Ι
Στην Αθηναϊκή Ριβιέρα,
τα κύματα έχουν γεύση από κρασί των 500 ευρώ
οι ομπρέλες δεν κρύβουν ήλιο,
μόνο φτηνές δικαιολογίες.
Η σιλικόνη επιπλέει καλύτερα απ’ τις ενοχές,
τα μάτια χρυσωμένα κλουβιά
και οι λέξεις μιλούν σε hashtags:
#paradise #blessed #filter.
Τα βράδια, τα κότερα κάνουν επίδειξη
σαν νηστικά λιοντάρια.
Το βουητό απ’ τις μηχανές
σκεπάζει το άδειο χαμόγελο.
Τα χείλη γεμάτα φουσκωμένες υποσχέσεις
και μπαλκόνια που βλέπουν θάλασσα,
αλλά κανείς δεν βλέπει τον διπλανό του.
Ούτε καν το είδωλό του στο νερό.
Η Στέλλα ποστάρει το ηλιοβασίλεμα
δίπλα σ’ ένα φλαμίνγκο φουσκωτό.
Το caption λέει: Η ζωή είναι στιγμές.
Από πίσω, ο Αλέξης τρυπάει τη φλέβα του
με μια βελόνα Gucci
και η ζωή όντως γίνεται στιγμή,
μία μόνο.
Κανείς δεν κάνει like σε θανάτους.
Ο Φάνης φοράει το Rolex του σαν ασπίδα.
Πηγαίνει απ’ το ένα πάρτι στο άλλο,
μιλώντας για κρυπτονομίσματα,
και για κρασί Προβηγκίας.
Στο τέλος της νύχτας,
όλοι είναι τόσο κουρασμένοι,
που δεν αντέχουν τον εαυτό τους.
Ευτυχώς τα χάπια προσφέρονται δωρεάν.
Τα γυαλιά ηλίου κρύβουν μάτια πνιγμένα.
Η Άννα κάθεται σε ένα μπαρ με σκαμπό
τόσο ψηλό που μοιάζει με θρόνο.
Ένας γέρος της χαμογελάει
και της αγοράζει ένα ποτό
στο χρώμα της βενζίνης.
Της λέει, Είσαι όμορφη,
και αυτή σκέφτεται τη χορηγία που την περιμένει.
Μια κοπέλα πιο δίπλα, φεύγει ξυπόλητη,
με τα πέδιλα στο χέρι.
Στο σπίτι, την περιμένει ο άδειος καθρέφτης.
Εδώ κάτω, κανείς δεν μιλάει για φτώχεια.
Η θάλασσα του γκλάμουρ ένα γιγάντιο χαλί,
που κρύβει από κάτω πτώματα από όνειρά.
Τα βράδια, τα φώτα απ’ τα μπαρ
αναβοσβήνουν σαν SOS,
αλλά κανείς δεν σώζει.
Η Ριβιέρα, ένα σκηνικό
από φωτογραφίες φίλτρου και stories.
Όλα φαίνονται αληθινά.
Τα παπούτσια, τα κορμιά, ακόμα και τα ψέματα.
Η αλήθεια είναι σαν τον πάγο στο ποτό,
λιώνει σιγά-σιγά και πικρίζει
και στο τέλος την καταπίνεις μαζί με το γυαλί.
Η θάλασσα όμως ξεπλένει και ξεβράζει.
Όχι πτώματα, αυτά κρύβονται καλά.
Υποκρισία και ψιθυρισμένες συγγνώμες.
Ανάμεσα σε μια selfie
και ένα, έλα, να βγούμε μαζί στο story,
χάνεται η ουσία γιατί ζεις.
Δεν υπάρχει τίποτα αληθινό να φανεί.
Η Ριβιέρα, βλέπεις, είναι το μέρος
όπου οι άνθρωποι φοβούνται να δουν το μέσα.
Η θάλασσα το ξέρει.
Το ξέρει και το φωνάζει κάθε βράδυ.
Αλλά κανείς δεν ακούει
τη φωνή της πραγματικότητας
όταν παίζει δυνατά η μουσική.
Και τα φώτα αναβοσβήνουν ακατάπαυστα,
σαν να ουρλιάζουν:
Πνίγομαι.
Αλλά, όλα καλά, η φάση είναι τέλεια.
ΙΙ
Άμμος από χρυσόσκονη,
κύματα που φορούν aftershave,
η θάλασσα απορεί,
αλλά κανείς δεν τη ρωτάει,
αλλού είναι το ενδιαφέρον.
Η Άννα φοράει ένα φόρεμα κόκκινο
που φωνάζει αγόρασε με.
Στο χέρι της το iPhone,
η νέα γραφομηχανή των ψεμάτων.
Ποζάρει με φόντο το ηλιοβασίλεμα,
και γράφει: Ζω το όνειρο.
Δίπλα της, ένας άντρας με γραβάτα
μετράει πόσα κομμάτια παζλ λείπουν από το βλέμμα της.
Ο Κώστας τρώει ένα καβούρι,
το μόνο ζωντανό πλάσμα που κυκλοφορεί εδώ.
Δίπλα του, μια γυναίκα με μαύρα γυαλιά
κρύβει δυο μάτια θολά
από προσδοκίες που δεν έγιναν ποτέ φως.
Είναι τέλεια εδώ, λέει, ξεφεύγεις.
Κι εκείνος συμφωνεί.
Το πάρτι συνεχίζει να γελά,
ήχοι μεθυσμένοι, τα ποτά ρέουν,
πούρα καίγονται πιο γρήγορα
απ’ τις ευκαιρίες, φώτα αστράφτουν.
Κάθε φωτογραφία ένα πιστόλι γεμάτο ψέματα,
και κάθε χαμόγελο μια σφαίρα
που χτυπάει στα τυφλά.
Η λάμψη τους κρατάει όσο το φλας.
Αιώνιοι κατάδικοι της αντανάκλασης.
ΙΙΙ
Η θάλασσα δεν έχει αλμύρα,
έχει σπρέι μαλλιών και πλαστικό χαμόγελο.
Τα κύματα σκάνε στα τσιμεντένια παράλια
σαν απλήρωτοι λογαριασμοί.
Η άμμος δεν κολλάει στα πόδια,
κολλάει στις τσέπες
ότι βγαίνει, χάνεται πριν το μετρήσεις.
Στην άκρη του μπαρ, κάποιος πίνει το δάνειό του με πάγο.
Η Σοφία γελάει με τα δόντια κλειδωμένα.
Έχει δύο προφίλ: ένα στο Instagram
κι ένα στο καθρέφτη της τουαλέτας.
Το πρώτο μαζεύει καρδούλες,
το δεύτερο πνίγει τις φωνές που ουρλιάζουν
κάθε φορά που σβήνει το φως.
Περάσαμε τέλεια, λέει.
Από μέσα της, οι λέξεις βουλιάζουν σαν βάρκες.
Ο Μάκης με το ακριβό ρολόι,
που δείχνει πάντα ώρα μηδέν,
σερβίρει υποσχέσεις με γαρνιτούρα από ψέματα
και φεύγει με τις τσέπες άδειες,
αλλά γεμάτες προσχήματα.
Οι γυναίκες σωστές κούκλες βιτρίνας.
Μάγουλα τραβηγμένα ψηλά,
χείλη φουσκωμένα σωσίβια,
στήθη που αψηφούν τη βαρύτητα.
Είμαι φυσική, ψιθυρίζει η Κατερίνα,
καθώς ο πλαστικός μετράει τις δόσεις.
Κι όταν τη φιλήσεις,
μυρίζεις σιλικόνη κι ανασφάλεια.
Και παρ’ όλα αυτά, την αγαπάς.
Οι άντρες από δίπλα,
με τα λευκά, ολόισια δόντια
και τα φρύδια που μοιάζουν χαραγμένα με χάρακα.
Βotox στο μέτωπο
και απλανές βλέμμα μπλαζέ.
Ποζάρουν με το ένα πόδι λυγισμένο,
σαν influencers σε παγκόσμιο διαγωνισμό υποκρισίας.
Είσαι κούκλος, του λένε.
Κι εκείνος το πιστεύει.
Παππούδες με γραβάτες από μετάξι,
αλλά φωνή από σκουριά.
Χέρια που τρέμουν από τα χάπια
και ταυτότητες που απορούν για την ηλικία.
Αγοράζουν σαμπάνια και νεαρές σάρκες
με την ίδια ευκολία που φτύνουν στο πεζοδρόμιο.
Έλα, της λέει.
Αυτή γελάει παγωμένα,
αλλά το χαρτονόμισμα ζεστό στην παλάμη της.
Τα τραπέζια βαρυφορτωμένα με λογαριασμούς,
δεν έχει σημασία ποιος θα πληρώσει.
Τα ποτήρια γεμάτα βότκα και σιωπή.
Ένας DJ παίζει μουσική σε repeat,
σαν τις δικαιολογίες που λέμε στον εαυτό μας.
Ζούμε το όνειρο, ψιθυρίζει πάλι κάποιος.
Ναι, αλλά ποιανού όνειρο;
Και το κυριότερο,
πότε θα ξυπνήσουμε;
Η πασαρέλα γεμίζει
με ψηλά τακούνια και δανεικά χαμόγελα.
Το βλέμμα της Κατερίνας χάνεται στον πάτο ενός ποτηριού.
Το κινητό του Μάκη μαυρίζει,
δεν ήρθαν αρκετά likes απόψε.
Κάποιος ξεχνάει τα τσιγάρα του στο τραπέζι.
Κάποια ξεχνάει την αξιοπρέπειά της στο μπάνιο.
Στο τέλος, όταν τα φώτα χαμηλώσουν
και η μουσική σβήσει,
μένει μόνο μια αλμύρα στον αέρα,
όχι από θάλασσα.
Μυρίζει ιδρώτα, ψέματα και σελοφάν.
Η Ριβιέρα χαμογελά.
Ξέρει πως δεν θα φύγει κανείς.
Κανείς δεν θέλει να μάθει
τι υπάρχει πίσω από τα φώτα.
_
γράφει o Gerecos
0 Σχόλια