιόλογους συνθέτες στιχουργική του, για να αντιληφθεί το γεγονός της ευρύτερης γνώσης του σε θέματα που άπτονται των εσωτερικών κραδασμών τους οποίους δημιουργεί αφενός το κυνήγι της εσωτερικής αναζήτησης της ψυχής κι αφετέρου η μεταφυσική “ όρεξη ” για θρησκευτική ιχνηλασία και πνευματική ενδοσκόπηση. [8]
Κατά συνέπεια, η εγνωσμένη και πανταχού παρούσα μεταφυσική ελλειμματικότητα που διαπιστώνεται να σηκώνει δεσποτικά τα λάβαρά της στους έντεχνους στίχους του ποιήματος της Αθανασίας, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως ξενίζει κάπως αλλά και φέρνει σε μη αποφευκτή αμηχανία κι απορία εκείνους τους ανθρώπους που είναι σε θέση να γνωρίζουν σε βάθος το σημαντικό και πολυποίκιλο έργο του αξιόλογου ποιητή.
Ασφαλώς, η προκύπτουσα μεταφυσική απουσία, η οποία αναδεικνύεται άμεσα μέσω της ανάγνωσης του ποιήματος του Γκάτσου, υποστασιοποιείται από το γεγονός που θέλει τον ευρηματικό και αισθαντικό ποιητή, αφενός ν’ αναγνωρίζει την παρουσία της Αθανασίας ως υπέρκαλλης και υπερποθητής υπό των ανθρώπων πνευματικής κατάστασης, κι αφετέρου, την ίδια στιγμή, με την επιλογή της ποιητικής του πρόθεσης να μην παραλείπει σ’ όλη την έκταση του ποιήματος να επισημαίνει την αδιαλλαξία εκείνης ( κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τους χάρισες ποτές), (κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους πότισες ποτές ) να ρίχνει άκρως ενσυνείδητα “ μαύρη πέτρα ” και “ μαύρο μελάνι ” μέσα στο νερό του πηγαδιού της Αθανασίας.
Πράγματι! Δεν είναι δύσκολο ν’ αντιληφθεί κάποιος τον αυστηρό χαρακτήρα της άτρεπτης κι ασυμβίβαστης Αθανασίας όπως αυτός ξεδιπλώνεται στους στίχους του ιδιαιτέρου ποιήματος. Η ακαμψία της προσωποποιημένης υπό της ποιητικής πένας του Γκάτσου Αθανασίας, σαρκοποιείται εμφανέστατα στην επίμονη άρνησή της για μετακένωση της δροσιστικής της χάριτος σ’ όλους εκείνους τους ανθρώπους, οι οποίοι με λαχτάρα αναζητούν στους κόρφους της ανένδοτης και ανυποχώρητης “ oμορφονιάς ”, τον φιλάνθρωπο και φίλοικτο τόπο, ο οποίος θα εξασφαλίσει γι’ αυτούς τα αιώνια κι ευρύχωρα δώματα της ατελευτήτου και υπερμακάριας διαμονής.
Στο παρόν σημείο, με αφορμή την περίπτωση των στίχων του Γκάτσου, ίσως κάποιος να εξέφραζε τη λογικοφανή άποψη, ότι μπορεί όντως ένας οιοσδήποτε άνθρωπος σαν και τον Γκάτσο, να διαθέτει συνείδηση σμιλευμένη με το πνευματικό ιδίωμα της θρησκευτικότητας, χωρίς απαραίτητα να είναι υποχρεωτικό η εσωτερική πλάση του ιδίου ατόμου να ρέπει αναγκαστικά προς την υπερβατική διάσταση της Αθανασίας ή αντιστοίχως προς την εκ βάθους ψυχής προερχομένης επιθυμία για υπερλογική ψηλάφηση του υπερκόσμιου χνώτου της αοράτου και απερινοήτου αιωνιότητος.
Exempli gratia, πόσες φορές δεν έχει διατυπωθεί η άποψη κυρίως απ᾽εκείνους τους ανθρώπους, οι οποίοι αφενός καθοδηγούμενοι από την ψυχολογία του βαρέος πένθους κι αφετέρου, όντες αθεράπευτα απεγνωσμένοι και ασφυκτιούντες από την παρατεταμένη βύθισή τους στο απύθμενο χάος του ξαφνικού και τραγικού τους αδιεξόδου δε συνηθίζουν να εκφράζουν την ψυχική τους δυσθυμία με τα εξής λόγια ;
« Πιστεύω στην ύπαρξη μίας ανωτέρας δύναμης, η οποία αναμφισβήτητα διαθέτει την υπερφυσική ισχύ του ελέγχου και της επισκοπής των πάντων. Αλλά στ’ αλήθεια, μπορεί να συμβαίνει ή είναι πράγματι δυνατό η ψυχή να συνεχίζει να ζει και μετά τον θάνατο του ανθρώπου ; »
Ίσως πράγματι να έχει δίκιο ένα τέτοιο άτομο, όταν πιστεύει απερίφραστα πως στην όποιας μορφής θρησκευτικότητα είναι ανάγκη να εμφιλοχωρεί ένας νοητός φραγμός και ένα απαραίτητο έως και υποχρεωτικό πνευματικό όριο με σκοπό από τη μία πλευρά να περιφρουρείται ο εξορθολογισμένος χαρακτήρας του θρησκευτικού αισθήματος του ανθρώπου, κι από την άλλη μεριά, να υπερισχύει μέσα σ’ αυτό το θρησκευτικό αίσθημα – που δικαιώνει κι αποθεώνει τη μεταφυσική ανθρώπινη δίψα – η πλήρης κατίσχυση του ανθρωπίνου μέτρου κατά τα Πρωταγόρεια πρότυπα .[9]
Δίκιο, όμως, ίσως να είχε κι εκείνος ο άνθρωπος, ο οποίος κάλλιστα θα μπορούσε να αντιταχθεί στην προηγηθείσα κοσμοθεωρία υποστηρίζοντας πως αυτού του είδους η θρησκευτικότητα δείχνει να είναι κάπως “ γυμνή ” και αμιγώς διανοητική ή εγκεφαλική. Γιατί, ναι, μεν η διανοητική θρησκευτικότητα δίνει την εντύπωση πως μοιάζει με ένα απείρου κάλλους και ζεστό καταφύγιο στο οποίο να μπορεί ανά πάσα στιγμή ο πάσχων άνθρωπος να καταφεύγει μέσα σ’ αυτό με σκοπό την αναζήτηση της απαραίτητης για την εξασφάλιση της ψυχικής του ισορροπίας θαλπωρής, αλλά δυστυχώς ένα τέτοιο καταφύγιο μόνο ασφαλές δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, όταν απ’ αυτό εκλείπουν σκανδαλωδώς – όπως θα υποστήριζε ένας φιλοσοφημένος και πνευματοποιημένος νους – τα ακλόνητα και αλεξίσφαιρα πνευματικά θεμέλια της μεταφυσικής και της αδιάσειστης πίστης του ανθρώπου για τον αιώνιο προσανατολισμό της ψυχής του.
Με άλλα λόγια, ένα τέτοιο καταφύγιο που συσσωματώνει στα σπλάχνα του την ισχυρογνωμοσύνη της εγκεφαλικής θρησκευτικότητας, γρήγορα θα διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη, όταν με μαθηματική ακρίβεια πέσουν επάνω του οι τεράστιες και ανθρωποκτόνες χιονοστιβάδες των ποικιλώνυμων δοκιμασιών, οι οποίες αναγνωρίζονται κυρίως από τη χαρακτηριστική ιδιωματική τους κατάσταση, δηλαδή να μην αφήνουν τίποτε όρθιο και σώο στο χωρίς οίκτο πέρασμά τους από τα περιπετειώδη και ακανθώδη μονοπάτια της ζωής των ανθρώπων . Δημιουργείται δηλαδή το εύλογο ερώτημα:
Πού μπορεί ν’ ακουμπήσει το οποιοδήποτε θρησκευτικό αίσθημα του ανθρώπου, όταν η ψυχοσύνθεση εκείνου ατροφεί από την εκούσια μ ε τ α φ υ σ ι κ ή α γ ν ω σ ί α με αποτέλεσμα να μη μπορεί ποτέ αυτή η ανθρώπινη ψυχή να πετάξει και ν’ ανοιχτεί σαν το γλυκό χελιδόνι – που απ’ τη φύση του δεν μπορεί να χορτάσει ποτέ του ουρανό – στο απέραντο και καταγάλανο ουράνιο ακρογιάλι της Αθανασίας; Γιατί αυτό θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πως είναι ένας θρησκευτικός άνθρωπος χωρίς μεταφυσική προοπτική. Είναι ένα κ ύ μ β α λ ο ν ἀ λ α λ ά ζ ο ν όπως θα έλεγε κι ο Απόστολος, ή αλλιώς, είναι ένας Πλατωνικός Φαίδρος, που του λείπουν ομοιοτρόπως κι εκείνου, όπως και του προαναφερθέντος ζεστού καταφυγίου, ο ακρογωνιαίος πνευματικός λίθος του μύθου της ψυχής πάνω στον οποίο στηρίχθηκε κι εξακολουθεί να στηρίζεται σε διαχρονικό επίπεδο η κλασικότητα του Πλατωνικού αυτού αριστουργήματος.
Διότι είναι αδήριτο γεγονός πως τόσους αιώνες τώρα, η ανάγνωση του μύθου της ψυχής, ο οποίος εγκιβωτίζεται μοναδικά στο έργο Φαίδρος του Πλάτωνος, εντυπωσιάζει και καταφέρνει ακόμα και σήμερα όχι μόνο ν’ απογειώνει την ψυχή του κάθε αναγνώστη του στον αυτοκρατορικό της θρόνο, ο οποίος εδράζεται στο πνευματικό στερέωμα της υψηλής γης, αλλά το κυριότερο, να την εισάγει προς την ιερουργία της τεχνικής της αναθεώρησης του βίου της, καθώς επίσης και προς τη ριζική μεταστροφή και επαναϊεράρχηση των στόχων της.
Με απλούστερα λόγια, δηλαδή, όπως το προηγούμενο ζεστό καταφύγιο θα καταρρεύσει εν ριπή οφθαλμού αν αυτό δεν οικοδομηθεί εξ αρχής πάνω στα δυνατά θεμέλια της μεταφυσικής – τα οποία και θα του εξασφαλίσουν την παραμυθία κατά την ώρα της οποιασδήποτε καταστροφής – κατά τον ίδιο τρόπο κι ο Πλατωνικός θρησκευτικός Φαίδρος, θα αποπνιγεί στο δευτερόλεπτο αν του αποστερήσεις το οξυγόνο της διάθεσης για ατέρμονη αιώνια μακαριότητα – διάθεση διάφανα μεταφυσική – της οποίας το πνευματικό ανταύγασμα αντικατοπτρίζεται στον αφθαρτοποιημένο εκ της φθοράς του χρόνου περί ψυχής μύθο του. Ας παρακολουθήσουμε, όμως, το απόσπασμα εκείνο του Φαίδρου, το οποίο αναφέρεται στην αθανασία της ψυχής του ανθρώπου. Η μετάφραση είναι του Παναγιώτη Δόικου :
« … ψυχὴ π ᾶ σ α ἀθάνατος. τὸ γὰρ ἀ ε ι κ ί ν η τ ο ν ἀθάνατον … μόνον δὴ τ ὸ α ὑ τ ὸ κ ι ν ο ῦ ν, ἅτε οὐκ ἀπολεῖπον ἑαυτό, οὔποτε λήγει κινούμενον, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἄλλοις ὅσα κινεῖται τοῦτο πηγὴ καὶ ἀρχὴ κινήσεως » [10]
[… Κάθε ψυχή είναι α θ ά ν α τ η. Γιατί εκείνο που κινείται πάντα είναι α θ ά ν α τ ο … μόνον εκείνο που κινείται από μόνο του, αφού δεν εγκαταλείπει τον εαυτό του, δεν παύει ποτέ να κινείται, και είναι μάλιστα το ίδιο η α ρ χ ή και η προέλευση της κίνησης για όσα από τα άλλα κινούνται …][11]
Κρατάμε προς το παρόν την κατηγορηματικότητα της αόριστης αντωνυμίας “ π ᾶ σ α ” , η οποία σε λίγο θα δούμε να έρχεται σε σφοδρή σύγκρουση με το πνεύμα της ανάλογης κατηγορηματικότητας, το οποίο εκπέμπεται από την αόριστη αντωνυμία “ κ α ν ε ί ς ” που συναντάμε στην επωδό της Αθανασίας του Nίκου Γκάτσου.
Η ενδοκοσμική αθανασία του προσώπου του Μίλαν Κούντερα.
Κι απ᾽τη φιλοσοφία του Πλάτωνος και τη διδασκαλία του διδασκάλου του Σωκράτους, στη μυθιστοριογραφία του Μίλαν Κούντερα. Ο Μίλαν Κούντερα είναι ένας Γαλλοτσέχος συγγραφέας, ο οποίος έγινε παγκοσμίως γνωστός με το βιβλίο του “ H αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι ”. Στο εν λόγω βιβλίο, ο συγγραφέας στηλιτεύει κατά κάποιο τρόπο την ελαφρότητα που μπορεί να εμπεριέχει μέσα του ο άνθρωπος.
Στα 1990 έγραψε ένα μυθιστόρημα με τον τίτλο “ Aθανασία ”. Eδώ ο Κούντερα ξεφεύγοντας απ᾽τη θεωρία της αθανασίας της ψυχής κατά τον τρόπο που εκείνη ξετυλίγεται στους φιλοσοφικούς διαλόγους του Πλάτωνος, αποφασίζει να θίξει λογοτεχνικά το ζήτημα της αθανασίας του προσώπου, για εκείνη, δηλαδή, την αθανασία, την οποία ο οποιοσδήποτε άνθρωπος είναι σε θέση να κατακτήσει σε σχέση προς το κάθε λογής έργο που αφήνει στον κόσμο, όταν εκείνος πεθάνει. Έτσι, ο Κούντερα, θέλοντας με σαφήνεια ν᾽ απομακρυνθεί από τον όρο “ ψυχή ” διαχωρίζει την αθανασία σε μικρή και μεγάλη, ανάλογα με τη δύναμη της ανάμνησης που διατηρεί ένας άνθρωπος για κάποιον άλλο συνάνθρωπό του που φεύγει από τη ζωή. Παρατίθενται τα πιο αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα του μυθιστορήματος εν σχέσει με την ενδοκοσμική αθανασία του προσώπου :
“ … απέναντι στην Αθανασία, οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι. Πρέπει να διακρίνουμε τη μικρή Αθανασία, ανάμνηση ενός ανθρώπου στον νου εκείνων που τον γνώρισαν … και τη μεγάλη Αθανασία, ανάμνηση ενός ανθρώπου στον νου εκείνων που δεν τον γνώρισαν. Υπάρχουν σταδιοδρομίες που εξ ορισμού φέρνουν αντιμέτωπο έναν άνθρωπο με τη μεγάλη Αθανασία, αβέβαιη είναι η αλήθεια, βλέπε απίθανη, αλλά χωρίς αμφιβολία δυνατή : είναι οι σταδιοδρομίες του καλλιτέχνη και του πολιτικού … ” [12]
“ … καθώς ο θάνατος και η Αθανασία, κάνουν ένα αχώριστο ζευγάρι εραστών, εκείνος του οποίου το πρόσωπο μπερδεύεται με το πρόσωπο των νεκρών, είναι αθάνατος από τότε που είναι ζωντανός … ” [13]
Ο Κούντερα με την παραπάνω παράγραφο εξομοιώνεται αρμονικά με τον ουσιαστικό και καθοριστικής σημασία ρόλο τον οποίο μπορεί να διαδραματίζει στη ζωή ενός ανθρώπου η υπό του Σωκράτους διδαχθείσα μελέτη του θανάτου. Διότι η καθημερινή μελέτη του θανάτου οδηγεί τον άνθρωπο στο να ζει τη ζωή του στην πληρότητά της, αφού με τη συγκεκριμένη μελέτη, ο άνθρωπος απεκδύεται την ιδιοτέλεια και τη ματαιότητά του :
ΓΚΑΤΣΟΣ – ΣΩΚΡΑΤΗΣ – ΚΟΥΝΤΕΡΑ
Ας επανέλθουμε, όμως, τώρα στους στίχους της Αθανασίας του Γκάτσου, οι οποίοι βάσει του περεχομένου τους αρνούνται εκείνο, το οποίο προσπαθούσε ο Σωκράτης ν᾽ αποδείξει πριν από τόσους αιώνες στους συμπολίτες του, δηλαδή, την κατάκτηση της αθανασίας της ψυχής τους, κι ας τους εξετάσουμε από μία άλλη οπτική γωνία πέραν αυτής της μεταφυσικής απουσίας, η οποία φαίνεται να στιγματίζει το ποίημα του στιχουργού.
Στην ποίηση, αλλά και σε κάθε μορφή τέχνης, ανέκαθεν κυριαρχούσε και εξακολουθεί να κυριαρχεί σε πολύ μεγάλο βαθμό ο παράγοντας του π ο ι η τ ι κ ο ύ ά λ λ ο θ ι. Έτσι, η σημαντική αυτή παράμετρος της τέχνης που μπορεί να μεταφραστεί και με τη γνωστή έκφραση “ π ο ι η τ ι κ ῇ ἀ δ ε ί ᾳ ” , θα ήταν δυνατόν να επιτρέψει τη συγκεκριμένη επιλογή του Γκάτσου να “ καταδικά – σει ” την Αθανασία σε παντοτινή “ αργία ”.
Από την άλλη μεριά, βέβαια, αν κρίνουμε από την λογοτεχνική επιλογή του Γκάτσου, αφενός να χρησιμοποιήσει το ποιητικό σχήμα της προσωποποίησης της Αθανασίας κι αφετέρου, να θέσει σε λειτουργία τη χρήση ενός ιδιαιτέρως συγκινητικού και εξομολογητικού ύφους με τη βοήθεια του οποίου απευθύνεται σ’ αυτήν, αντιλαμβανόμαστε πως ο ποιητής, περισσότερο φαίνεται να δείχνει πως τρέφει δυνατά αισθήματα αγάπης και σεβασμού προς την υψηλή ιδέα της Αθανασίας, παρά να την αποποιείται. [14]
Έχω την εντύπωση, πως, λαμβάνοντας ο Γκάτσος στο τέλος των στίχων του την α π ό λ υ τ η κ α ι κ α τ η γ ο ρ η μ α τ ι κ ή θέση πως δεν έχει επιτύχει να κερδίσει κ α ν έ ν α ς άνθρωπος την αθανασία του, πιστεύω ότι ο ποιητής, ίσως τελικά προσπαθεί σαν άλλος σπορέας, να σπείρει μυστικά στις εύφορες συνειδήσεις των αναγνωστών των συγκεκριμένων στίχων του, τον πνευματικό εκείνο σπόρο, ο οποίος εν συνεχεία θα καρποφορήσει στις δεκτικές και απροκατάληπτες ψυχές τους τον καρπό της πλήρους κατανοήσεως και επιγνώσεως του ιδιαίτερου γνωρίσματος της έννοιας της αθανασίας, που δεν είναι άλλο από το χαρακτηριστικό του “ δ υ σ κ ο λ ο – κ α τ ά κ τ η τ ο υ ” και “ δ υ σ κ ο λ ο – κ έ ρ δ η τ ο υ ” αυτής.
Άλλωστε, είναι νομοτελειακό για τη ζωή κάθε ευσυνείδητου και ουσιαστικώς σκεπτομένου ανθρώπου, πως τίποτε το υψηλό και ιδανικό δεν είναι δυνατόν να κατακτηθεί χωρίς κόπο, πως τίποτε το ανώτερο και θεϊκό δεν είναι δυνατόν να κατακτηθεί χωρίς αγώνα, χωρίς δάκρυα και προφανέστατα, χωρίς δυσκολία και πόνο.
Στο συγκεκριμένο σημείο, ο αναγνώστης του παρόντος σημείου του δοκιμιακού πονήματος, ίσως αναρωτηθεί μέσα του, για το τί δουλειά έχει ο συσχετισμός του Νίκου Γκάτσου και του Μίλαν Κούντερα, με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και πιο συγκεκριμένα με τους φιλοσόφους Πλάτων και Σωκράτη.
Η εν λόγω απορία είναι δυνατό να εξαλειφθεί πλήρως αν σε ένα υπερλογικό και υπερβατικό επίπεδο, τοποθετούσαμε τους αμφισβητικούς αυτούς στίχους της Αθανασίας του Γκάτσου αλλά και το μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα, στα ευγενικά και απειρόκακα χέρια του υπέρμαχου υπερασπιστή της Αθανασίας Σωκράτους. Άλλωστε, δε θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός, πως με αφορμή κάποια τέτοια περιστατικά συναντήσεων του Σωκράτους με διάφορους κατά καιρούς αντιρρησίες και φιλοπείσμονες της εποχής του, ετίθετο εν συνεχεία σε συναγερμό, η περίκαλλη έμπνευση του θείου Πλάτωνος, δημιουργώντας κατόπιν για το καλό όλων των γενεών που θα ακολουθούσαν στους αιώνες των αιώνων, τους περίφημους Πλατωνικούς διαλόγους.
Ο Σωκράτης, “ κυνηγούσε ” διαρκώς στην αρχαία αγορά της Αθήνας, ανθρώπους σαν και το Νίκο Γκάτσο και τον Μίλαν Κούντερα . Έψαχνε δηλαδή “ μανιωδώς ” για εκείνους τους Αθηναίους πολίτες, που είτε διέθεταν οξύ και εύστροφο πνεύμα, είτε επεδείκνυαν δυναμική τάση και ροπή προς αφομοίωση με την υψοποιό διαδικασία της επανατοποθέτησης και του επαναπροσδιορισμού των προσωπικοτήτων τους. Έτσι, ας μη μας ξενίζει κι ούτε να μας φαίνεται διόλου απίθανο, πως αν μέσα σ’ ένα φαντασιακό πλαίσιο συναντούσε τον Σωκράτη και τον Μίλαν Κούντερα ο Γκάτσος, ίσως ο τελευταίος, ν’ αντιδρούσε κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αντέδρασε κι ο εικοσάχρονος τότε Πλάτων, ο οποίος σαν άκουσε για πρώτη φορά τα σοφά διδάγματα του διδασκάλου του Σωκράτους, όντας τελείως εκστασιασμένος από τα καινά φιλοσοφικά ρήματα του ουρανόφερτου φιλοσόφου, αποφάσισε να κάψει και να καταστρέψει, ό, τι είχε γράψει μέχρι εκείνη την ηλικία !
Αν δηλαδή δυνητικῷ τῷ τρόπῳ ο Γκάτσος άκουγε είτε τον Κούντερα σ᾽ένα από τα όμορφα γαλλικά καφέ στο Παρίσι να μιλά για την ενδοκοσμική αθανασία είτε τον Σωκράτη στην αγορά της αρχαίας Αθήνας να αναπτύσσει τις περίφημες θεωρίες του για την αθανασία της ψυχής, ίσως ο ευφυής και πράος αυτός ποιητής, να αποφάσιζε να κάψει και να καταστρέψει κι αυτός σαν άλλος Πλάτων τους στίχους της δικής του Αθανασίας.
Κι αν πάλι δεν έφτανε ο Γκάτσος στο απονενοημένο σημείο να κάψει τους στίχους του, μπορεί ενδεχομένως να προσπαθούσε με διάθεση μετανοίας και ριζικής μεταστροφής, να εμφυσήσει στους ήδη υπάρχοντες στίχους του, ένα πνεύμα κάπως πιο αναθεωρημένο και περισσότερο αναπροσαρμοσμένο στη φιλοσοφία της μεταφυσικής και της υπερβατικότητας, αποφασίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο να επιδοθεί στην πρόσθεση εκείνης της ιδανικής προσθήκης στο finale της επωδού του, η οποία θα ήταν σε θέση να αποκαταστήσει πλήρως και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη χαμένη τιμή και υπόληψη της διακορευθείσης υπό της ποιητικής του πένας Αθανασίας.
Ίσως, δηλαδή ο Γκάτσος – όντας πεπεισμένος πλέον για το αναντίλεκτο γεγονός του πεπρωμένου της ψυχής του ανθρώπου να είναι αθάνατη – να προσέθετε τους ακόλουθους στίχους και να επεξέτεινε τον κατηγορηματικό στίχο « Ομορφονιά, που δεν σε κέρδισε κανείς » με τον εξής ακόλουθο τρόπο:
Ο μ ο ρ φ ο ν ι ά, π ο υ δ ε ν σ ε κ έ ρ δ ι σ ε κ α ν ε ί ς,
[ α π’ ό λ ο υ ς ε κ ε ί ν ο υ ς
π ο υ σ ε θ ε ω ρ ο ύ σ α ν κ α ι σ ε θ ε ω ρ ο ύ ν
ε υ κ ο λ ο – κ έ ρ δ η τ η ,
α π’ ό λ ο υ ς ε κ ε ί ν ο υ ς
π ο υ σ ε θ ε ω ρ ο ύ σ α ν κ α ι σ ε θ ε ω ρ ο ύ ν
ε υ κ ο λ ο – κ α τ ά κ τ η τ η . ]
Στη σημερινή εποχή, την τεθεμελιωμένη πάνω στη μανική αντίληψη, η οποία επιθυμεί για το σύγχρονο άνθρωπο την υιοθέτηση μιας κανιβαλοποιημένης συμπεριφοράς σε διαπροσωπικό επίπεδο, η ανταπόκριση στο κάλεσμα του Σωκράτους για υπερουράνια ενατένιση, καθίσταται ως ένα ιδιότυπο μα όχι απογυμνωμένο από αιώνια προοπτική μεταφυσικό πρόσταγμα, για όλες εκείνες τις συνειδήσεις, οι οποίες προτιμούν να οικούν ποιητικά μέσα στον κόσμο, αρνούμενοι εξακολουθητικά να διασχίζουν το μονοπάτι της ζωής τους ασυνείδητα και στερημένοι από την αγωνιστική οδό της δυναμικής και δικαιωματικής διεκδίκησης των ουρανίων του κεκτημένων.
_
γράφει ο Παναγιώτης Σκοπετέας
____________________
Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
Α. Αρχαίο Κείμενο.
- Plato., ( 11903 ), Platonis Opera, ed. Ioannes Burnet, Volume II : Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, Alcibiades I and II, Hipparchus, Amatores continens, Oxford University Press.
Β. Ελληνική βιβλιογραφία.
- Γκάτσος Νίκος., ( 2004 ), ( 1 1999 ), Όλα τα τραγούδια, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα.
- Δόικος Παναγιώτης., ( 2001 ), Πλάτωνος Φαίδρος, μελέτη – μετάφραση – σχόλια του ιδίου, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη.
- Καρτσωνάκης Σταύρος Γ., ( 2009 ), Νίκος Γκάτσος. Ποίηση και Στιχουργική : 1931 – 1991. Διδακτορική Διατριβή. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης. Αθήνα.
- Κούντερα Μίλαν., ( 1 1991 ), ( 1 2009 ), Αθανασία, μετάφραση από τα γαλλικά Κατερίνα Δασκαλάκη, εκδόσεις βιβλιοπωλείο της Εστίας, Ι.Δ Κολλάρου & Σιας Α.Ε.
- Kούρτοβικ Δ., ( 1999 ), « Mορφή αινιγματική » στο ένθετο/αφιέρωμα στον ποιητή Ν. Γκάτσο « Πρόσωπα », 15 Μαΐου, εφημερίδα Tα νέα.
- Μαστροδημήτρης Π.Δ., ( 6 1996 ), Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα.
- Mαυρόπουλος Γ. Θεόδωρος., ( 2007 ), Πλάτωνος, Φαίδων ( Περί Ψυχής ), εισαγωγή, μτφ, ερμηνευτικά σχόλια του ιδίου, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη.
- Μπαλούρδος Γ.Χ., ( 2002 ), « Μάνος Χατζιδάκις. Ο μελωδιστής των ονείρων », περ. οδός Πανός, τχ. 115, Ιανουάριος – Μάρτιος.
- Μπουροδήμος Ε.Λ., ( 1987 ), « Η ποίηση. Η αλήθεια και η Ζωή. Πρακτικά 6ου Συμποσίου Ποίησης. Νεοελληνική μεταπολεμική ποίηση 1945 – 1985. Εκδόσεις Γνώση. Αθήνα.
- Χαραλαμπάκης. Χ., ( 2 1999 ), « Αναφορές στη γλώσσα της υπερρεαλιστικής ποίησης », Γλωσσική και λογοτεχνική κριτική, εκδόσεις Αθήνα.
___
[1] Nίκος Γκάτσος., ( 2004 ), σελ. 282
[2] Χ. Χαραλαμπάκης., ( 1999 ), σελ. 200
[3] Ε.Λ Μπουροδήμος., ( 1987 ), σελ. 428
[4] Π.Δ Μαστροδημήτρης., ( 1996 ), σελ. 175
[5] Από Ντοκιμαντέρ της ΕΤ1 στη διεύθυνση http://www.youtube.com/watch?v=tD1_aYYmDyw
[6] Δ. Κούρτοβικ., ( 1999 ), σελ. 22
[7] Γ.Χ Μπαλούρδος., ( 2002 ), σελ. 50
[8] Για το θρησκευτικό αίσθημα στην ποίηση του Ν.Γκάτσου, βλ. Καρτσωνάκης Σταύρος., ( 2007 ), σσ. 286 -288.
[9] πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος. Πλ., Θεαίτητος, 169d- 171e
[10] Πλ., Φαῖδρ., 245c
[11] Δόικος Π., ( 2001 ), σελ. 249
[12] Μίλαν Κούντερα., ( 2009 ), σελ. 65
[13] Μίλαν Κούντερα, Αθανασία, σελ. 66
[14] Βλ. π.χ «δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά, σ ‘ αγαπήσανε στον κόσμο…, Ομορφονιά…»
Ένα από τα τελειότερα και πιο τεκμηριωμένα κείμενα που αναρτήθηκαν ποτέ για το θέμα της Αθανασίας της ψυχής!
ΜΠΡΑΒΟ ΣΑΣ ΚΥΡΙΕ ΣΚΟΠΕΤΕΑ!!!!!!!!
Κύριε Σκοπετέα, Σας ευχαριστώ !