–
γράφει ο Ανδρέας Αντωνίου
–
Η ποίηση του Καββαδία χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένα μοτίβα, που εμφανίζονται λίγο ή πολύ σε όλο το ποιητικό του έργο. Η θάλασσα, τα ταξίδια του, οι ιστορίες και τα αυτοβιογραφικά του στοιχεία είναι επαναλαμβανόμενα στοιχεία, που του έχουν προσδώσει τους χαρακτηρισμούς «ο ποιητής της θάλασσας» ή «ο ποιητής του ταξιδιού». Βασικός στόχος του δοκιμίου είναι να δείξει πως αυτοί οι χαρακτηρισμοί είναι επιφανειακοί και πως στην πραγματικότητα η ποίηση του Καββαδία είναι βαθύτατα μεταφυσικοί και αντικατοπτρίζουν την βαθύτερη δομή του κόσμου. Η πιο καταφανής έκφανση της μεταφυσικής του Καββαδία είναι το ποίημα «Γράμμα στον Ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ».
Ο Καίσαρ Εμμανουήλ τοποθετείται στο ρεύμα του μετάσυμβολισμού, δηλαδή στο ρεύμα που ακολούθησε τα χνάρια του Baudelaire, του Mallarme, του Καρυωτάκη και του Φιλύρα. Ο Καββαδίας γνωρίζει καλά το έργο του Καίσαρα Εμμανουήλ, όπως και των άλλων μετασυμβολιστών ποιητών, κυρίως του Κώστα Ουράνη. Αυτό βέβαια γίνεται φανερό από την στροφή:
Κάτι που θα ‘κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά·
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.
Ο Καίσαρ Εμμανουήλ είναι γνωστός για την μετάφραση που έχει κάνει στο «Κοράκι» του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, την οποία ο Καββαδίας έχει διαβάσει.
Ο Καίσαρ Εμμανουήλ και κατ’ επέκταση όλη η συμβολική ποίηση, όπως και ο ρομαντισμός του Πόε, χαρακτηρίζονται από απαισιοδοξία. Τα βασικά τους μοτίβα είναι ο θάνατος, η ματαιότητα του κόσμου, η μελαγχολία, η θλίψη, η απαισιοδοξία και η απελπισία. Ανεκπλήρωτοι έρωτες, αυτοκτονίες και ο πόνος είναι τα βασικά θέματα που πραγματεύονται. Τα μάτια του Καίσαρα Εμμανουήλ δεν έχουν γελάσει ποτέ, αναφέρει ο Καββαδίας, το κοράκι και η απελπισία του Πόε τον στοιχειώνει και μέσα στην απελπισία του αναφωνεί πως «τίποτα-τίποτα δεν μας σώζει».
Ο πεσιμισμός παρουσιάζεται μεταφυσικά ως η αλήθεια του κόσμου. Η ίδια η πραγματικότητα μας κάνει να είμαστε πεσιμιστές. Ο ίδιος ο κόσμος παρουσιάζεται ως τυχαίος, ακανόνιστος, χωρίς νόημα και χωρίς σκοπό. Η ανθρώπινη ύπαρξη μοιάζει μάταιη μέσα στο άπειρο σύμπαν, μια αδιόρατη κουκκίδα στη μέση του απείρου. Ο άνθρωπος μεταφυσικά αντιμετωπίζεται ως «ον προς θάνατον» (με την ορολογία του Heidegger), καθώς η μόνη βέβαιη και αναπόδραστη αλήθεια που βιώνεται είναι η σιγουριά του θανάτου. Η ύπαρξη μας τελικά καταλήγει παράλογη, χωρίς καμία παρηγοριά και χωρίς κανένα μεταφυσικό στήριγμα στο οποίο να μπορούμε να βασιστούμε.
Η αλήθεια του συμβολισμού μπορεί να αποκρυσταλλωθεί στο μικρό απόσπασμα του Γερμανού φιλοσόφου Φρειδερίκου Νίτσε, από το έργο του «Περί Αληθείας και Ψεύδους υπό εξωηθική έννοια»: «Σε κάποια απόμερη γωνιά του εκχυμένου σε αναρίθμητα λαμπυρίζοντα ηλιακά συστήματα σύμπαντος, υπήρξε μια φορά κι ένα καιρό ένα αστέρι πάνω στο οποίο ευφυή ζώαην επινόησαν τη γνώση. Ήταν η πιο υπερφίαλη και πιο απατηλή στιγμή της «Παγκόσμιας Ιστορίας» αλλά ήταν βέβαια μονάχα μια στιγμή. Έπειτα από λιγοστές ανάσες της φύσης, το αστέρι πάγωσε και τα δαιμόνια ζώα έπρεπε να πεθάνουν. Κάπως έτσι θα μπορούσε κάποιος να σκαρφιστεί ένα μύθο και μολοταύτα δεν θα είχε εικονογραφήσει με επάρκεια το πόσο αξιοθρήνητος, πόσο σκιώδης και φευγαλέος, πόσο άσκοπος και τυχαίος φαντάζει ο ανθρώπινος νους μέσα στη φύση».
Ο Νίκος Καββαδίας βυθίζεται μέσα σε αυτή την αλήθεια. Σε ολόκληρο το ποιητικό του έργο υπάρχει διάχυτη η μελαγχολία και η απαισιοδοξία. Ήδη η καλή γνώση της συμβολιστικής παράδοσης δείχνει πόσο κατανοεί την απελπισία και την απαισιοδοξία του κόσμου. Ο «ποιητής της Θάλασσας» είναι ένας πραγματικός «ποιητής της μελαγχολίας».
Όμως ο Καββαδίας δεν μένει στάσιμος μπροστά σε αυτή την απελπισία, δεν μένει άπραγος μπροστά στη φρίκη του κόσμου. Δεν μεμψιμοιρεί, δεν παραιτείται από την ζωή, παρόλο που αυτή είναι μάταιη. Ο Καββαδίας προσπαθεί να βρει ένα διέξοδο από αυτή την απαισιοδοξία, προσπαθεί να βρει εκείνο το στοιχείο που θα του επιτρέψει να υπερβεί αυτή την απαισιοδοξία. Ο Καββαδίας είναι μελαγχολικός και την ίδια ώρα παρουσιάζεται σαν αισιόδοξος. Αντίφαση ή μήπως κρύβεται κάτι βαθύτερο σε αυτό;
Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ… Σκεφτείτε… Εγώ.
Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ.
Ο Καββαδίας βρίσκει τον τρόπο να υπερβεί την μελαγχολία. Σε όλα αυτά που μας απελπίζουν και μας κάνουν να μελαγχολούμε, σε όλη αυτή την αλήθεια, τον πεσιμισμό και την έλλειψη νοήματος, ο ποιητής προτείνει την δική του λύση: Ένα καράβι να μας πάρει μακριά.
Αν ο πεσιμισμός είναι η μόνη αλήθεια του κόσμου και ο θάνατος η μόνη βέβαιη κατάληξη του ανθρώπου, τότε το μόνο που μας απομένει να κάνουμε είναι να φύγουμε μακριά από αυτό τον κόσμο, τον κόσμο της αλήθειας και της απαισιοδοξίας. Αντίδοτο στο κόσμο της πραγματικότητας δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένας κόσμος εξωτικός, ένας κόσμος σχεδόν φανταστικός, μακριά από κάθε τι αληθινό, καθημερινό και συνηθισμένο.
Πολιτείες ξένες, πλοία και φορτηγά, παράξενες ιστορίες για κύματα κι αστερισμούς, τατουάζ παράξενα, κι εξωτικά μέρη όπως η Μπατάβια ή Ινδία. Αυτά είναι η υπέρβαση που εισηγείται ο Καββαδίας, προκειμένου να γίνει η υπέρβαση πάνω από το πεδίο της απαισιοδοξίας. Ενώ τίποτα στον κόσμο δεν αξίζει, ο Καββαδίας βρίσκει κάτι μη αληθινό, κάτι εξωτικό, το οποίο είναι τόσο όμορφο και σπάνιο, που μοιάζει να αξίζει μόνο αυτό. Ο Καββαδίας βρίσκει φως και ομορφιά στα ταξίδια, στην φυγή από την πραγματικότητα, από το σκοτάδι το οποίο επικρατεί.
Ο Καββαδίας δεν είναι απλώς ο «ποιητής της θάλασσας» ή ο ποιητής που περιγράφει τα βιώματά του στα ποιήματά του. Αυτά τα στοιχεία είναι απλώς «συμβεβηκότα», είναι συμπτώσεις περισσότερο και αγγίζουν μόνο την επιφάνεια του έργου του Καββαδία. Ο Καββαδίας είναι ο ποιητής της φυγής και του ψεύδους. Η θάλασσα είναι μια αφορμή για φυγή και μέσα στην αυτοβιογραφία του δεν υπάρχει αλήθεια, αλλά καθαρή φαντασία. Η ζωή του Καββαδία είναι μια ζωή που κινείται από ομορφιά και φαντασία. Δεν έχει καμία σημασία αν ο Καββαδίας είχε πάει στην Μπούρμα και στην Μπατάβια, όταν έγραφε αυτό το ποίημα. Σημασία έχει πως αυτή η αναφορά μας κάνει να σκεφτόμαστε διαφορετικά μέρη, ασυνήθιστα, όμορφα και εξωτικά και με αυτό τον τρόπο μας κάνει να υπερβαίνουμε την πεζή πραγματικότητά μας, προς κάτι ανώτερο και ομορφότερο.
Ο Καββαδίας κάνει ακόμη μια νύξη για την δική του φιλοσοφία της τέχνης. Μια τέτοια ζωή και ένας τέτοιος θάνατος, εξωτικός, γεμάτος φαντασία, θα ήταν «ποιητικότερος», όπως αναφέρει στο ποίημά του. Βλέπουμε δηλαδή πως ο ίδιος ο ποιητής αντιμετωπίζει την τέχνη του, αλλά και την τέχνη γενικότερα, ως μια φυγή από την πραγματικότητα. Η τέχνη δηλαδή είναι ένας καινούριος κόσμος, ποιητικότερος, με περισσότερη φαντασία, αλλά και μακριά από την πραγματικότητα. Σε αυτό ο Καββαδίας φαίνεται να ταυτίζεται μαζί με το ρεύμα του αισθητισμού και τις απόψεις του Όσκαρ Ουάιλντ ή του Ουώλτερ Πέιτερ. Το καράβι του Καββαδία δεν είναι απλά το πραγματικό καράβι του, με το οποίο ταξιδεύει ως ασυρματιστής. Το καράβι του Καββαδία είναι η ίδια η τέχνη στο υψηλότερό της ιδανικό. Ο Καββαδίας μετατρέπεται σε ποιητή της Τέχνης.
Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.
Παρόλα αυτά ο Καββαδίας γνωρίζει καλά πως κανείς δεν μπορεί να ταξιδεύει συνέχεια, αλλά πρέπει πάντοτε να βρίσκει λιμάνι και να αράζει. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την αλήθεια, όπως κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το θάνατο. Όσο κι αν προσπαθεί κάποιος να ξεφύγει από την αλήθεια, εκείνη τραβάει πίσω τον άνθρωπο. Όπως η βαρύτητα κρατάει κολλημένο τον άνθρωπο στη γη, όσο κι αν προσπαθεί ο άνθρωπος να πετάξει, έτσι και η αλήθεια επιβάλλεται, όσο κι αν ο άνθρωπος βρίσκει καταφύγιο στην τέχνη. Τελικά το καράβι του Καββαδία αποδεικνύεται «καπνός κι αθάλη» και η πραγματικότητα αφήνει στο τέλος μια πικρή γεύση στο στόμα.
Είναι αυτό απαισιόδοξο μήνυμα; Όχι. Ο Καββαδίας αμφιταλαντεύεται σαν πραγματικός χορευτής που με ένα άλμα ξεφεύγει από την γη και βρίσκει την ομορφιά στο πέταγμα και την άλλη στιγμή βρίσκεται κολλημένος πίσω στο έδαφος. Δεν πτοείται ποτέ. Ξέρει πώς έτσι είναι ο κόσμος και πως δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Για κάθε αλήθεια, θα υπάρχει πάντα ένα ταξίδι μακριά της και για κάθε ταξίδι που θα τελειώνει από μια αλήθεια, ένα άλλο θα έρχεται και θα παίρνει τη θέση του.
Μπορεί όντως τίποτα να μην μας σώζει. Μπορεί όντως ο Καίσαρ Εμμανουήλ να έχει δίκιο. Αλλά ακόμη κι έτσι, ακόμη και στην πιο απαισιόδοξη κατάσταση, στην πιο μαύρη απελπισία, το ταξίδι έχει αξία. Η Τέχνη αναδεικνύεται μέσα από την απαισιοδοξία και αποκτά αξία σε ένα κόσμο που δεν αναγνωρίζει καμία αξία. Υπό αυτή την έννοια, το συγκεκριμένο ποίημα, αλλά ευρύτερα το ποιητικό έργο του Νίκου Καββαδία είναι ουσιωδώς αισθητικό και μεταφυσικό, με ένα μοναδικό και πανέμορφο τρόπο.
Εξαιρετικό δοκίμιο!
Μία από τις καλύτερες κριτικές σκέψεις που έχω διαβάσει πάνω στην ποίηση του Νίκου Καββαδία… Τα συγχαρητήριά μου, Ανδρέα και σ ευχαριστούμε!!