
Μια δημιουργία της Άννας Παλιεράκη
Στον πατέρα μου και στη γενιά του…
Τα γεγονότα είναι κοντά στα αληθινά. Η φαντασία υποκλίνεται και παραστέκεται…
[…] Όταν με έβαλε στο λεωφορείο, αφού πρώτα σιγουρεύτηκε πως το φυλακτό μου ήταν στη θέση του, με σταύρωσε, μου έδωσε ένα βουργιάλι, όπου είχε τυλίξει σε μια πετσετούλα αρκετό ψωμί, λίγο τυρί κι ελιές κι είχε βολέψει ένα μπογαλάκι με κάποια ρουχαλάκια· μου έδωσε και ένα χαρτί με μια διεύθυνση. Ως το λιμάνι, για να μπω στο πλοίο, με συνόδεψες εσύ μεγάλε -το θυμάσαι;- γιατί ο θείος μας ο Ζαχαρίας είχε, την τελευταία στιγμή, αναβάλει το ταξίδι του. Η μάνα, εν τω μεταξύ, είχε γράψει στην αδελφή της για την ημέρα που θα έφτανα στην Αθήνα και δεν εννοούσε να αναβάλει και τη δική μου αναχώρηση, σα να’ χα δρασκελίσει παιδικότητα και εφηβία και ξαφνικά αντρέψει, που να μπορούσα όσα κι ο θείος Ζαχαρίας. Με απόλυτη σιγουριά με συμβούλεψε: «Σα φτάξεις, με την ευκή του Χριστού και τση Παναγιάς, στον Πειραιά, ρώτηξε να σου πουν. Το νου σου, μη χάσεις τη διεύθυνση. Άντες στο καλό αντράκι μου κι η Παναγιά μαζί σου· μη λησμονάς να γράφεις».
Ο θείος Ζαχαρίας ταξίδεψε στην Αθήνα τρεις μήνες μετά και πρώτη του δουλειά ήταν να ψάξει να με βρει, γιατί είχε καταπιεί τη γλώσσα του με την αποκοτιά της μάνας και ένοιωθε υπεύθυνος.
***
Οι είκοσι δραχμές φτάσανε ίσα ίσα για τα ναύλα κι’ ένα λαχταριστό κουλούρι Θεσσαλονίκης που πρωτοαντίκρισα σαν πάτησα το πόδι μου στον Πειραιά. Η επιβίβαση στο πλοίο και η πρώτη μου γνωριμία με τη θάλασσα-ως τότε, μόνο άκουγα γι’ αυτήν- ήταν ένας εφιάλτης. Το πλοίο άραζε αρόδο. Είχε φουρτούνα και η βάρκα, καθώς μας πήγαινε εκεί, χανότανε στα κύματα, μαζί και η ψυχή μου. Όταν, με τα πολλά, που η διάρκειά τους μου φάνηκε αιώνας, πιάστηκα στη σκάλα του πλοίου, ήρθε ένα κύμα και το έγειρε και τότε τα πόδια μου χώθηκαν στο νερό. Ευτυχώς, είχα δέσει τα παπούτσια μου στο βουργιάλι μου και το’ χα κιόλας παραδώσει στον ναύτη της σκάλας που ήταν εκεί, σαν άγγελος προστάτης και βοηθούσε τους επιβάτες να πιαστούνε ν’ ανεβούν στο πλοίο, να μη βρεθούν στη θάλασσα. Φοβήθηκα, για μια στιγμή, πως θα πνιγώ. Έφτασα στον Πειραιά μετά από δέκα τέσσερις, δέκα πέντε -πού να θυμάμαι τώρα- ώρες στο καράβι· τις πέρασα κουρνιασμένος σε μια γωνιά. Καθώς ήμουν ταλαιπωρημένος από τη ναυτία και ψόφιος από την κούραση, την πείνα μου την είχα λησμονήσει. Τη θυμήθηκα σαν είδα την πραμάτεια στον ταβλά του κουλουρά, όπου κατάθεσα το τελευταίο υπόλοιπο της περιουσίας μου. Η πολυκοσμία του λιμανιού με πανικόβαλε· άγνωστα πρόσωπα παντού· στο χέρι μου έσφιγγα ένα χαρτάκι, μοναδικό δεσμό μου με τον κόσμο. Δεν την ξεχνώ εκείνη την τρομάρα.
«Τι έπαθες παιδί μου; Γιατί είσαι μόνος; Έχασες τους δικούς σου; Μη μου φοβάσαι, θα τους βρούμε!»
Ευγενική, καθησυχαστική φωνή· σ’ εμένα απευθυνόταν και ο επιβλητικός κύριος που με ρωτούσε, κρατούσε από το χέρι το παιδί του, μικρότερο από μένα. Αισθάνθηκα να ηρεμώ· άνοιξα το χέρι και του εμπιστεύτηκα το χαρτάκι μου. «Μοναχός ταξίδεψα· εκειά που γράφει είναι το σπίτι της θειας μου. Δείξτε μου, σας παρακαλώ, να πάω». Ο επιβλητικός κύριος δεν έκρυψε την έκπληξή του, όταν βεβαιώθηκε ότι κανείς δεν μ’ είχε χάσει και ότι είχα ταξιδέψει ολομόναχος. Μου εξήγησε πως δεν μπορούσα να πάω με τα πόδια και πως έπρεπε να πάρω το τραίνο να πάω στην Ομόνοια κι’ ύστερα ήταν εύκολο. Τα μάτια μου βούρκωσαν. Πώς να πάω με το τραίνο που δεν το ήξερα; Και πώς θα πλήρωνα που τα χρήματά μου είχαν τελειώσει;
Αισθάνθηκα ένα παιδικό βλέμμα να με συμπαραστέκεται και με την άκρη του ματιού μου είδα το χέρι του παιδιού να τραβά επίμονα το χέρι του πατέρα του.
«Όχι δεν θα πας με το τραίνο. Θα σε πάω εγώ. Θα περάσουμε πρώτα από το σπίτι ν’ αφήσω τον μικρό, να φας κάτι κι’ εσύ. Πεινάς· έτσι δεν είναι;»
Ο από μηχανής Θεός μου με έσωζε, με την αφυπνιστική παρέμβαση ενός αλληλέγγυου, περίπου συνομήλικού μου, φανερά ικανοποιημένου από το κατόρθωμά του. Του έδειξα την ευγνωμοσύνη μου μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Για πρώτη φορά στη ζωή μου μπήκα σε κούρσα. Όντας απαλλαγμένος από την αγωνία, άφησα τα μάτια μου ελεύθερα να δέχονται τις πρωτόγνωρες εικόνες της μεγάλης πόλης. Την Αθήνα την έμαθα μετά καλά, περπάτησα σ’ όλες τις γειτονιές της, χωρίς να με καταπιεί κανένας Λαβύρινθος, όμως αυτή η πόλη, των πρώτων εντυπώσεων, παραμένει στη μνήμη μου σαν άλλη πόλη, με τεράστιους δρόμους και γιγάντια κτήρια. Στο σπίτι του κυρ δικηγόρου -αυτό ήταν το επάγγελμα του σωτήρα μου- καταβρόχθισα ένα λοφάκι γαύρους. Όταν απόσωσα εκείνο το αξέχαστο γεύμα, αποχαιρέτησα το νέο μου φίλο, με την υπόσχεση ότι θα επέστρεφα κάποια μέρα να του διηγηθώ ιστορίες του τόπου μου και να παίξουμε. Ο κυρ δικηγόρος με πήγε μέχρι το δρόμο όπου έμενε η θεία μου. Δεν ήμουν συνεπής με την υπόσχεση προς τον πρώτο μου φίλο στην Αθήνα· ποτέ δεν τον ξανάδα. Για πολύ καιρό δεν είχα την παραμικρή ευκαιρία να την σκεφτώ και όταν κάποτε τη θυμήθηκα είχα κιόλας καταλάβει πως η αταξική κοινωνία του χωριού μου, στις γειτονιές της Αθήνας ήταν μια σκέτη ουτοπία. Η Κυψέλη απείχε πολύ απ’ τα Σεπόλια.
Τον σωτήρα μου νόμισα πως τον ξανάδα, ασπρομάλλη πια, στα δεκεμβριανά· και πάλι σε ρόλο από μηχανής Θεού. Εκείνος δεν με αναγνώρισε φυσικά κι εγώ δεν μπορούσα και δεν προλάβαινα να του μιλήσω, άσε που αμφέβαλα. Ετούτη τη φορά, ως επικεφαλή μιας διμοιρίας ανταρτών, που περικύκλωσε ένα αστυνομικό τμήμα, όπου ήμουν κι’ εγώ κρατούμενος. Με είχαν, μόλις, συλλάβει οι χωροφύλακες. Πήγαινα να πάρω τη γυναίκα μου και το νεογέννητο παιδί μου από το μαιευτήριο, μ’ ένα δανεικό ποδήλατο και τους είχα, λέει, φανεί ύποπτος. Μας ελευθέρωσε, με διαπραγματεύσεις, η ομάδα του κυρ δικηγόρου… αν ήταν αυτός. Πώς ήταν δυνατόν να πολεμά στην ηλικία που λογάριασα πως θα ‘χε; Μετά από λίγο, το αστυνομικό τμήμα κι οι δύστυχοι χωροφύλακες, που είχαν απομείνει σ’ αυτό, αφανίστηκαν από μια εγγλέζικη βόμβα που έπεσε πάνω τους.
***
Στο σπίτι της θείας μου, έφτασα μετά το μεσημέρι και τη βρήκα βυθισμένη στο πένθος. Την προηγούμενη, είχε κηδέψει τον άντρα της και είχε απομείνει με τρία ορφανά, μέσα στην απελπισία, χωρίς κανένα έσοδο, με τις ελπίδες της στο Θεό και στη συμπόνια συγγενών και γειτόνων. Δεν έμεινα στο σπίτι της ούτε μια νύχτα. Ήρθε και με πήρε ο άντρας της μικρότερης από τις αδελφές της μάνας, ένας άγιος άνθρωπος. Στρωματσάδα με τα ξαδέλφια μου, πέντε παιδιά σ’ ένα δωμάτιο κι ένα τσουκάλι να ταΐζει εφτά στόματα. Έμεινα μαζί τους, μέχρι που μπόρεσα και στάθηκα στα πόδια μου. Από το σπίτι αυτής τη θείας πέρασε και ο τρίτος, στη σειρά ηλικίας, αδελφός μου που ήρθε και αυτός στην Αθήνα, αλλά και άλλοι συγγενείς, ακόμα και τριτανήψια της, χωρίς ποτέ να αρνηθεί να τους φιλοξενήσει. Τους καλοδεχόταν όλους και το σπιτάκι της όλους τους χωρούσε.
***
Έντεκα χρονών παιδί μπήκα στη βιοπάλη. Έπιασα δουλειά στη γειτονιά που εγκαταστάθηκα, σ’ ένα καμίνι που έβγαζε πήλινα κιούγκια και σκεύη νοικοκυριού. Χρειαζόντουσαν παιδιά υγιή, που χωρούσαν και άντεχαν να χώνονται στο καμίνι, να βάζουν τα άψητα και να βγάζουν τα ψημένα αντικείμενα. Η θερμοκρασία, στο καμίνι, ήταν αβάσταχτη, παρόλο που την χαμήλωναν πολύ για να μπούμε. Όσο κι αν μας τύλιγαν σε βρεγμένα τσουβάλια, μαλλιά, φρύδια, τσίνορα ήσαν πάντα τσουρουφλισμένα, τα μάτια ερεθισμένα και τα μικροεγκαύματα στα σώματά μας διάσπαρτα. Το αφεντικό, ένας άκαρδος σωματώδης τύραννος, μας επιτηρούσε απειλώντας μας με μια ζώνη που κρεμόταν μόνιμα στ’ αριστερό του χέρι· ώρες ώρες νόμιζα πως ήταν έτσι γεννημένος, πλάσμα μυθικό, τρομακτικό, σαν το Μινώταυρο. Μπορεί η Αθήνα να μην ήταν ο Λαβύρινθος, που είχα φαντασθεί όταν έφευγα από την Κρήτη, ανάπνεε όμως σ’ αυτήν την πόλη ο τρόμος του. Στο παραμικρό μας λάθος, η ζώνη έπεφτε στα σώματά μας, προσθέτοντας τα σημάδια της στα άλλα των εγκαυμάτων. Τα σημάδια της ζώνης αποτυπώθηκαν για τα καλά στο σώμα μου όταν, κάποια φορά, τα βρεγμένα πανιά στα χέρια μου στέγνωσαν, πριν προλάβω ν’ απιθώσω τον καυτό σωλήνα που κρατούσα· δεν άντεξα τον πόνο απ’ το κάψιμο και ο σωλήνας θρυμματίστηκε. Η καρδιά μου φτερούγισε στο άκουσμα της αγριοφωνάρας του:
«Έλα εδώ ρε αράπακα, μπάσταρδε, παλιοκρητικέ, χαΐνη!»
Πού την είχε ακούσει αυτή τη λέξη; Από τον τρόπο που την ξεστόμιζε καταλάβαινα πως δεν γνώριζε το νόημά της. Κοίταξα προς τα δέντρα και είδα ένα μαύρο πουλί να έρχεται. Ο εξάδελφός μου ο Μανιός, αστυφύλακας αυτός, αρκετά μεγαλύτερος από μένα, όταν αντίκρυσε τα χάλια μου, θύμωσε πολύ και με πήγε στο αστυνομικό τμήμα· όχι πως έπαθε κάτι το αφεντικό, αλλά του έκαναν συστάσεις, έγινε και ντόρος μεγάλος από το συνδικάτο και τις εφημερίδες, που δεν ξέρω πώς το έμαθαν (υποπτεύομαι πως είχε φροντίσει ο Μανιός, αλλά, για ευνόητους λόγους, δεν το έλεγε ούτε του παπά) και από τότε, το σκληρό αφεντικό, αν και λυσσομανούσε και με ανεβοκατέβαζε «κομμουνιστή», δεν τόλμησε να σηκώσει ξανά τη ζώνη επάνω μου. Μόνη μου παρηγοριά, τα λιγοστά χρήματα του μεροκάματου και η σκέψη της οικογένειας που λάβαινε, σε δύσκολα χρόνια, μια μικρή, αλλά απόλυτα αναγκαία, ενίσχυση από μένα. Πολύ συχνά, έκανα νυχτερινές βάρδιες, μαζί με άλλους, να ταΐζουμε τη φωτιά και ήταν φορές που από την αφόρητη κούραση όλο και κάποιον έπαιρνε ο ύπνος μπροστά στη μπούκα του καμινιού. Κι αν τύχαινε να ξεμπουκάρει η φωτιά έφτανε ως τα πόδια μας. Τότε, ξυπνούσαμε τρομαγμένοι από την απειλή της. Πώς δεν έγινε κανείς λαμπάδα! Εκεί, μπροστά στου καμινιού τη μπούκα, ζωντάνεψαν και πάλι οι νυχτερινές συζητήσεις, όπως στο χωριό. Μόνο που τώρα πια δεν κουβεντιάζαμε για επικίνδυνα πλάσματα της φαντασίας, αλλά για υπαρκτά χειρότερα και για την ανάγκη της οργανωμένης άμυνας και δράσης. Όταν ψήλωσα, πέρασα σ’ άλλα πόστα, στη λάσπη, στο στοίβαγμα, στο φόρτωμα… Πάνω από δέκα χρόνια η θητεία μου στην κόλαση! «Υγρά πνευμονία» το εξιτήριό μου από κει και ταυτόχρονα εισιτήριο στον «Ευαγγελισμό». Πώς με έσωσαν από του χάρου τα δόντια και απ’ τη φυματίωση, οι ίδιοι οι γιατροί δεν το πίστευαν και δεν το γνώριζαν. Μονάχα ο Θεός… Αργότερα μάλιστα έμαθα πως και η θεραπευτική αγωγή που ακολουθούσαν εκείνη την εποχή ήταν λανθασμένη. Πολλές μέρες πάλευα με το θάνατο. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος με βρήκε στο κρεβάτι του νοσοκομείου… δεν επιστρατεύτηκα και δεν δοξάστηκα μαζί με τους συνομήλικούς μου· ήταν ο κρυφός καημός της νεότητάς μου.
***
Σήμερα είμαι εδώ και σας μνημονεύω όλους. Άναψα το καντήλι και λιβάνισα. Πατέρα, δεν σε ξανάδα από τότε που έφυγα για την Αθήνα, όμως η σκέψη σου με στήριζε στις δύσκολες ώρες μαζί με το φυλαχτό σου μάνα και τους κοράκους σου αδελφέ. Με σένα μάνα και τους υπόλοιπους ειδωθήκαμε πολλές πολλές φορές όταν, μετά τον πόλεμο, έστρωσαν σιγά σιγά τα πράγματα και τα ταξίδια έγιναν ευκολότερα. Τα καλοκαίρια σας έστελνα την οικογένεια και προς το τέλος των διακοπών έπαιρνα κι εγώ την άδειά μου και κατέβαινα να σας δω όλους και να συνοδέψω τη γυναίκα και τα παιδιά μου στο ταξίδι της επιστροφής. Έτσι τα παιδιά μου αγάπησαν την πατρίδα, σαν να είχαν γεννηθεί εδώ και τα ξαδέλφια τους τ’ αγάπησαν σαν αδέλφια. Πάντα χαιρόμουν γι’ αυτή τη σχέση. Έχω πολλά τραβήξει στη ζωή μου. Πείνασα, τουρτούρισα, κινδύνεψα και με το χάρο τα κουβέντιασα κι άλλες φορές κι έπαιρνα χάρη. Ήμουν, πιστεύω, καλός άνθρωπος. Κέρδιζα το ψωμί της φαμίλιας μου με την εργασία μου και δεν έκλεψα ποτέ το παραμικρό από κανένα, εκτός από τους Γερμανούς (που μόνο για κλεψιά δε λογίζεται) και με κίνδυνο της ζωής μου. Ήτανε μια φορά που, μ’ άλλον ένα σύντροφο, είχαμε σκαρφαλώσει σ’ ένα τρένο και παίρναμε πίσω τα κάρβουνα που είχανε ληστέψει οι Γερμανοί από τη γη μας. Ρίχναμε κάτω τα τσουβάλια και άλλοι, που περίμεναν, τα φορτωνόντουσαν στην πλάτη και εξαφανιζόντουσαν. Όμως, παρ’ όλο το σκοτάδι και τον θόρυβο του τραίνου, ένας φρουρός αντιλήφθηκε την παρουσία μας κι’ άρχισε να σφυρίζει δαιμονισμένα. Χαλασμός κυρίου, κροταλίσματα πολυβόλων κι εμείς, πηδώντας από το τρένο, βρεθήκαμε ξαπλωμένοι σ’ ένα χαντάκι. Οι Γερμανοί, με τους φακούς τους, πέρασαν από πάνω μας, μπορεί και να με πάτησαν, μα δεν μας είδαν. Έχω πολλά να θυμηθώ αλλά κουράστηκα πια απ την ορθοστασία. Δεν είναι, εξ άλλου, μακρινή και η στιγμή που όλη η ζωή μου θα περάσει μπροστά από τα μάτια μου, σαν κινηματογραφική ταινία, όπως λένε. Πώς το ‘φερε κι έμεινα τελευταίος, παρών στο 2010! Ακόμα κι απ’ την επόμενη γενιά είναι πολλές οι απουσίες.
***
Παίξε λυράρη ξάδερφε, ν’ ακουστούν εκειές οι κοντυλιές σου που γαργαλούσαν και τα πιο πονεμένα πόδια. Θωρώ το, μεγάλε, το δεντρό μας. Εσύ είσαι που κάθεσαι στον κλώνο μας; Εδώ θα ‘ρθω κι εγώ και θα τα λέμε χωρίς διακοπή· αν δικαιούμαι κι εγώ κάποια φτερά, τα θέλω· μόνο ανήμενέ με λίγο ακόμα να βλέπω αυτή την ομορφιά, τον τόπο μας, που ‘χω καημό πως δεν δούλεψα ποτές μου, με τα ανθρώπινά μου μάτια και ν’ ανασαίνω ετούτο τον αγέρα, που δροσίζει και την κάψα στα πόδια μου· τώρα πια, έρχεται απ το καμίνι της ζωής μου, που σβήνει.
_
γράφει ο Απόστολος Παλιεράκης
–
Κρητικό Γλωσσάρι
ξάνοιγε: κοίτα/ κατσούνα: μπαστούνα/ γροίκα: άκου/ εδά: τώρα/ χαχάλα: χούφτα/ καβροί: καβούρια/ επαέ: εδώ/ ζόρε: ζόρι/ κρούβει: προκαλεί ασφυξία, πνίγει/ σόχωρο: περιβόλι/ να βλοηθούσι: να παντρευτούν/ αναστεναμένος: καημένος, ταλαίπωρος/ εγιάηρε: γύρισε/ να πορίσεις: να πας/ αμπλά: αδελφή/ να σε καταστέσει: να σε τακτοποιήσει/ να πέμπεις: να στέλνεις/ οθένπαέ: κατά δω/ στελιώνω: στερεώνομαι/ κατέω: γνωρίζω/ οψάργας: χθες/ ταχιά: προσεχώς/ αναδακρυώνω: δακρύζω/ αποδεινιάζομαι: αποδέχομαι με στεναχώρια/ ετσά παντιδερός: τόσο βολικός/ εγόι μου: αλίμονό μου/ ψακί: φαρμάκι/ απός: μετά/ ξάμωνε: στόχευε, σημάδευε/ ντρέτα: ίσια- σωστά/ τραβάγιες: φασαρίες/ αμνώγω: ορκίζομαι/ ντουζουντίζεις: συλλογίζεσαι/ αβγορίζουσι: βλέπουν μακριά, βιγλίζουν/ από τους απατούς μας: από εμάς/ ελό(γ)ου μας: εμείς/ μαθές: να ξέρεις/ όι: όχι/ ανημένω: περιμένω/ φανταρά: φαντάσματα/ αβιζέρνω: παραγγέλνω
–
Βιογραφικό
Ο Απόστολος Παλιεράκης γεννήθηκε το 1943 στους Αγίους Αναργύρους Αττικής, πατρίδα του η Κρήτη. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εργάστηκε ως πολιτικός μηχανικός, αρχικά ελεύθερος επαγγελματίας και αργότερα σιδηροδρομικός. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Μια σύντομη δήλωση του συγγραφέα από τη συλλογή: ΠΕΡΙ ΔΙΑΥΓΕΙΑΣ
Δεν σας δηλώνω μουσικός/ Γνώστης αρχαίων μυστικών/ δηλώνω απορημένος
Έργα του:
(2016) Φύλλα δάφνης, Μανδραγόρας
(2013) Υδάτινος ταξιδιώτης, Μανδραγόρας
(2011) Μεταποίηση σε στιγμές διαρκείας(Imiteleis), Μανδραγόρας
(2010) Ενήμερα – εφήμερα – αν…, Μανδραγόρας
Δύσκολες και σκληρές εποχές. Δε θα μπορούσα να φανταστώ το δικό μου παιδί να ταξιδεύει μόνο του με το πλοίο και να κατεβαίνει σε ένα χάος με ένα χαρτάκι με μια διεύθυνση μόνο στο χέρι… Σκληρές εργασιακές συνθήκες σε ένα παιδί που στερήθηκε σχολικά χρόνια και ανέμελη περίοδο. Οι ιστορίες των ανθρώπων αυτών που περάσαν τόσα και τόσα για να σταθούν στα πόδια τους είναι κάτι παραπάνω από αξιοθαύμαστες. Κρατώ αυτήν την ιστορία, όπως έχω κρατήσει και άλλες προσωπικές ως ένα μάθημα ζωής, υπομονής και δύναμης και μεγαλώνω κι άλλο το θησαυρο των εμπειριών και των γνώσεων που έχω αποκτήσει από τη σελίδα αυτή. Καλή σου μέρα Απόστολε και σε ευχαριστούμε.
Και όμως Μάχη εξελίσσεται στα μάτια μας μπροστά!… Αυτό που λες αναδείχνει την ασύλληπτη τραγικότητα του φαινόμενου των χιλιάδων ασυνόδευτων προσφυγόπουλων… ‘Ενα σχεδόν αιώνα μετά, όχι η απάλειψη, αλλά η τερατώδης μεγέθυνση και η κτηνώδης αναλγησία, στην ήπειρο του “ποτέ ξανά”…
έχεις δίκιο… δραματική επανάληψη ιστορίας…σε τερατώδη..μεγέθυνση,…