Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα
ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου,
μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου,
και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες
στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες,
όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια
ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης
σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων,
ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.
Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,
και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς,
και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.
Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι,
κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει
η μέρα, κι οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τα κοράκια,
Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά
το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ― ύστερα από μια νύχτα
δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
Έτσ’ η ζωή.
Κι έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με
τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια
(η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες! Αυτός
ο Μπολιβάρ!
Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος
στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της
Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας,
της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας,
της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας,
Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην
πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω ― έτσι είτανε, λεν, ο
Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.
Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική
ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει
την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.
Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας
μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε
στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν
τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.
Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί,
σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε,
κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;
Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι αιώνιες.
Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα
λεωφορεία με τους πληγωμένους.
Ο εγγονοπουλικός Μπολιβάρ είναι ένας σύγχρονος αντιστασιακός «ύμνος εις την Ελευθερίαν», ένας ύμνος διαφορετικός από εκείνον των ποιητών της εθνικής ή της πολιτικής ελευθερίας, γιατί αναφέρεται σε μιαν υπέρτερη ελευθερία, που κατακτάται με την υπέρβαση κάθε καταναγκασμού, ακόμη και εκείνων τους οποίους επιβάλλουν οι ανάγκες των συνόλων. Η χρήση εθνικών και πολιτικών συμβόλων δηλώνει την ταύτιση του Αμερικανού ήρωα με τον ποιητή ως γενική ιδέα, με την ποίηση.
Το ποίημα διακρίνεται για την ηρωική, αγωνιστική και επαναστατική πνοή του και ο μεγάλος Νοτιοαμερικανός επαναστάτης Σιμόν Μπολιβάρ γίνεται σύμβολο του αγώνα όχι μόνο για την πολιτική, αλλά και για την πνευματική ανεξαρτησία και ταυτίζεται με ευρύττερους φιλελεύθερους πόθους και με ποικίλα απελευθερωτικά κινήματα. Το ποίημα εντυπωσιάζει με την τόλμη της σύλληψης, τον πλούτο της έκφρασης και την υπερρεαλιστική πνοή του.
Ο Μπολιβάρ, με τον υπότιτλο «ένα ελληνικό ποίημα», γράφτηκε τον χειμώνα του 1942-43 και «κυκλοφόρησε σε χειρόγραφα αντίτυπα που έκαναν πολλοί, και το διάβαζαν σε συγκεντρώσεις αντιστασιακού χαρακτήρα», όπως σημειώνεται στη δεύτερη έκδοσή του σε βιβλίο, το 1962.
Το συγκεκριμένο ποίημα αποτελεί την εισαγωγή στην ονώνυμη ποιητική συλλογή, που ελαφρώς ξεπέρασε ορθόδοξο υπερρεαλιστικό ρεύμα. Ο ποιητής παίρνει μεν ως κεντρικό θέμα τη μορφή-σύμβολο του Νοτιοαμερικάνου επαναστάτη και αγωνιστή της ελευθερίας, αλλά με την ευκολία που του δίνει η ποίηση προεκτείνει τα σύμβολα μέσα στον ελληνικό χώρο και την ελληνική ιστορία.
Η ποίηση του Εγγονόπουλου φαίνεται, με την πάροδο του χρόνου, να αποδεικνύεται δυναμικότερη από την ποίηση του ετέρου των Διόσκουρων του ελληνικού υπερρεαλισμού, του Εμπειρίκου. Εκείνο που διαφοροποιεί τον Εγγονόπουλο από τους άλλους υπερρεαλιστές δεν είναι τόσο η ουσιώδης σχέση του με την ελληνοκεντρική πολιτισμική παράδοση (σχέση που, σε συνδυασμό με τη συνομιλία του με την ξενόγλωσση παράδοση, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά της υπερρεαλιστικής του ιδιαιτερότητας) όσο η ιδιοτυπία των τρόπων του.
Η συνειρμικότητα του Εγγονόπουλου απολήγει σε στίχους που έχουν την ισχύ της πρώτης έντασης. Αυθόρμητοι συνειρμοί, απαλλαγμένοι από τη διαμεσολάβηση της διάνοιας, έκφραση ποιητικής συγκίνησης. Διαφορετικά από τη συνειρμικότητα του Εμπειρίκου, που παρά την εμφανή ελευθερία της γεννά την αίσθηση του εσκεμμένου, δηλαδή μιας έκφρασης ποιητικά δευτερογενούς, που δίνει ως επί το πολύ την εντύπωση ότι το αίσθημα παράγεται από τη σκέψη (ή μέσω της σκέψης), η συνειρμικότητα του Εγγονόπουλου, επειδή περιέχει το στοιχείο της σκέψης στη ρίζα του ποιητικού του λόγου, συμφυόμενο με το αίσθημα και συναναδυόμενο, ως συγκίνηση, συγκεκραμένο με αυτό, έχει ως αποτέλεσμα μιαν ενδιάθετη υπέρβαση της αυτοματικότητας, αλλά και συγχρόνως μια ποιητική έκφραση άκρας – χάρη στην ένταση αυτής της κράσης – αυθορμησίας.
O “επιθετικός” λόγος αναμφίβολα ήταν άμεσα κατανοητός τόσο από τους “φιλήσυχους πολίτες” όσο και από τους συντηρητικούς κριτικούς. Σε αντίθεση με την Υψικάμινο του Εμπειρίκου, Η ποίησή του από την προπολεμική ακόμα περίοδο ήταν πιο ενοχλιτική παρά το απόκρυφο και το “μυστήριό” τους. Ο λαϊκότροπος και συνάμα λόγιος λόγος του κατέληγε σε μια ιδιότυπη “άλογη λογικότητα”. Το είδος της “λογικής” που προβάλλει ο “άλογος” Εγγονόπουλος φαίνεται καθαρά στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν. Αυτή η ιδιότυπη πικρή “λογική” και η συναφής επιθετικότητα του πολιτικού, επαναστατικού και αδιάλλακτου Εγγονόπουλου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της ποίησής του.
Ο ήρωας από το όρος Έρε της Ύδρας μπορεί και αντικρίζει όλες τις χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής (κάτι που βέβαια είναι εξωπραγματιό, αλλά ικανό στην ποίηση). Το όνομα του Μπολιβάρ, σαν χαράσεται, μόνο σπίθες μπορεί και πετάει. Στοιχεία σουρεαλισμού διαφαίνονται και στη στροφή όπου συγκρίνει το σώμα του επαναστάτη με το γεωφυσικό ανάγλυφο της αμερικάνικης ηπείρου και όταν συκρίνονται οι λόγοι του με τον εγκέλαδο και άλλες φυσικές καταστροφές που συνεπαίρνουν όλο τον κόσμο.
Η Αμερική όταν γεννήθηκε ο ήρωας ήταν βυθισμένη στα σκοτάδια, καθώς όλες οι σημερινές της χώρες αποτελούσαν αποικίες ευρωπαϊκών κρατών και ήταν σκλαβωμένες. Η δράση του Μπολιβάρ κατά τον ποιητή υπήρξε εκείνο το φως της απελευθέρωσης που φώτισε όλη την ήπειρο και όλο τον κόσμο ακόμα ενάντια στους αποικιοκράτες. Τόσο σημαντική ήταν η δράση του που παρομοιάζεται με βουνά και ποτάμια· όλη η ήπειρος μοιάζει να αποτελεί ένα σώμα που ζει μόνο από τον αγώνα του Μπολιβάρ· η ένταση της δύναμής του ήταν τόσο μεγάλη που επηρέασε όλη τη Νότιο Αμερική. Συνειρμικά ίσως να φαντάζεται το χάρτη της Αμερικής και έτσι να φτάνει στην συγκεκριμένη περιγραφή.
Οι λόγοι του ήταν τόσο δυνατοί που η φύση συνηγορούσε μαζί του με καταστροφικές εκρήξεις και σεισμούς σε όλη την οικουμένη. Με τον υπερρεαλιστικό αυτό τρόπο φαίνεται η απήχηση που είχαν οι αρχές του αμερικανού επαναστάτη και τις επαναστατικές εστίες που ξέσπασαν σε όλη τη γη· επαναστάσεις που έμοιαζαν με σεισμούς και ηφαισιακές εκρήξεις. Μέχρι και τον ελλαδικό χώρο επηρέασαν οι επαναστατικές ιδέες του Μπολιβάρ.
Αυτό βέβαια είναι και το σημείο που συνδέεται η κατοχική και σκλαβωμένη Ελλάδα με τις επαναστικές αρχές του Μπολιβάρ. Θέμα του δεν παύει να είναι η κατοχική Ελλάδα (1940-1944). Ο σουρεαλισμός του χαρίζει τη δυνατότητα να μεταφέρεται από το ένα θέμα στο άλλο χωρίς να μας ξενίζει και να φαντάζει παράτερο. Όπως από την Ύδρα μεταφέρθηκε συνειρμικά στην Αμερική, έτσι με ανάλογους συνειρμούς επιστρέφει στην κατακτημένη Ελλάδα καλλιεργώντας επαναστατικές και απελευθερωτικές ιδέες. Είναι ένα είδος νοηματικού κύκλου. Στόχος του είναι πάντα η ελευθερία και το όνομα του Μπολιβάρ αποτελεί αυτό το συνετικό δεσμό που αναζητά.
Ο επαναστάτης είναι ωραίος όπως οι αγωνιζόμενοι Έλληνες για την ελευθερία τους· από την Αρχαιότητα οι Έλληνες αγωνίζονταν ενάντι σε κάθε έναν που επιβουλέυονταν την ελευθερία τους, θέλοντας να διατηρήσουν την ελευθερία τους και την ανεξαρτησία τους. Γνωστές είναι οι μάχες τους ενάντια σε Πέρσες, Ρωμαίους και τόσους άλλους λαούς μέχρι και τη Νεότερη ιστορία μας (Οθωμανούς, Ιταλούς και Γερμανούς). Έτσι και ο Μπολιβάρ αγωνίστηκε μέχρι το τέλος για ελευθερία και ανεξαρτησία και βέβαβαι την αξιοπρέπεια, όπως πρέπει κατά τον ποιητή να κάνουν και οι σύγχρονοί του Έλληνες.
Στο τέλος του αποσπάσματος ο ποιητής μας γνωστοποιεί τη γνωριμία του τον Μπολιβάρ. Βέβαια, δεν πρόκειται για πραγματική συνάντηση, αφού ήδη ο αμερικανός είχε εθάνει πριν ακόμα γεννηθεί ο Εγγονόπουλος. Είναι ένα άλλο υπερρεαλιστικό στοιχείο που στηρίζεται στο συνειρμό. Η γνωριμία φαίνεται να έγινε είτε από μία φωτογραφία είτε από ένα βιβλίο του Μπολιβάρ. Ωστόσο, αυτό δεν εμποδίζει τον ποιητή να τον χαρακτηρίσει απόγονο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα, που αγωνίστηκε για την ελευθερία του. Είναι ένας ακόμα απόγονος εκείνου που πέθανε στις επάλξεις στη μάταιη προσπάθειά του να κρατήσει ζωντανό το όραμα της αυτοκρατορίας και να διατηρήσει την ελευθερία των υπηκόων του. Για το συνειρμό αυτό ευθύνεται η αναφορά της Κωνσταντινούπολης, όπου πρωτοσυνάντησε τον Μπολιβάρ, από την Πόλη μεταφέρεται στα τελευταία Βυζαντινά Χρόνια.
“Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα
ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής”.
Μια άκρως εντυπωσιακή έναρξη που σε παρακινεί να διαβάσεις τη συνέχεια σε ένα γοητευτικό ποίημα που, ομολογώ, αγνοούσα. Σε συνδυασμό δε με την πολύ εύστοχη και αναλυτική προσέγγιση του φίλου μας Δήμου, η όλη ανάρτηση είναι πραγματικά και ενδιαφέρουσα και προσοδοφόρα – με την έννοια της ενημέρωσης και του οφέλους!
Σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, Βάσω μου. Δεν το κρύβω ότι ο “Μπολιβάρ” είναι από τα αγαπημένα μου ποιήματα, πολύ πιο επαναστατικό από άλλα γνωστά….