Ο πειραματισμός αποτελεί τον θεμέλιο λίθο στο πολυώροφο οικοδόμημα της τέχνης. Χωρίς πειραματισμό η τέχνη γίνεται μία απλή επανάληψη με εμπορικές στοχεύσεις, χωρίς στην πραγματικότητα να προσφέρει κάτι πέρα από το εύπεπτο. Η διαφοροποίηση από τις νόρμες και η αναζήτηση νέων κανόνων είναι που ωθεί την καλλιτεχνική εξέλιξη και ανακαλύπτουν νέες εκφραστικές διεξόδους. Κι ακριβώς αυτή η εκτός κανόνων αναζήτηση είναι που απειλεί κάθε λογής κομφορμιστική αντίληψη για το κάλος.
Στο δρόμο αυτό κινείται και ο Αθανάσιος Αλεξανδρίδης με την τελευταία του ποιητική συλλογή, «αλγόρυθμος» (ίκαρος, 2016).
Θρυμματισμένοι στίχοι δημιουργούν θραύσματα εικόνων μέσα σε ένα γλωσσοκεντρικό ποιητικό πρίσμα (18, 22, 23, 26, 38, 50). Ο ποιητής πειραματίζεται με τη γλώσσα και με οδηγό τους συνειρμούς δημιουργεί έναν σουρεαλιστικό καμβά στον οποίο αποτυπώνει τη στιγμή, τη σκέψη, το συναίσθημα (11, 14, 31, 39, 44, 47).
Το ολιγόλεπτο σχήμα και η θρυμματισμένη φόρμα εκτοξεύουν με λεπτή ποιητική ειρωνεία το συναίσθημα αφήνοντας ένα μειδίαμα και ξαφνιάσματος στο κοινό (15, 19, 22, 23, 32, 33, 40, 45, 51). Ο προσανατολισμός της ανοικείωσης στον λεκτικό πειραματισμό και τη θολή εικονοποιία εκπλήσσει τον αναγνώστη/ακροατή με την γλωσσική εφευρετικότητα του Αλεξανδρίδη.
Η ποιητική ειρωνεία συμπλέκεται με την αποφθεγματική διατύπωση μέσα στο πεζολογικό ύφος με συνθηματολογικά χαρακτηριστικά. Η αφαιρετικότητα συμπλέει με τη λιτή έκφραση και τον απότομο στίχο που συχνά διαμοιράζεται σε θραύσματα από ενδιάμεσες τελείες (9, 10, 47). Και τούτες όμως κατέχουν καίρια θέση στην ποιητική του Αλεξανδρίδη διαμορφώνοντας τον στιχουργικό ρυθμό. Ας μη λησμονούμε πως η ποίηση είναι πρωτίστως ακουστική τέχνη.
Η μικροπερίοδη έκφραση με την τεχνητή δημιουργία εμποδίων εντείνει τη συναισθηματική ένταση (8, 18, 27, 30, 34, 44-49, 51, 52). Ο τραχύς όμως ρυθμός που διαμορφώνουν οι ελλειπτικές προτάσεις διαστέλλει το συναίσθημα. Ανάλογο ρόλο παίζουν και οι επαναλήψεις (32, 33) που προσδίδουν έμφαση όπως κι οι ερωτήσεις (9, 15, 22, 36). Αντίθετα, σε άλλες συνθέσεις η απουσία σημείων στίξης δημιουργεί ένα αίσθημα ρευστότητας (11-15, 19, 20, 38, 40, 53).
Ο ποιητής με ευαισθησία θίγει τους κοινωνικούς ρόλους των ατόμων ως μητέρας και πατέρα, ως άνδρα και αδελφής. Ειρωνεία, ευαισθησία, λαγνεία και ερωτισμός συμπλέκονται σε ένα πλέγμα υπαρξιακής προσέγγισης (37, 36, 38, 40) και κοινωνικής κριτικής (12, 13, 44, 48).
Το δικό του δρόμο στον υπερρεαλιστικό πειραματισμό ακολουθεί και ο Γιώργος Γάββαρης με την ποιητική συλλογή «το δέντρο με τις λέξεις» (οι εκδόσεις των φίλων, 2016).
Μεταφορές με σουρεαλιστική καταγωγή εκθέτουν στο βάθος των αγωνιών του ποιητή (χειμώνας, σκιές, στο πάτωμα σκιές, ο αρχηγός, ματαίως), υπαρξιακών (ματαίωση, άγαλμα Ι, διπλό γαζί, γραφείο τρόμου, χαλάσματα, ο χρόνος, άλογο που δακρύζει, μοναξιά ΙΙ, ιστορίες τελειωμένες) ή κοινωνικών (η λύτρωση, ο δρόμος, απώλειες ΙΙ, χαμένη ανάσταση). Ένας συνεσταλμένος λυρισμός εμποτίζει τις συνθέσεις της συλλογής ο οποίος μέσα στην ολιγόστιχη φόρμα ρυθμίζει τη συναισθηματική ένταση (στο πάτωμα σκιές).
Με ελλειπτικά σχήματα που αποτελούνται από ονοματικά σύνολα (το δέντρο, ο αρχηγός, απώλειες Ι, χαλάσματα) και περιορισμένη τη χρήση του ρήματος ο Γάββαρης δημιουργεί ένα παζλ θρυμματισμένων εικονοσυναισθημάτων. Με λεπτότητα αγγίζει το κοινό φέρνοντας το σε ένα συναισθηματικό διάλογο με το ποίημα· μα αυτός είναι και ο στόχος της τέχνης.
Ο ποιητικός καμβάς ζωντανεύει με το φυσικό στοιχείο χωρίς, ωστόσο, τούτο να οδηγήσει σε μία φυσιολατρία. Κατά την «ποίηση της περιφέρειας» λειτουργεί ως μία εκφραστική διέξοδος προκειμένου ο ποιητής να εκθέσεις αναζητήσεις για την ύπαρξη (πώς έχασε, το δέντρο, φθινόπωρο, ο φίλος, ερωτικό) ή το συλλογικό (χειμώνας, ο ήλιος δύει). Παρά την απογοήτευση και τον πόνο, το καναβάτσο παραμένει φωτεινό αισθητοποιώντας μία αισιοδοξία που θεμελιώνεται στην υπερρεαλιστική οπτική με τις σαχτουρικές ρίζες.
Το προσωπικό και το συλλογικό συμπλέκονται πάνω στον υπαρξιακό ιστό της απόγνωσης της μνήμης (διπλό γκάζι αβάσταχτη ανησυχία) και της ανάγκης για ζωή και όνειρα (απώλειες ΙΙ, απώλειες ΙΙΙ). Κοινωνικές παραστάσεις ενσωματώνονται με φυσικότητα στην ποιητική του Γάββαρη τροφοδοτώντας τις υπαρξιακές αναζητήσεις του με αναφορές στο συλλογικό. Το ποιητικό εγώ εκθέτει την ατομική εμπειρία που ξεπερνά όμως το προσωπικό και γίνεται κοινωνικό βίωμα (απώλειες ΙΙ, απώλειες ΙΙΙ, ματαίωση, η λύτρωση).
Διακρίνεται μία ποιητική ευθύτητα με έναν λόγο που ισορροπεί ανάμεσα στην απέριττη προφορικότητα μεταφέρετε τα σχήματα και τη φροντισμένη έκφραση. Η ποιητική του Γάββαρη εκπέμπει μία εσωτερική συγκίνηση χωρίς να εκβιάζει το συναίσθημα του αναγνώστη/ακροατή.
0 Σχόλια