Οι κοράκοι (Μέρος Α)

annapalieraki2

  Μια δημιουργία της Άννας Παλιεράκη

Στον πατέρα μου και στη γενιά του…

Τα γεγονότα είναι κοντά στα αληθινά. Η φαντασία υποκλίνεται και παραστέκεται…

«Ξάνοιγε μπρε, πώς κουρνιάζομε, σαν τσι κοράκους σ’ εκεινονέ τον πλάτανο, να κουβεντιάζομε με τσ’ ώρες!»

 ***

Στέκουμ’ εδώ, να παρατηρώ τους σταυρούς των αναπαμένων, ακουμπισμένος στην κατσούνα που μου δώρισε η ανιψιά μου η Παναγιώτα και ξεσηκώνονται, λες επαναστατούν οι αναμνήσεις, να θρυμματίσουν τις μαρμαρόπλακες, να αναστήσουν τις μορφές τους και τρέχοντας να ξεφυλλίσουν σελίδες αληθινής, απαραχάρακτης ιστορίας.

Τα χρόνια πέρασαν, μα τα γεγονότα, οι εικόνες και τα λόγια διατηρούν μια άσβηστη ζωντάνια, σαν μόλις χτεσινά. Τα παιδιά μου, έχοντας ακούσει τις διηγήσεις μου ξανά και ξανά, λένε πως τις αλλάζω, μα είμαι σίγουρος πως εκείνα δεν τις θυμούνται καλά. Εγώ, πώς να αλλάξω τα καρφωμένα στη μνήμη μου; Πώς να ξεχάσω τα λόγια της μάνας; Εκείνα όρισαν τη ζωή μου. Σαν ποίημα τα ‘χω αποστηθίσει.

 ***

Ήτανε τότε, στα 1927, Ιούνιος, μόλις είχε κλείσει το σχολείο κι η Άνοιξη κάτι κρατούσε ακόμα. Η μάνα μας καθόταν στο μπεντένι, στην αυλή μας, με το βλέμμα καρφωμένο στο πλάι του κάτω δρόμου, στον αύλακα με το κρυστάλλινο νερό που κυλούσε με ορμή. Εγώ γύριζα από το παιχνίδι φουριόζος, με λίγα από τα τελευταία κεράσια στη χούφτα, καταπεινασμένος· να χλαπακίσω το ξεροκόμματό μου με λάδι και ζάχαρη, να φάω και καμιά ελιά, αν ξέφευγα απ’ την προσοχή της -θύμωνε πολύ όταν χαλούσαμε, με τα καμώματά μας, τα κουμάντα της- και να φύγω πάλι, να πάω πίσω στην παρέα· θα εξορμούσαμε στους αύλακες και στο ποτάμι να μαζέψουμε καβρούς (πιο απολαυστικό μεζέ, από καβρούς ψητούς στον φούρνο, δεν γνώριζα τότες άλλον κι ακόμα έτσι το θυμάμαι). Βλέποντας τη μάνα μας αποσβολωμένη, με το βλέμμα ακίνητο, σαν της τυφλής, έκοψα τη φούρια μου, μην την τρομάξω. Εκείνη, χωρίς να στρέψει τη ματιά της, μου ένευσε να πάω κοντά και να καθίσω πλάι της. Άφησε κάτω την πιατέλα με τις φακές που καθάριζε για το μεσημεριανό μας φαγητό, άπλωσε το χέρι της και με τράβηξε πάνω της, τόσο σφικτά που ένοιωθα τους χτύπους της καρδιάς της κι’ έτσι απομείναμε, ώρα πολλή, ώσπου να χαλαρώσει το αγκάλιασμά της και ν’ ακουστεί η φωνή της. Δεν ξέρω να πω σε τι μου έμοιασε τότες η φωνή σου μάνα, αλλά ποτέ πριν δεν την είχα ακούσει ίδια και όσο ζω θα στέκεται στ’ αυτιά μου και πάντα θ’ αναρωτιέμαι. Και το αγκάλιασμά σου είναι στιγμές που, κι ακόμα τώρα στα βαθιά γηρατειά μου, το αισθάνομαι.

«Ηντά ‘χεις στην χαχάλα σου;» ξεκίνησε, αλλά το άφησε αμέσως. «Γροίκα μου εδά καλό μου· επαέ, πολλά πικρή η ζήση, το ζόρε της μας κρούβει… Το λιόφυτο, τ’ αμπελάκι και το σόχωρο θα τα δουλεύγει ο μεγάλος, ως τε να βλοηθούσι οι αδελφάδες σου και να τα δώσομε για προικιό. Απές, ελόγου του, θα γυρέψει κιαμιά δουλειά επαέ… Του λόγου σου, χαρώ το, το καμάρι μου!» και μ’ έσφιξε δυνατότερα στην αγκαλιά της «…δε σε θωρώ να παραστέκεσαι επαέ κι είναι πολλά τα στόματα, μικρή η γης μας κι ο κύρης σου, ο αναστεναμένος, εγιάηρεν αρρωσταρής από τη Μικρασία. Λέγω σου το λοιπόν, να πας τσ’ αμπλάς μου τση μεγάλης, στην Αθήνα, να μένεις σπίτι τζη, όπου να σε καταστέσει σε κιαμιά δουλειά, να πέμπεις και οθενπαέ κιάνα μπαρά… κι απής στελιώσεις, να αρμηνεύγεις και τους δυο μικιούς όντες θα σ’ ακλουθήσουν».

Δεν με παραξένεψαν τα λόγια της· ήξερα πως κάποτε έτσι θα γινόταν. Έφευγαν τότε πολλοί για την Αθήνα, γιατί υποσχόταν δουλειές και χρήματα στο χέρι. Η δική μας φαμίλια, στο χωριό, έπρεπε να ζει με ό,τι μας έδιναν τα χωραφάκια μας και το υποτυπώδες μαγέρικο, που κουμαντάριζαν πατέρας -όσο στεκότανε στα πόδια του- και μάνα, για κάποια λιγοστή πελατεία υπαλλήλων και περαστικών, γιατί το χωριό μας ήταν πέρασμα και κεφαλοχώρι. Νόμιζα μόνο, πως η παραμονή μου στον τόπο μου θα κρατούσε μέχρι να τελειώσω και τις δυο τελευταίες τάξεις στο σκολειό, μην πάω στην πρωτεύουσα ακάτεχος. «Δυο χρόνια ακόμα μάνα! Να αποσώσω το σκολειό». «Θωρώ το, μα μη σκιάζεσαι αντράκι μου και θα τα κουλαντρίσεις! Εσύ ‘σαι καλότυχος με τέσσαρες τάξεις σκολειό. Αρκούνε σου ετουτανά τα γράμματα».

 ***

Όχι, δεν μου αρκούσαν· εδώ λάθευε, αν και κουτσά-στραβά και κάπως αστεία τα βόλεψα. Έγραφα μόνο με κεφαλαία γράμματα, γιατί δεν ήξερα τι τόνους και πνεύματα να βάλω κι’ όταν κάποιος το σχολίαζε, είχα την απάντηση έτοιμη: «Έτσι γράφανε και οι αρχαίοι. Δεν έχεις δει τις αρχαίες επιγραφές;» Για την πληθώρα των ορθογραφικών λαθών, έκανα το κορόιδο· δεν ήσαν δα, και τόσο καλλίτεροι πολλοί απ’ τη γενιά μου. Στα παιδιά μου, όταν τα καλοκαίρια ερχόντουσαν στο χωριό, κι’ εγώ ήμουν στην Αθήνα στη δουλειά μου, τους έγραφα πότε-πότε κανένα γράμμα και για να τους δείξω, με το δικό μου τρόπο, πόσο έπρεπε να νοιαστούν για τη μόρφωσή τους, ζωγράφιζα στο τέλος ένα πουγκί, το γέμιζα τόνους και πνεύματα και από κάτω έβαζα υστερόγραφο, ζητώντας τους να μοιράσουν σωστά τον θησαυρό, γιατί εγώ, αυτό δεν είχα προφτάσει να το μάθω στο σχολείο. Δεν ήταν δική μου αυτή η ιδέα, την είχα δανειστεί Αντωνία μου από σένα και στο ‘λεγα για να γελάμε, γιατί μου άρεσε πολύ και μου πήγαινε γάντι.

 ***

«Αναδακρυώνω πως θα ‘σαι αλάργα μου, μα αποδεινιάζομαι κι ετούτονά -συνέχισε η μάνα- ήντα κατέω και πράμα άλλο να σ’ αρμηνεύγω; Οψάργας, εμήνυσέ μου ο ξάδελφός μου ο Ζαχαρίας ότι ταχιά, μπορεί τον άλλο μήνα, να ταξιδεύγει στην πρωτεύουσα κι’ α θέλω πράμα, να του το παραγγείλω. Άλλο άθρωπο, ετσά παντιδερό και μπιστεμένο, να του θαρευτώ το κοπέλι μου και να μην το λογιάζει κι αγγαρεία, ελόου μου δεν έχω… Εγόι μου! Πολλά νωρίς μισεύγεις αντράκι μου από την αγκάλη μου και δεν είναι από τον τούρκο το ψακί ετούτονά, μα απ’ τσ αρρώστιες και τη παντέρμη φτώχεια. Της μάνας η ευκή κι η ευκή της Παναγιάς να σε φυλάσσουν! Δίδω σου φυλαχτό, όπου πάντοτε να το φορείς και μια μοναχή αρμήνια -στην Αθήνα θα σ’ αρμηνεύγουν οι θειες σου. Πολλά να συλλογάσαι κι απός ξάμωνε ντρέτα, γύρευγε μόνε τη δουλειά σου κι αλόιστα μη μπλέκεις σε τραβάγιες. Εγώ, μαθές, αμνώγω σου, θα παραστέκομαι και δεν θα ρωτώ».

Το είπε και το τήρησε. Μ’ ευχαριστούσε, με χίλιες ευχές, για όσα μπορούσα να βοηθήσω και, το σημαντικότερο, σ’ αγκάλιασε καλή μου συντρόφισσα, σα να σε είχε γεννήσει. Εκείνη την ημέρα, η μάνα μίλησε πολύ περισσότερο απ’ όσο μίλαγε συνήθως. Αργότερα, έμαθα και όσα τότε δεν μου είχε πει. Η κατάσταση του πατέρα ήταν τραγική και ο γιατρός την είχε προειδοποιήσει πως ο καιρός του ήταν λίγος. Δεν ήθελε η μάνα, να δω το τέλος του. Αυτός ήταν ο κρυφός λόγος της εσπευσμένης αναχώρησής μου. Η ίδια φρόντισε μετά, να μάθω πολύ-πολύ αργά το θάνατό του. Και δεν είχε άδικο, γιατί άντεξα πολλές δυσκολίες με την ψευδαίσθηση πως δεν ήμουν ορφανός. Έτσι ρίχτηκε η κρίσιμη ζαριά της ζωής μου και τα ζάρια κύλισαν κατά την ξενιτιά· ξενιτιά μαύρη ήταν στα μάτια μου η Αθήνα. Απ’ όσα άκουγα, τη φανταζόμουν Λαβύρινθο έτοιμο να με καταπιεί.

 ***

Και πού θα ‘βρισκα πια τούτο το δέντρο, με το δυνατό φιλόξενο κλώνο, όπου αποξεχνιόμασταν μεγάλε, να συζητάμε με τις ώρες, οτιδήποτε μας απασχολούσε, μας βασάνιζε, μας γεννούσε ερωτήματα ή μας χαροποιούσε κι’ έτσι δενόμασταν σφιχτά σφιχτά ο ένας με τον άλλο. Έτρεξα να σε συναντήσω, όταν με άφησε η μάνα μας. Εσύ μονάχα θα με βοηθούσες να βρω το κουράγιο να φύγω, δίχως να βάλω τα κλάματα μπροστά σε όλους.

«Άντες, πάμε στο δεντρό μας», μου ψιθύρισες στ’ αυτί μόλις σου είπα τα καθέκαστα. «Ντουζουντίζεις τούτονά, κοπέλι μου; Επαέ, καθίζομε σαν τσι κοράκους. Κατές μωρέ, ήντα λοής ειν’ το καρτέρι ντων; Αβγορίζουνε τον κάμπο και ψάχουν την τροφή ντων. Παράπονο δεν έχουν. Μπλιο βολεμένοι ετούτοινέ από τσ’ απατούς μας! Όντες πεινούν βρίσκουνε και χορταίνουν. Ελόγου μας όμως, από το κλωνί ετούτονά, ταγίζομε το πνέμα. Δίδουμέ του τα φτερά τση φαντασίας να ταξιδεύγει πέρα από τον κάμπο, να πηδά βουνά, να αρμενίζει θάλασσες και ν’ αριβάρει όθεν εκειά όπου ζητά η ψυχή μας. Ετούτανέ τα άτιμα πετούμενα ετσά τροφή δεν τη ζητούνε. Όμως τη βρήκα εγώ τη μηχανή να τους φορτώσω ζόρε! Θυμάσαι μπρε, εκεινονέ το βιβλιαράκι της φακιρικής που μου ‘φερε πεσκέσι ο Λευτεράκης; Μαθήματα αυτοσυγκέντρωσης είναι μαθές, που άμα την πετύχεις, λέει, μπορείς να κομαντάρεις, με το λοϊσμό σου, άλλα πλάσματα. Λέει και πως τα πουλιά συνεννογιούνται μεταξύ ντων με υπέρηχους… τι είναι θα μου πείς ετούτονά; Ήχοι είναι και του λόγου τους, που δεν χαμπαριάζουνε οι αθρώποι… Το λοιπόν, ετούτοινέ οι υπέρηχοι ταξιδεύγουν πολλά μακριά, πέρα από βουνά και θάλασσες, σαν τη φαντασία! Γροίκα εδά το σχέδιό μου. Εγώ, μαθές, γυμνάζομαι κι είμαι εκειά κοντά να την πετύχω ετούτηνά την αυτοσυγκέντρωση. Τότενέ, θα μερώσω ένα κόρακα και θα τον διατάξω να μαθαίνει τα μαντάτα σου από τσ’ άλλους τους κοράκους, εκειά που θα ‘σαι -ήντα αυτοί είναι παντού- θα ‘μαι κι εγώ σιμά σου να σ’ ακλουθώ. Άμε δα και μη σκιάζεσαι!»

Τώρα, σε πίστεψα, δεν σε πίστεψα, πάντως με βόλευε, σου το θύμισα στ’ αυτί όταν σ’ αγκάλιασα να σ’ αποχαιρετήσω και το πήρα μαζί μου. Με τον καιρό το συνήθισα και καθόλου δεν μ’ απασχολούσε η αληθοφάνειά του. Βρέθηκα πολλές φορές σε δύσκολη θέση, ακόμα και στου χάρου τα δόντια και τότε στρεφόμουν στα δέντρα, να πάρω δύναμη ν’ αντέξω. Σ’ ευχαριστώ αδέλφι!

 ***

Τις μέρες που ακολούθησαν, τις πέρασα τριγυρίζοντας σε μέρη αγαπημένα· κι ήτανε τόσα πολλά! Μήπως είχα προφτάσει και να αντιπαθήσω κάτι; Η φτώχεια μας, ως τότε, δεν μου ‘χε αγγίξει την ψυχή· μόνο η αρρώστια σου πατέρα με στεναχωρούσε, αλλά πίστευα, από τα βάθη της ψυχής μου, ότι σύντομα θα ανάρρωνες γιατί ο Θεός, ο Χριστός, η Παναγία και όλοι οι άγιοι μαζί άκουγαν τις προσευχές μου και ήμουν βέβαιος ότι θα εκτιμούσαν τα παρακάλια μου. Σε κάθε εκκλησιά και ξωκλήσι κοντοστεκόμουν να κάνω το σταυρό μου και να ψιθυρίσω μιαν ευχή, κι’ αν εύρισκα πόρτα ανοιχτή, έμπαινα κι άναβα κάποιο σβησμένο κεράκι. Ετούτη τη φορά πέρασα απ’ όλες, ξεπερνώντας όλους τους φόβους μου για τα «φανταρά» και τα «κακά πνέματα» πού ‘κλεβαν τις λαλιές των μοναχικών ανθρώπων, όταν τους πετύχαιναν στο διάβα τους και στις πολύ κακές τους, τους πέτρωναν κιόλας! Τ’ άκουγα αυτά τις κρύες νύχτες του χειμώνα, στις αποσπερίδες γύρω από τη πυροστιά ή στις βεγγέρες, τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες, με το βλέμμα στ’ άστρα. Πήγα και στη σπηλιά απ’ όπου έβγαινε ποτάμι το νερό. Έκρυβαν την είσοδό της βάτα και κάθε είδους θάμνοι, τροφοδοτώντας την παιδική μου φαντασία με την ψευδαίσθηση μιας μυθικής αποκάλυψης. Το περίεργο είναι πως αυτήν τη γοητεία, μου την ασκεί ακόμα, και πάντα κάτι περιμένω, όταν την επισκέπτομαι. Περπάτησα πολύ εκείνες τις ημέρες· άγγιξα και χάδεψα βράχια, δέντρα και ζώα, αποχαιρέτησα συγγενείς, φίλους και γνωστούς, πήγα και στο σόχωρο όπου ήταν δεμένος ο «κοιμισμένος», ο γαϊδαράκος μας και φίλιωσα μαζί του, δίνοντάς του άφεση αμαρτιών. Του είχα θυμώσει επειδή με είχε, δυο μέρες πριν, γκρεμίσει από τη ράχη του.

 ***

Με τον πατέρα μας κάθισα όσο εκείνος άντεχε, γιατί η αρρώστια του βρισκόταν σε έξαρση και κουραζόταν ακόμα και να μιλάει· άκουσα ευλαβικά την κάθε του λέξη. Βρήκε τη δύναμη να μ’ αγκαλιάσει σφικτά, λες κι’ ήθελε να μου χαρίσει όση ενέργεια του είχε απομείνει. Πολύ αργότερα, όταν ο πατέρας δεν ζούσε πια, έμαθα πως πέρα από τις κακουχίες, τον έστειλε στον τάφο και το πιοτί. Εγώ, παιδάκι ακάτεχο, δεν είχα καταλάβει το παραμικρό, γιατί εκείνος ο δύστυχος ήταν τόσο μειλίχιος και τόσο ήσυχος -ποτέ βίαιος- και γιατί η μητέρα, καθώς τον είχε στερηθεί στον πόλεμο, φοβόταν πως θα τον πικράνει και ποτέ δεν είχε ούτε καν παραπονεθεί· της αρκούσε να τον νοιώθει κοντά της κι’ ας είχε πάρει στις πλάτες της όλα τα βάσανα, μαζί με τη φροντίδα παιδιών, σπιτικού και μαγαζιού.

 ***

Όταν ήρθε η ώρα ν’ αφήσω το χωριό, η μάνα, αφού με μπανιάρισε καλά καλά, μου έδωσε να φορέσω τα καλλίτερά μου ρούχα και τα μοναδικά παπούτσια μου.

«Φύλαγέ τα σαν τα μάθια σου!»

Έχωσε το χέρι στον κόρφο της κι έβγαλε είκοσι δραχμές- το θυμάμαι καλά.

«Ετούτοινέ είναι μοναχά αντράκι μου, οι παράδες που μου μένουν και σου τσι δίδω όλους· λέγω δα, πως θα φτάξουν για το ναύλο σου. Στην Αθήνα, θα σε γνοιαστεί η θεια σου».

Δεν ξέρω τι νόμιζες, καλή μου μάνα, πως ήταν η Αθήνα· μάλλον λίγο μεγαλύτερη από τη Χώρα, το σύνορο του δικού σου κόσμου μέχρι και το θάνατό σου […]

_

γράφει ο Απόστολος Παλιεράκης

 

Κρητικό Γλωσσάρι

ξάνοιγε: κοίτα/ κατσούνα: μπαστούνα/  γροίκα: άκου/ εδά: τώρα/ χαχάλα: χούφτα/ καβροί: καβούρια/ επαέ: εδώ/ ζόρε: ζόρι/ κρούβει: προκαλεί ασφυξία, πνίγει/ σόχωρο: περιβόλι/ να βλοηθούσι: να παντρευτούν/ αναστεναμένος: καημένος, ταλαίπωρος/ εγιάηρε: γύρισε/ να πορίσεις: να πας/ αμπλά: αδελφή/ να σε καταστέσει: να σε τακτοποιήσει/ να πέμπεις: να στέλνεις/ οθένπαέ: κατά δω/ στελιώνω: στερεώνομαι/ κατέω: γνωρίζω/ οψάργας: χθες/ ταχιά: προσεχώς/ αναδακρυώνω: δακρύζω/ αποδεινιάζομαι: αποδέχομαι με στεναχώρια/ ετσά παντιδερός: τόσο βολικός/ εγόι μου: αλίμονό μου/ ψακί: φαρμάκι/ απός: μετά/ ξάμωνε: στόχευε, σημάδευε/ ντρέτα: ίσια- σωστά/ τραβάγιες: φασαρίες/ αμνώγω: ορκίζομαι/ ντουζουντίζεις: συλλογίζεσαι/ αβγορίζουσι: βλέπουν μακριά, βιγλίζουν/ από τους απατούς μας: από εμάς/ ελό(γ)ου μας: εμείς/ μαθές: να ξέρεις/ όι: όχι/ ανημένω: περιμένω/ φανταρά: φαντάσματα/ αβιζέρνω: παραγγέλνω

 

palierakisΟ Απόστολος Παλιεράκης γεννήθηκε το 1943 στους Αγίους Αναργύρους Αττικής, πατρίδα του η Κρήτη. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εργάστηκε ως πολιτικός μηχανικός, αρχικά ελεύθερος επαγγελματίας και αργότερα σιδηροδρομικός. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.

Μια σύντομη δήλωση του συγγραφέα  από τη συλλογή: ΠΕΡΙ ΔΙΑΥΓΕΙΑΣ
Δεν σας δηλώνω μουσικός/ Γνώστης αρχαίων μυστικών/ δηλώνω απορημένος

Έργα του:

(2016)  Φύλλα δάφνης, Μανδραγόρας
(2013)  Υδάτινος ταξιδιώτης, Μανδραγόρας
(2011)   Μεταποίηση σε στιγμές διαρκείας(Imiteleis), Μανδραγόρας
(2010)  Ενήμερα – εφήμερα – αν…, Μανδραγόρας

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 29 – 30 Μαρτίου 2025

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 29 – 30 Μαρτίου 2025

Real News Καθημερινή https://youtu.be/lUs1F7LToqA?si=WDPWDsG2NUS35UCs https://youtu.be/PcICb7hjRtM?si=PQFZsVYt1RXMcIAp Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων [mailpoet_form...

Επιστροφή στο χωριό

Επιστροφή στο χωριό

Ήθελε πολύ να κλάψει, να ξεσπάσει. Μα όσο κι αν προσπάθησε να βγάλει από μέσα του αυτό που του άδραχνε σφιχτά την καρδιά και του έκοβε την ανάσα, δεν το κατάφερνε. Τα κόκκινα από την αγρύπνια μάτια του παράμεναν στεγνά, σαν τα χωράφια που τα είχε ζεματίσει η αναβροχιά...

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Αντρικό κούρεμα

Αντρικό κούρεμα

Τα καλοκαίρια γυρίζαμε έξω. Οι μανάδες στο σπίτι οι πατεράδες στη δουλειά εμείς στις αλάνες. Οι αλάνες - δρόμοι, ήταν σαν τις γελοιογραφίες του Mordillo. Αν σου έφευγε η μπάλα στην κατηφόρα, είχες δυο επιλογές. Η μια ν’ αρχίσεις το τρέξιμο ώστε τα δεδομένα του...

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

10 σχόλια

10 Σχόλια

  1. Μάχη Τζουγανάκη

    Το κείμενο αυτό το χάρηκα δυο φορές. Μια όταν το διάβασα εγώ και μια όταν κοίταζα τα μάτια του πατέρα μου σαν το διάβασε εκείνος… Τόσο στο πρώτο μέρος αυτής της αληθινής ιστορίας όσο και στο δεύτερο που θα ακολουθήσει, υπάρχουν κομμάτια που αγγίζουν προσωπικά και θυμίζουν αρκετά ιστορίες που έχω ακούσει πολλές πολλές φορές με θαυμασμό…

    Απάντηση
    • ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΛΙΕΡΑΚΗΣ

      Σ’ ευχαριστώ Μάχη, από καρδιάς, για τα καλά σου λόγια και την εξαίρετη επιμέλειά σου!

      Απάντηση
  2. Μάρθα Δήμου

    Η δύναμη της ψυχής της μάνας μας σκεπάζει και μας συνοδεύει στη ζωή για πάντα. Μεγαλείο η στάση ζωής αυτών των ανθρώπων, που σαν τους βράχους άντεξαν με αξιοπρέπεια την ανέχεια, την ξενιτειά και κάθε λογής δυσκολίες! Το παράδειγμά τους ας μένει ζωντανό για να μας εμπνέει!

    Απάντηση
  3. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΛΙΕΡΑΚΗΣ

    Έτσι είναι… Αυτή η γενιά παιδεύτηκε πολύ,αγωνίστηκε, θυσιάστηκε και άγκιξε το φως.

    Απάντηση
  4. Άννα Ρουμελιώτη

    Τον θαυμασμό μου!! Από την αρχή έως το τέλος του α΄μέρους η ιστορία σας με καθήλωσε!!Να είστε καλά!!

    Απάντηση
  5. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΛΙΕΡΑΚΗΣ

    Σας ευχαριστώ. Να είστε καλά κι εσείς!

    Απάντηση
  6. Ανώνυμος

    Μεγάλη συγκίνηση,δυνατά συναισθήματα,νοσταλγικές εικόνες,ευγενικά πρόσωπα ολα δοσμένα με πάθος και αβρότητα απο έναν εραστή του λόγου !Κι οταν έχεις την τιμή να γνωρίζεις και τον ήρωα αυτής της ιστορίας μέσα απο την ανείπωτη λόγω του μεγέθους της προσφορά του η συγκίνηση στην πορεία της συγκλονιστικής αφήγησης του Αποστολου περισσεύει !!!!!!!!

    Απάντηση
    • ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΛΙΕΡΑΚΗΣ

      Σ’ ευχαριστώ πολύ γνωστή μου “ανώνυμη”

      Απάντηση
  7. Άννα Μάλαμα

    Πολύ δυνατό κείμενο, διαβάζεται απνευστί! Πραγματικά με συγκινήσατε.

    Απάντηση
    • ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΛΙΕΡΑΚΗΣ

      Να είστε καλά!

      Απάντηση

Υποβολή σχολίου