Ξεφύλλισε όλες της αναμνήσεις της μία προς μία καθισμένη με τα πόδια διπλωμένα στο άδειο της κρεβάτι. Πολλοί πρίγκηπες πέρασαν από το μυαλό της αλλά κανένας βασιλιάς! Κανένας. Εκτός ίσως από τον Δημήτρη. Έξω από το παράθυρό της η βροχή καθάριζε τα σοκάκια της πόλης, πόσο ήθελε μια τέτοια βροχή να καθαρίσει κι όλα τα μέσα της! Έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω κι ακούμπησε στο μαλακό μαξιλάρι, το αγαπημένο της μαξιλάρι που συντρόφευε τις άγονες νύχτες της. Ένα ταξίδι στην αγωνία είναι η ζωή μου, σκέφτηκε κι ένα μικρό δάκρυ την ανακούφισε.
Ο Δημήτρης την είχε αγαπήσει αληθινά. Γνωρίστηκαν μέσα στο λεωφορείο, στη γραμμή 27 που έπαιρναν κι οι δυο τις καθημερινές για να πάνε στη δουλειά. Την είχε πλησιάσει, δειλά στην αρχή κι αργότερα με περισσότερο θάρρος, και της είχε ζητήσει να βγουν οι δυο τους ένα βράδυ. Του είχε αρνηθεί, φοβήθηκε. «Δε σας γνωρίζω κύριε», του είπε και τράβηξε την τσάντα σφιχτά στην αγκαλιά της. Το ίδιο του απάντησε άλλες τρεις τέσσερις φορές. Την πρώτη του Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς, ο Δημήτρης μπήκε στο λεωφορείο κρατώντας ένα σημειωματάριο. Κοίταξε με αγωνία για να δει αν ήταν κι εκείνη εκεί. Την πλησίασε χωρίς να της μιλήσει. Έκατσε στη θέση απέναντι, άνοιξε την πρώτη σελίδα κι άρχισε να γράφει. Τα γράμματα ήταν τρεμάμενα, μπορεί από την κίνηση του λεωφορείου, μπορεί από την καρδιά του που πήγαινε να σπάσει, κανείς δεν ξέρει. Μόλις έβαλε την τελευταία τελεία, σηκώθηκε και πήγε δίπλα της. «Τουλάχιστον… αυτό;…» της είπε και πριν απαντήσει της έδωσε το χαρτί. Εκείνη παραξενεύτηκε. Έγραφε:
Δημήτρης Αντωνίου. Γεννημένος στις 17 Απρίλη, στη Χίο από πατέρα ναυτικό, τον Μανώλη και μάνα καθηγήτρια αγγλικών, την Αγγελική. Μοναχοπαίδι. Προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών. Εργάζεται στην εταιρία THETA Electronics. Μένει λίγο πιο πάνω, στον αριθμό 17 της οδού Καλλιδρόμου. Του αρέσει το καλό φαγητό. Τον τελευταίο καιρό ζει φυλακισμένος έξω από την καρδιά μιας άγνωστης και προσπαθεί με κάθε τρόπο να μπει μέσα! Σήμερα το απόγευμα στις εφτά ακριβώς θα βρίσκεται στο καφέ Κεντρικόν ελπίζοντας να μην είναι μόνος…
Όταν σήκωσε το κεφάλι της εκείνος βρισκόταν ήδη στην πόρτα, το λεωφορείο έφτασε στη στάση του. Κατέβηκε και χάθηκε ανάμεσα στους ανθρώπους, εκείνη τον ακολούθησε με τα μάτια και τον συνόδεψε με το καλύτερο χαμόγελό της. Το ίδιο απόγευμα, στις εφτά, τον είδε να κάθεται στο μικρό γωνιακό τραπέζι.
– Επιτρέπεται; ρώτησε.
– Παρακαλώ, κάθισε. Η καρέκλα αυτή νομίζω πως έχει περισσότερη αγωνία από μένα τόση ώρα που σε περιμένουμε!
– Είσαι ο Δημήτρης λοιπόν…, έκανε αμήχανα.
– Ναι. Κι εσύ;
– Η Ελένη.
– Ελένη. Ωραία Ελένη!
Δεν πέρασε πολύς καιρός, έγιναν ζευγάρι. Ακριβώς δώδεκα μήνες αργότερα, την πρώτη εκείνου του Νοέμβρη, στο ίδιο σημείο, στο ίδιο τραπέζι, της έκανε πρόταση γάμου. Εκείνη δεν απάντησε. Σάστισε, δεν το περίμενε. Σηκώθηκε χωρίς να καταλάβει το γιατί κι έφυγε. Έτσι απλά, χωρίς καμιά εξήγηση. Ο Δημήτρης έμεινε μόνος με μιαν άδεια καρέκλα να τον κοιτάζει βουβή, σαν να σώπασαν όλα τριγύρω κι ο κόσμος να είχε σταματήσει σε μια παγωμένη στιγμή του χρόνου που θα τον στοίχειωνε για πάντα.
Γύρισε στο σπίτι της κι έτρεξε στο κρεβάτι. Πήρε αγκαλιά το μαξιλάρι της κι άρχισε να κλαίει. Έμεινε εκεί μέχρι την άλλη μέρα μόνη ν’ αναρωτιέται γιατί δεν τον ήθελε, γιατί έφυγε μακριά του. Κι η μέρα έγινε βδομάδα κι η βδομάδα μήνας. Χάθηκαν, δεν έμαθε νέα του ποτέ ξανά. Χρεώθηκε από τότε πολλούς άντρες, κανένας όμως δεν μπόρεσε να την κατακτήσει. Μηχανικά αγαπούσε, μηχανικά δινόταν. Ένα κορμί αφημένο σε μια ανούσια περιπλάνηση στα μονοπάτια της ηδονής, ένας δρόμος χωρίς τέρμα και χωρίς νόημα. Μια σάρκα χωρίς ψυχή και μια καθημερινότητα που την μετρούσε πια με δευτερόλεπτα, αβάσταχτοι χειμώνες γέμισαν την ψυχή της, μέχρι το καλοκαίρι που γνώρισε τον Σταμάτη στη Σύρο. Εκείνος την έκανε να νιώσει πάλι άνθρωπος, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Έμειναν μαζί μέχρι τα μέσα του ερχόμενου καλοκαιριού όταν τον εγκατάλειψε κι εκείνον μόλις της ζήτησε να μείνουν μαζί. Έτσι έκανε πάντα μόλις κάποιος την πλησίαζε λίγο περισσότερο! Μονάχα με το μαξιλάρι της είχε μακροχρόνια σχέση αγάπης…
Όταν ένιωσε πάλι έτοιμη, άρχισε να αναζητά νέο ταίρι. Κανείς όμως δεν ήταν κατάλληλος, κανείς δεν μπορούσε να παίξει με το μυαλό της και να την κάνει να θέλει να σκίσει τη σάρκα της για να τον δεχτεί μέσα της. Όλοι οι άντρες ήταν λίγοι! Λίγοι σε όλα τους. Λίγοι στην ψυχή τους. Λίγοι στα συναισθήματά τους. Λίγοι στο να κάνουν μια γυναίκα να σκιρτήσει πριν ακόμα την πάρουν στην αγκαλιά τους. Ένιωθε πως οι άντρες της εποχής της δεν ήταν αληθινά αρσενικά ή έτσι προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της. Κι όσο κυλούσε ο χρόνος τόσο εκείνη γέμιζε το κενό μέσα της με υποκατάστατα, με γεροδεμένους κοιλιακούς ή φουσκωμένα πορτοφόλια. Μέχρι που η αδειανή ψυχή της μπούχτισε και δεν ανεχόταν πια κανέναν δίπλα της. Κανένας άντρας δε θα μπορούσε να την πληρώσει, να του δώσει τα κλειδιά και να παραιτηθεί απ’ όλα, να τη διατάξει κι εκείνη να υπακούσει. Μόνο στα όνειρά της υπήρχαν κάποιοι, αλλά με το πρώτο φως της ημέρας την εγκατέλειπαν και την άφηναν μονάχη κι αδειανή στου χρόνου το πέρασμα. Γεμάτη κενά αισθήματα το πήρε απόφαση πως η ζωή της έτσι θα κυλούσε. Η ρουτίνα θα ήταν η σωτηρία της από εδώ κι εμπρός. Δουλειά, γυμναστήριο, βόλτα, ψώνια. Κύλησε ο καιρός κι όλη η ανακατωσούρα μέσα της καταλάγιασε, η σκόνη ξεκαθάρισε, το μέλλον φάνηκε να γίνεται πιο ξεκάθαρο. Γράφτηκε και σε μια λέσχη ανάγνωσης, διάβαζε βιβλία και βρήκε ένα καλό καταφύγιο μέσα στις αραδιασμένες λέξεις γνωστών κι άγνωστων συγγραφέων. Μέχρι τη μέρα που μέσα στο λεωφορείο, στη γραμμή 27, είδε τον Δημήτρη. Δεν ήξερε αν ήταν η τυχαία η συνάντηση ή όχι, είχε αλλάξει σπίτι και διαδρομή εκείνος μετά το χωρισμό τους. Την κοίταξε και χαμογέλασε. Εκείνο το χαμόγελο όμως δεν μπόρεσε να καταλάβει αν ήταν χαράς ή έκπληξης ή κάτι άλλο. Τον είδε να βγάζει μέσα από την τσάντα του ένα σημειωματάριο και να γράφει μανιωδώς. Στο μυαλό της οι αναμνήσεις άρχισαν να κάνουν χορό, το ίδιο κι η καρδιά της που πήγαινε να σπάσει. Έβαλε το στυλό στην τσέπη του, τράβηξε τη γραμμένη σελίδα και την κράτησε σφιχτά ανάμεσα στα δάχτυλά του. Την πλησίασε. Σε κάθε του βήμα ό,τι υπήρχε μέσα της ήθελε να εκραγεί, περισσότερο η καρδιά της. Της φάνηκε πως προσπάθησε με μια αδέξια κίνηση να της το δώσει, την ώρα που το λεωφορείο έκανε στάση. Κατέβηκε με το χαρτί στα χέρια. Με δυο γρήγορες κινήσεις το έσκισε και το πέταξε τσαλακωμένο στο καλάθι δίπλα στη στάση και χάθηκε στο πλήθος. Εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει να ξεμακραίνει, όσο μπορούσε να δει μέσα από τα υγρά της μάτια…
Απλά εκπληκτικό!!!!!!!!!!!!!!!!
Σε ευχαριστώ θερμά Μαρία μου για το σχόλιό σου!