«Μπόρα είναι μαθές η ζωή. Θα περάσει!»
Νίκος Καζαντζάκης, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται
Εξήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα, 26 Οκτωβρίου, από τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη, του πιο σπουδαίου ίσως σύγχρονου Έλληνα λογοτέχνη και του περισσότερο μεταφρασμένου παγκοσμίως. Ο Καζαντζάκης κατάφερε να αναγνωριστεί και να καταξιωθεί σε παγκόσμια κλίμακα με το πλούσιο και μοναδικής ομορφιάς έργο του και να αποκτήσει μια διεθνή φήμη ισάξια των κλασικών συγγραφέων. Το 2017 ανακηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού ως «Έτος Νίκου Καζαντζάκη», αποθέτοντας έτσι φόρο τιμής στον σπουδαίο Έλληνα συγγραφέα.
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Τουρκοκρατούμενης ακόμα Κρήτης, το 1883. Τη βασική του μόρφωση την απέκτησε σε Ηράκλειο και Νάξο, ενώ συνέχισε τις πανεπιστημιακές του σπουδές στην Αθήνα, στη Νομική σχολή. Το 1906, πριν ακόμη πάρει το πτυχίο του, ο Καζαντζάκης κάνει την πρώτη του εμφάνιση στον ελληνικό λογοτεχνικό κόσμο με το μυθιστόρημα Όφις και Κρίνο, το οποίο εξέδωσε με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή. Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα λογοτεχνικό ψυχογράφημα με βαθύ φιλοσοφικό υπόβαθρο, όπως άλλωστε και κάθε έργο του Καζαντζάκη, και είναι αφιερωμένο στην πρώτη σύζυγο του συγγραφέα, τη Γαλάτεια Αλεξίου, παρ’ όλο που είναι εμπνευσμένο από μία άλλη γυναικεία μορφή.
«Εκοιμώσουν κ’ ήμουν γερμένος και σε κύτταζα και χαμογελούσα. Όχι, η φωνή μου δεν τρέμει… Γιατί να τρέμει αγάπη μου; Εκοιμώσουν και σε κύτταζα κι άναβαν μέσα μου πόθοι παράξενοι, να σ’ αρπάξω με τα φτερά των ασμάτων μου και την παντοδυναμία των επιθυμιών μου και να πάμε αλλού, αγάπη μου, δεν ξέρω κι εγώ πού… εκεί όπου αιώνια χαρά ανατέλλει μέσ’ από τ’ ακίνητα κι απόκρυφα νερά.»
Όφις και Κρίνο
Την έκδοση του πρώτου του βιβλίου ακολουθεί μια πληθώρα νέων εκδόσεων, που περιλαμβάνουν κυρίως θεατρικά έργα, αλλά και δοκίμια και το μυθιστόρημα Σπασμένες Ψυχές. Παράλληλα, συνεχίζει τη δημοσιογραφική του καριέρα αρθρογραφόντας σε εφημερίδες και περιοδικά, χρησιμοποιώντας τα ψευδώνυμα Ακρίτας, Κάρμα Νιρβαμή και Πέτρος Ψηλορείτης. Για να βγάλει τα προς το ζην, ξεκινά τις μεταφράσεις διάφορων κλασικών έργων, όπως του Νίτσε, του Δάντη και του Ομήρου.
Ο Καζαντζάκης, σε όλη του τη ζωή, ταξίδευε πολύ. Τα ταξίδια έτρεφαν τη φαντασία του και τον ενέπνεαν να γράφει όλο και περισσότερο. Το 1918, ξεκινώντας από την Ελβετία και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, περνάει από μια πληθώρα χωρών, που περιλαμβάνουν τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ιταλία, τη Ρωσία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, την Κύπρο, την Ισπανία, την Αγγλία και την Ιαπωνία. Τα ταξίδια αυτά, πολλά εκ των οποίων έγιναν λόγω της δημοσιογραφικής ιδιότητας του συγγραφέα, που πήγε εκεί ως ανταποκριτής, είναι η αφορμή για να γραφτούν τα διάσημα Ταξιδεύοντας. Οι πρώτες εκδόσεις των ταξιδιωτικών ανθολογιών ξεκινάνε το 1926.
Το 1927 δημοσιεύεται στο περιοδικό Αναγέννηση η πρώτη μορφή της Ασκητικής, ένα από τα πιο προκλητικά έργα του Καζαντζάκη, μια σπαρακτική κραυγή, όπως την χαρακτήρισε ο ίδιος. Η Ασκητική κατατάσσεται στα φιλοσοφικά βιβλία του συγγραφέα, όπου εκθειάζει τις ιδέες, τα πιστεύω, τις ανησυχίες και την κοσμοθεωρία του. Το στοχαστικό της περιεχόμενο, καθώς και οι αιρετικές σκέψεις που περιέχει για τον Θεό, προκάλεσαν σάλο και συγγραφέας και εκδότης κλήθηκαν σε απολογία για την έκδοση του ασεβούς βιβλίου. Η δίκη, εν τέλει, δεν έγινε. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Καζαντζάκη, η Ασκητική ήταν το πιο σημαντικό του έργο, από το οποίο πήγασαν όλα τα υπόλοιπα. Ο συγγραφέας αναθεωρούσε συνεχώς την Ασκητική μέχρι το 1945, όπου το έργο εμφανίζεται πλέον ολοκληρωμένο.
«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.»
Ασκητική
Το 1938 πραγματοποιείται η πρώτη έκδοση της Οδύσειας, του βασικότερου έπους της ζωής του Καζαντζάκη. Η Οδύσεια, αποτελούμενη από 33.333 στίχους και 24 ραψωδίες, αποτελεί ένα “τέρας” δημιουργήματος και δικαίως χαρακτηρίστηκε ως «το μεγαλύτερο έπος της λευκής φυλής». Ως συνέχεια στην ομηρική Οδύσσεια, το έργο περιγράφει το τελευταίο ταξίδι της ζωής του Οδυσσέα, του πολυμήχανου πολεμιστή που νιώθει ότι η Ιθάκη τον πνίγει και αρχίζει ξανά να ταξιδεύει και να ανακαλύπτει πολιτείες και ανθρώπους. Στην Οδύσεια εμπεριέχονται 7.500 αθησαύριστες λέξεις, που δεν υπάρχουν στα λεξικά της νέας ελληνικής. Ο Καζαντζάκης ξεκίνησε τη συγγραφή της το 1924 ενώ την τελική της μορφή την πήρε το 1938, μετά από 8 αναθεωρήσεις.
Ήδη από το 1917, σε μια προσπάθεια του συγγραφέα να κατεβάσει ξυλεία από το Άγιο Όρος, ο Καζαντζάκης γνωρίζεται με τον Γιώργη Ζορμπά, τον εργάτη με τη χαρισματική προσωπικότητα που τον ενέπνευσε, χρόνια μετά, να γράψει το μυθιστόρημά του Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Το μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1946 και γνώρισε παγκόσμια αναγνώριση γιατί, εκτός από τις μεταφράσεις σε έναν τεράστιο αριθμό γλωσσών, ακολούθησε και η κινηματογραφική μεταφορά του το 1964. Ο χαρακτήρας του Ζορμπά ενσαρκώνει μια ολόκληρη Ιδέα· τον άνθρωπο που παθιάζεται με τη Ζωή, που φιλοσοφεί, που μεθά και χορεύει, που ζει με πάθος και στο έπακρο. Ίσως να ήταν αυτά τα στοιχεία που κάνανε τον Ζορμπά έναν από τους πιο γνωστούς χαρακτήρες παγκοσμίως και τον κατέστησαν σύμβολο του ελληνισμού.
Το 1948 ο Καζαντζάκης κάνει την πρώτη γραφή του μυθιστορήματός του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Με το έργο αυτό, ο συγγραφέας αγγίζει θέματα θεολογικά, φιλοσοφικά αλλά και κοινωνικοπολιτικά, αφού δείχνει τις θετικές και τις αρνητικές πλευρές της ελληνικής κοινωνίας στις αρχές του 20ού αιώνα. Μα, πάνω απ’ όλα, αγγίζει τον Άνθρωπο. Τον Άνθρωπο με τις αδυναμίες και τα πάθη του, με τις προκαταλήψεις και τα πιστεύω του, που αγαπάει και μισεί, που αδικεί και αδικείται, που ζει με τον δικό του τρόπο. Πρόκειται για ένα έργο διαχρονικό, με διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες απ’ αυτές που φαίνονται στον αναγνώστη εκ πρώτης όψεως. Ο Καζαντζάκης, με το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, προκάλεσε τις αντιδράσεις της Εκκλησίας. Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη, αλλά και στην τηλεόραση.
«Αυτό θα πει άνθρωπος: να πονάς, ν’ αδικιέσαι, να παλεύεις και να μην το βάνεις κάτω! Αν ήταν να με ρωτούσαν ποιος δρόμος πάει στον ουρανό, θ’ απαντούσα: ο πιο δύσκολος. Μεγάλη κολυμπήθρα τα δάκρυα, παιδί μου…»
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται
Το 1950 ο Καζαντζάκης γράφει τον Καπετάν Μιχάλη, ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Με φόντο την Τουρκοκρατούμενη Κρήτη, την πατρίδα του συγγραφέα, και βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα μας παρουσιάζει μια εμβληματική μορφή: τον Καπετάν Μιχάλη. Βασισμένος στον χαρακτήρα τού πατέρα του συγγραφέα, ο Καπετάν Μιχάλης είναι ένας άνθρωπος με βαθιά συναίσθηση του καθήκοντος και της θυσίας· ένας άνθρωπος που μάχεται για την ελευθερία της πατρίδας του και που θα έδινε και τη ζωή του γι’ αυτή. Ένας ήρωας με όλα τα “θνητά” χαρακτηριστικά, τα πάθη, τους δαίμονες, τις στεναχώριες, τον πόνο. Στο μυθιστόρημα αυτό φαίνεται καθαρά η αγάπη του συγγραφέα για την Κρήτη και ο μεγάλος πόθος του για την ελευθερία της, όπως την έζησε ως παιδί.
«Κατάλαβα πως, όταν φοβάσαι ένα πράμα, θες λιοντάρι είναι αυτό, θες άνθρωπος, θες φάντασμα, να πέφτεις απάνω του με τα μούτρα, και θα δεις, φεύγει ευτύς από πάνω σου ο φόβος· φεύγει από σένα και πάει στον άλλο· φόβος κυριεύει το θεριό, τον άνθρωπο, το φάντασμα, και που φύγει φύγει! Αυτό ’ναι όλο το μυστικό!»
Ο Καπετάν Μιχάλης
Το βιβλίο που προκάλεσε μια τεράστια θύελλα αντιδράσεων και έφερε τον Καζαντζάκη σε δημόσια κόντρα με την Εκκλησία, δεν είναι άλλο από τον Τελευταίο Πειρασμό. Γραμμένο το 1951, ο Τελευταίος Πειρασμός πρόκειται για ένα θρησκευτικό μυθιστόρημα που μιλά για τα τελευταία χρόνια της ζωής του Χριστού, ο οποίος βασανίζεται, αγωνίζεται και θυσιάζεται, εστιάζοντας στην ανθρώπινη φύση του και όχι τόσο στη θεϊκή του υπόσταση. Ο Τελευταίος Πειρασμός χαρακτηρίστηκε αντιχριστιανικός, αμαρτωλός και έργο διαβολικό. Η Ιερά Σύνοδος ζήτησε την απαγόρευση του βιβλίου, πολλοί ιερείς έριξαν ανάθεμα, ενώ αρκετοί ζήτησαν τον αφορισμό του Καζαντζάκη. Έναν αφορισμό που συζητήθηκε πολύ, αλλά δεν έγινε ποτέ.
Οι Αδερφοφάδες ολοκληρώθηκαν το 1954, αν και η πρώτη τους έκδοση πραγματοποιήθηκε το 1963. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που έχει ως βασικό του θέμα τον ελληνικό εμφύλιο και την αδελφοκτονία. Όπως στα περισσότερα έργα του, έτσι και στις Αδερφοφάδες, ο Καζαντζάκης καταπιάνεται με θέματα φιλοσοφικά, υπαρξιακά, κοινωνικά αλλά και θρησκευτικά, και πλέκει, χρησιμοποιώντας ρεαλιστικά στοιχεία, μία τρομακτική αλληγορία. Μέσα στην απελπισία του για τον εμφύλιο και γεμάτος συναισθηματική φόρτιση, ο συγγραφέας προσπαθεί να περάσει, μέσα από τις Αδερφοφάδες, ένα διδακτικό και πατριωτικό μήνυμα.
«Θέλει, λέει, να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον!»
Οι Αδερφοφάδες
Το καλοκαίρι του 1957, μετά από ένα ταξίδι του στην Κίνα, ο Καζαντζάκης επέστρεψε καταβεβλημένος και με κλονισμένη την υγεία του από τη λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε στη Γερμανία και στις 26 Οκτωβρίου κατέληξε. Η σωρός του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο και η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε κάτω από ένα πλήθος απαγορεύσεων της Εκκλησίας, αλλά και με ένα πλήθος θαυμαστών του να τον ακολουθεί. Τάφηκε στον λόφο του Μαρτινέγκο, στα βενετσιάνικα τείχη του Ηρακλείου, σε έναν λιτό τάφο ανάμεσα στο γρασίδι και στα λουλούδια. Από εκείνο το σημείο, μπορεί ακόμη να αγναντεύει το Κρητικό πέλαγος. Πάνω στον τάφο του σκαλίστηκε, έπειτα από δική του επιθυμία, η γνωστή πλέον φράση: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος», μία φράση που αναφέρεται και μέσα στην Ασκητική. Το 2004, τάφηκε λίγο πιο δίπλα και η γυναίκα του, η Ελένη Καζαντζάκη. Ήδη από το 1983, είχε ιδρυθεί στο χωριό καταγωγής του Νίκου Καζαντζάκη, στους Βαρβάρους (σημερινή Μυρτιά Ηρακλείου), το Μουσείο Καζαντζάκη, ένα μουσείο αφιερωμένο στον μεγάλο συγγραφέα και το συγγραφικό έργο του.
Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε πολυγραφότατος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Το έργο του αποτελείται από μια πληθώρα μυθιστορημάτων, θεατρικών έργων, ποιημάτων, δοκιμίων, ταξιδιωτικών ανθολογιών και μεταφράσεων. Η γλαφυρή του γλώσσα, ο εκφραστικός του πλούτος, η δημιουργική και εκτός των ορίων σκέψη του και ο εν γένει ξεχωριστός χαρακτήρας του, ήταν κάποια από τα στοιχεία που τον βοήθησαν να αποκτήσει παγκόσμια φήμη και να θεωρείται πλέον κλασικός. Ο Νίκος Καζαντζάκης προτάθηκε συνολικά 9 χρονιές για το Βραβείο Νόμπελ, με 14 διαφορετικές προτάσεις. Η ανοιχτή του κόντρα με την Εκκλησία ήταν αυτή που κατά πάσα πιθανότητα του στέρησε το πιο σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο, το οποίο ίσως να άξιζε, πολύ περισσότερο από πολλούς άλλους, να παραλάβει.
Η όποια προσπάθεια κριτικής του έργου του Καζαντζάκη, φαντάζει μικρή μπροστά στο μεγαλείο του. Ένα είναι πάντως το σίγουρο και γενικώς αποδεκτό: Ο Νίκος Καζαντζάκης έχει ένα μοναδικό χάρισμα. Βάζει λέξεις στη σειρά και γεννιούνται ονείρατα.
«Η ευτυχία απάνω στη γης είναι κομμένη στο μπόι του ανθρώπου. Δεν είναι σπάνιο πουλί να το κυνηγούμε πότε στον ουρανό, πότε στο μυαλό μας. Η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας.»
Αναφορά στον Γκρέκο, 1961
Συγχαρητήρια για την πολύ καλή παρουσιάση ενος μεγάλου… ή μάλλον τεράστιου.. Λογοτέχνη. Σε ευχαριστώ απο το μέρος εκείνο της κρητικής μου καρδιάς που ο Νίκος Καζαντζάκης έχει μαγέψει χρόνια τώρα…
Μπράβο σου κορίτσι μου!!!!Εξαιρετική παρουσίαση!!!