Ένας εσαεί κατάδικος, ένας αφοσιωμένος αστυνομικός, μια παρασιτική οικογένεια, η κόρη μιας εξαπατημένης κοπέλας, ένας φιλομοναρχικός παππούς με τον επαναστάτη εγγονό του και πολλά άλλα πρόσωπα συναντιούνται σε αυτό το αριστούργημα για να δημιουργήσουν το έπος των αθλίων.
Ο Βίκτορ Ουγκώ αντιλαμβανόμενος την περιπλοκότητα της έννοιας της αθλιότητας, την αποδομεί στις επιμέρους συνιστώσες της. Χρησιμοποιώντας ως κεντρικό του ήρωα τον Γιάννη Αιγιάννη, τον καταδικασμένο στα κάτεργα επειδή έκλεψε ένα καρβέλι ψωμί, ο Ουγκώ τον εξυψώνει στον τέλειο άθλιο, τον γεμίζει αρετές και τον εκθέτει σε πειρασμούς για να μπορέσει μέσα από τις κακουχίες του να κερδίσει την απόλυτη συμπάθεια του κάθε αναγνώστη.
Ο όγκος του βιβλίου αν και θα μπορούσε να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για πολλούς, εν τέλει καταλήγει να είναι ανάλογος του πλήθους των προσώπων που παίζουν σημαίνοντα ρόλο για την ακεραιότητα της πλοκής. Τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου 1815-1833 θα ήταν από μόνα τους αρκετά για να γεμίσουν έναν τέτοιο τόμο. Ωστόσο η επιδέξια τεχνική του συγγραφέα του πρόσφερε αρκετό χώρο και για την εξιστόρηση των όσων συνέβησαν αυτά τα ταραγμένα χρόνια αλλά και για την αφήγηση του μυθιστορήματός του. Εκεί που σταματά η λογοτεχνία, ξεκινάει η ιστορία και εκεί που τελειώνει η φιλοσοφία, αρχίζει η πολιτική. Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει σε κάποιο σημείο του βιβλίου το βιβλίο αυτό είναι ένα δράμα με πρωταγωνιστή το άπειρο. Δεύτερο πρόσωπο είναι ο άνθρωπος.
Το άπειρο παίρνει τη μορφή του άχρονου και άτοπου της υπόθεσης της πλοκής. Όχι μόνο τα παθήματα των πρωταγωνιστών αλλά και τα ιστορικά γεγονότα είναι φαινόμενα που διέπονται από την επανάληψη. Ακόμα και σήμερα κάποιοι κάπου περνάν τα ίδια δεινά. Δεύτερο στην κατάταξη τοποθετεί ο Ουγκώ τον άνθρωπο. Τον ένα και μοναδικό άνθρωπο που κάθε φορά παίρνει σάρκα και οστά ανάλογα με την κοινωνία στην οποία βρίσκεται και τους νόμους που την διέπουν. Ένας άνθρωπος που παραμένει σταθερός μέσα στο άπειρο και απλά σαν χαμαιλέοντας προσαρμόζεται στις επιταγές της εκάστοτε κοινωνίας.
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και έπος αφού καθ’ όλη τη διαδρομή του ακολουθεί βασικά τεχνικές του συγκεκριμένου είδους. Για παράδειγμα, ανά τακτά διαστήματα η αφήγηση απομακρύνεται από την κεντρική ιστορία παρεμβαλλόμενη από παρένθετες ιστορίες, γνωστές ως επιβραδύνσεις. Ο συγγραφέας έτσι αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη από την προγραμματισμένη δράση με σκοπό και να τον ξεκουράσει από μία μακρόσυρτη διήγηση αλλά και να ανανεώσει το ενδιαφέρον του.
Η κλιμάκωση της αγωνίας αν και διατρέχει το κείμενο στο σύνολό του ταυτόχρονα σε κάθε επί μέρους κεφάλαιο ακολουθεί ανάλογη πορεία ώστε να δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο ένας συνεχής κυματισμός στη ψυχική διάθεση του αναγνώστη.
Ο θεϊκός ανθρωπομορφισμός μπορεί να μην χρησιμοποιείται ακριβώς όπως στα ομηρικά έπη αλλά σίγουρα αυτό το μυθιστόρημα δεν στερείται σε αγιοποιημένους χαρακτήρες. Από την αρχή ακόμα ο επίσκοπος Μυριήλ ξεχωρίζει για την ιερότητα και την ταπεινότητά του και το μόνο που του λείπει είναι το φωτοστέφανο.
Τέλος, ο Ουγκώ χειρίζεται πολύ καλά ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του έπους, την προοικονομία. Ενώ ο αναγνώστης είναι προετοιμασμένος, σε κάποια σημεία, για το τι θα ακολουθήσει, ωστόσο δεν παύει να αγωνιά διότι η βαρύτητα έχει μεταφερθεί στο πως θα παρουσιαστεί αυτό το γεγονός.
Όλες αυτές οι τεχνικές σε συνδυασμό με την άψογη χρήση της γλώσσας από τον συγγραφέα, συντάσσουν ένα κείμενο με διαρκές και έντονο ενδιαφέρον. Τα πάθη μόνο των πρωταγωνιστών θα ήταν αρκετά για την δημιουργία ενός πετυχημένου βιβλίου. Όμως, οι καταπληκτικές συγγραφικές δεξιότητες του Ουγκώ είναι αυτές που το ξεχωρίζουν από ένα απλώς πετυχημένο βιβλίο σε ένα αριστούργημα που παραμένει επίκαιρο από το 1862 έως σήμερα.
0 Σχόλια