Ο άνθρωπος μεγαλώνει. Όχι ηλικιακά (ή όχι μόνο ηλικιακά), αλλά ως σύνολο, ως ανθρωπότητα, ως σκέψη, ως φιλοσοφία, ως υποχρεώσεις, ως ευθύνες, ως προσδοκία δημιουργίας μεγαλύτερης από αυτή που παρέλαβε από την προηγούμενη γενιά. Κι όσο μεγαλώνει, τόσο θέτει τον πήχη της νίκης πιο ψηλά, αυτό που χτες ήταν κατόρθωμα σήμερα είναι το σύνηθες, το ξεπερασμένο. Και θέλει να κερδίσει έναν αγώνα που δεν κερδίζεται παρά μόνο αν πεθάνει όσο ζει παραδίδοντας την ύπαρξή του στην άσωτη καθημερινότητα και στην γκρίζα αγωνία, στην αφομοίωση της προσωπικότητάς του μέσα στις άχρωμες εκείνες σελίδες της ιστορίας που ο χρόνος τελικά τις αφήνει άδειες και κενές, ίδιες η προηγούμενη με την επόμενη σαν τις μέρες που χάνονται χωρίς να υπάρξουν. Τρέχει ιδρωμένος να προλάβει ένα τρένο που πάντα θα κινείται πιο γρήγορα, ωθούμενο -κι αυτό είναι το τραγικό- από τον ίδιο κι από άλλους «ίδιους» σαν κι αυτόν για να τρέξει πιο γρήγορα, κι ακόμα πιο γρήγορα, και πιο πολύ ακόμα. Πιάνει με τη θέλησή του, ο ανόητος, και με τα γυμνά χέρια του χωρίς κανένα μέτρο αυτοπροστασίας, τον αμείλικτο χρόνο και προσπαθεί να τον χωρέσει στα εφήμερα όνειρά του, να τον δαμάσει! Λες και τιθασεύεται το κύμα στη φουρτούνα και το ποτάμι στην πλημμύρα… Και δεν αφήνει για τον ίδιο και για όσους αγαπάει ούτε καν στιγμές, δεν κρατάει ούτε τα ρέστα που του αναλογούν, προσφορά γίνονται κι αυτά στη θεία κοινωνία και στη μετάληψη της αναβολής και της μετάθεσης των αισθημάτων σε χρόνο μελλοντικό. Ένας Μαραθώνιος η ζωή χωρίς τέρμα. Και χωρίς σκοπό τελικά!
Σήμερα ο άνθρωπος ζει πολλές ζωές. Όλες τους -ή τουλάχιστον οι περισσότερες- μικρές και μίζερες. Η ζωή στο γραφείο και στη δουλειά, γεμάτη με την αγωνία της απόλυσης. Η ζωή στον κοινωνικό περίγυρο και στην παρέα που μικραίνει διαρκώς. Η ζωή στο κρεβάτι που ο έρωτας έχει πεθάνει παραδομένος στο ξυπνητήρι. Η ζωή στις ατελείωτες ουρές. Η ζωή στο μποτιλιάρισμα. Η ζωή στις διαφημίσεις των προσφορών. Η ζωή στους απλήρωτους λογαριασμούς που παραμένουν πεισματικά κολλημένοι με μαγνήτες στο ψυγείο. Και η ζωή στην πόρτα του σπιτιού που ανοίγει και κλείνει κάθε μέρα αγχωμένα και βαριά και ποτέ τώρα πια για να υποδεχτεί επισκέπτες, μια υποχρέωση λιγότερη άλλωστε είναι ακόμα, μια ανάσα λυτρωτική στις εφιαλτικές νύχτες του χειμώνα που δε φεύγει ποτέ από τις ζωές μας. Ούτε απ’ τις ψυχές μας τελικά.
Ζούμε ηττημένοι. Μάθαμε να αντέχουμε την ήττα. Μάθαμε να αγαπάμε την ενοχή που βγαίνει μέσα από την αισιοδοξία μας! Λατρέψαμε την απαισιοδοξία γιατί μας δίνει εύκολα άλλοθι. Είναι μεγάλη παγίδα τούτα τα δυο: αισιοδοξία κι απαισιοδοξία, πρέπει να μας ανησυχεί όταν νιώθουμε ή το ένα ή το άλλο. Αλλά δεν ανησυχούμε! Δεν ανησυχούμε γιατί υπάρχουν άλλα που μας ανησυχούν περισσότερο, όπως οι ληξιπρόθεσμες οφειλές στην πόρτα του άδειου ψυγείου, όπως το πολύπλοκο αύριο που δυστυχώς έρχεται κάθε δύσκολο και αγχωμένο χάραμα, όπως το χαμόγελο που καμιά φορά αντικρίζουμε με απορία στον άνθρωπο απέναντι! Ζούμε, θαρρώ, χωρίς αισθήματα πια. Είμαστε α-συναισθηματικοί, μας βολεύει αυτό γιατί θωρακίζει προσωρινά τις αδύναμες ψυχές μας από κάθε καινούριο κακό. Κι από κάθε παλιό κακό. Κι από κάθε καλό τελικά, οι θωρακίσεις έχουν παρενέργειες, φάρμακα είναι κι αυτές κι όταν γίνεται κατάχρηση τελικά κάνουν ζημιά.
Κι όμως, μπορεί να κλείσαμε ερμητικά τις πόρτες και τα παντζούρια, μπορεί να κατεβάσαμε τα στόρια και να τραβήξαμε τις βαριές κουρτίνες και να θέσαμε τους εαυτούς μας στην απομόνωση, αυστηροί δικαστές και απελπισμένοι δικαζόμενοι τα ίδια πρόσωπα, όμως αυτό δε σημαίνει πως απ’ έξω είναι σκοτάδι. Η κόλαση δεν είναι έξω, είναι μέσα, ακόμα κι ο Δάντης θα συμφωνούσε μ’ αυτό στις μέρες μες και θα ’λεγε ‘Εγκαταλείψατε κάθε ελπίδα, εσείς που εντός κλειστήκατε, εσείς που μάζα γενήκατε της μάζας’. Έτσι πρέπει να ζούμε, αυτό μας έμαθαν, αυτό λένε οι νόμοι, γραφτοί κι άγραφτοι. Τι θα γίνει όμως αν σηκώσει κανείς το κεφάλι του, αν θυμηθεί ξανά να μπουσουλήσει, να κλάψει, να γελάσει, να ερωτευτεί, να αγαπήσει αλλά και να μισήσει, να τραγουδήσει με φωνή ελεύθερη, να μιλήσει στον άνθρωπό του, στον άνθρωπο δίπλα του, στον άνθρωπο που θέλει βοήθεια, στον άνθρωπο που ξέχασε πως είναι άνθρωπος, να γίνει πάλι παιδί, ενήλικο μεν, αλλά παιδί; Να πλανίσει τα ‘πρέποντα’ της εποχής και να τα διώξει απ’ το εκπαιδευμένο αλλά απαίδευτο μυαλό του; Το σίγουρο είναι πως θα παρανομήσει και θα βρεθεί ένοχος απέναντι στους νόμους της κοινωνίας που θέλει να κινείται με ταχύτητες ίσαμε αυτές του φωτός, απέναντι στους κανόνες της βιομηχανικής επανάστασης, απέναντι στους κανόνες επανάστασης των ισολογισμών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, απέναντι στα δόγματα που μεγάλωσαν πια κι έγιναν καρκινώματα σπέρνοντας παντού τη σαπίλα του χρήματος και της δήθεν ανάπτυξης χωρίς τον άνθρωπο και τα αισθήματά του. Ίσως, θα πρέπει να παρουσιαστούμε στον εισαγγελέα και να δηλώσουμε ένοχοι για όλες αυτές τις κατηγορίες και να αποδεχτούμε την τιμωρία που μας αξίζει, αν θέλουμε να είμαστε άνθρωποι αληθινοί. Την τιμωρία της Ελευθερίας!
“Σήμερα ο άνθρωπος ζει πολλές ζωές. Όλες τους -ή τουλάχιστον οι περισσότερες- μικρές και μίζερες. Η ζωή στο γραφείο και στη δουλειά, γεμάτη με την αγωνία της απόλυσης. Η ζωή στον κοινωνικό περίγυρο και στην παρέα που μικραίνει διαρκώς. Η ζωή στο κρεβάτι που ο έρωτας έχει πεθάνει παραδομένος στο ξυπνητήρι. Η ζωή στις ατελείωτες ουρές. Η ζωή στο μποτιλιάρισμα. Η ζωή στις διαφημίσεις των προσφορών. Η ζωή στους απλήρωτους λογαριασμούς που παραμένουν πεισματικά κολλημένοι με μαγνήτες στο ψυγείο. Και η ζωή στην πόρτα του σπιτιού που ανοίγει και κλείνει κάθε μέρα αγχωμένα και βαριά…”
έτσι ακριβώς Κώστα… ζωές δίχως νόημα βαριές και υποταγμένες..
Μπορεί να είναι όλα μαύρα… αλλά αρκεί να γίνουμε κυνηγοί της απλότητας και όχι της… “πολυτέλειας” που μας μάθανε να κυνηγάμε στερώντας μας οτιδήποτε γεννά ένα γνήσιο χαμόγελο..