Οι φόνοι του νυχτολούλουδου του Anthony Horowitz αποτελούν ουσιαστικά το σίκουελ του παλαιότερου βιβλίου του, Οι φόνοι της κίσσας, αλλά διαβάζονται και αυτόνομα με τον ίδιο ενθουσιασμό, ενδιαφέρον και αγωνία από τους λάτρεις και μη των αστυνομικών βιβλίων μυστηρίου, ενώ σηματοδοτούν την επιστροφή της Σούζαν Ράιλαντ αλλά και του λογοτεχνικού ντετέκτιβ Άττικους Πυντ στην ενεργό δράση.
Δύο χρόνια μετά τα συμβάντα του πρώτου βιβλίου, η Σούζαν Ράιλαντ έχει αφήσει πίσω της τη δουλειά της ως επιμελήτρια βιβλίων και ζει πλέον μια εντελώς διαφορετική ζωή στην Κρήτη, μαζί με τον σύντροφό της. Οι δυο τους είναι ιδιοκτήτες ενός μικρού ξενοδοχείου και ζουν σε ένα περιβάλλον άκρως αντίθετο από εκείνο του Λονδίνου. Κι ενώ σε γενικές γραμμές είναι ευχαριστημένη από τις επιλογές της, τα προβλήματα που προκύπτουν κάθε τόσο έχουν αρχίσει να την κουράζουν.
Η άφιξη του ζεύγους Τρεχέρν θα έρθει να διαταράξει τη ζωή που έχει στήσει στην Κρήτη, μιας και το ηλικιωμένο ζευγάρι δεν έχει πάει εκεί για διακοπές, αλλά για εκείνη. Γιατί οι Τρεχέρν είναι κι οι ίδιοι ιδιοκτήτες ενός πολυτελούς ξενοδοχείου, στο οποίο πριν από οχτώ χρόνια είχε διαπραχθεί ένας φόνος – και μάλιστα, την ημέρα του γάμου της κόρης τους. Η οποία κόρη εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και οι γονείς της ζητούν από τη Σούζαν να γυρίσει στην Αγγλία και να τους βοηθήσει να λύσουν τον γρίφο της εξαφάνισής της.
Πώς όμως συνδέεται μια πρώην επιμελήτρια βιβλίων με όλο αυτό; Μα, μέσω ενός παλιού της γνώριμου: του εκλιπόντος συγγραφέα Άλαν Κόνγουεϊ, ο οποίος όχι μόνο γνώριζε προσωπικά τον άντρα που δολοφονήθηκε τότε στο ξενοδοχείο, αλλά βάσισε και ένα από τα βιβλία του -που είχε επιμεληθεί η Σούζαν- σ’ αυτό το έγκλημα. Λίγο πριν εξαφανιστεί, η κόρη των Τρεχέρν επικοινώνησε μαζί τους λέγοντάς τους ότι είχε διαβάσει το βιβλίο και είχε ανακαλύψει ότι ο ένοχος για τον φόνο δεν ήταν ο άντρας που είχε συλληφθεί, αλλά κάποιος άλλος. Η Σούζαν, ως «ειδήμων» στο έργο του Κόνγουεϊ, καλείται τώρα να ξαναδιαβάσει προσεχτικά το συγκεκριμένο βιβλίο, ψάχνοντας για το κρυμμένο στοιχείο που υπάρχει εκεί και φανερώνει την ταυτότητα του πραγματικού δολοφόνου…
Ο Horowitz επαναλαμβάνει την επιτυχημένη τεχνική του της εγκιβωτισμένης αφήγησης, δημιουργώντας ένα ακόμα «βιβλίο μέσα σε βιβλίο». Από τη μία, λοιπόν, έχουμε μια σύγχρονη ιστορία μυστηρίου, η οποία αφορά την εξαφάνιση μιας νεαρής γυναίκας και έναν παλιό φόνο και είναι εμπλουτισμένη με εξυπνάδα, ζωντάνια, δράση, γρήγορους ρυθμούς και μια ηρωίδα που επιστρέφει στα παλιά της λημέρια και καλείται να εξιχνιάσει μία μπερδεμένη υπόθεση. Διαθέτει στο… οπλοστάσιό της το μυαλό της, την εμπειρία από τη γνωριμία με τον συγγραφέα του βιβλίου και όλα όσα έχει να προσφέρει η τεχνολογία σε ό,τι αφορά την έρευνα. Σίγουρα ως ιστορία είναι αρκούντως πρωτότυπη και ολοκληρωμένη ώστε να σταθεί και μόνη της, όμως αυτό που έρχεται να την ολοκληρώσει -όπως η τελευταία πινελιά ολοκληρώνει έναν ζωγραφικό πίνακα- είναι η έτερη, «λογοτεχνική» ιστορία, που διαδραματίζεται στη δεκαετία του 1950 και είναι γραμμένη ως φόρος τιμής στο ύφος της Αγκάθα Κρίστι.
Ο κεντρικός ήρωας αυτής, ο ντετέκτιβ Άττικους Πυντ, είναι πρακτικά ένας άλλος Ηρακλής Πουαρό, βγαλμένος από την κλασική εποχή της νουάρ λογοτεχνίας, αλλά και το αντίπαλον δέος της Σούζαν Ράιλαντ. Αυτός καλείται να εξιχνιάσει τη δολοφονία μιας διάσημης ηθοποιού του Χόλιγουντ και ιδιοκτήτριας ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στην αγγλική ύπαιθρο. Ο Πυντ διαθέτει την επαγγελματική του εμπειρία, το κοφτερό του μυαλό και το παρατηρητικό μάτι του, ώστε να μελετήσει τα στοιχεία, να οδηγηθεί στα σωστά συμπεράσματα και να ανακαλύψει τον ένοχο. Φυσικά, εδώ ακολουθείται και το ανάλογο ύφος στη γραφή: ατμοσφαιρικό, φαινομενικά πιο ήπιο αλλά με παρόμοια ένταση και παλμό, με ένα έντονο άρωμα μιας άλλης εποχής.
Τόσο η Σούζαν όσο και ο Άττικους είναι δύο χαρακτήρες άξιοι να σηκώσουν το βάρος της πλοκής στους ώμους τους, αλλά έχουν την τύχη να περιστοιχίζονται από μια πληθώρα εξαιρετικά καλοδουλεμένων χαρακτήρων, εντελώς διαφορετικών ο ένας από τον άλλον, με βαθιά ψυχογραφήματα και ξεχωριστό υπόβαθρο, που όμως όλοι μαζί δημιουργούν ένα πολύπλοκο σύνολο προσωπικοτήτων και αποτελούν ισάξια κομμάτια του γρίφου. Όλοι κάτι διεκδικούν, όλοι κάτι έχουν να κρύψουν, όλοι έχουν κίνητρο για να οδηγηθούν στο έγκλημα, όλοι είναι ενδιαφέροντες με τον τρόπο τους και αξίζουν την αναγνωστική προσοχή.
Αυτό που απολαμβάνει να κάνει ο Horowitz -εκτός από το να γράφει ιστορίες τις οποίες δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου- είναι να παίζει με το μυαλό του αναγνώστη. Έτσι κι εδώ, ως άλλος Άλαν Κόνγουεϊ (ο «φανταστικός» δημιουργός του Άττικους Πυντ), απολαμβάνει να αφήνει εδώ κι εκεί, καθ’ όλη την πλοκή, διάσπαρτα στοιχεία, κώδικες κι εσωτερικά αστεία που βοηθούν τον αναγνώστη να ολοκληρώσει το παζλ του αινίγματος, μετατρέποντάς τον ουσιαστικά κι εκείνον σε έναν ερασιτέχνη ντετέκτιβ. Κι αυτό είναι άλλη μία απόλαυση που προσφέρει η ανάγνωση ενός βιβλίου του συγκεκριμένου συγγραφέα – εκτός απ’ όλες τις άλλες! Ο τρόπος, δε, που γίνεται τελικά η σύνδεση ανάμεσα στις δύο ιστορίες και το πώς η μία συμπληρώνει την άλλη, απλώς αποδεικνύει για άλλη μια φορά το ταλέντο του Horowitz σε κάτι τέτοια! Για εμάς τους Έλληνες αναγνώστες, στα συν του βιβλίου περιλαμβάνονται οι αναφορές στα πανέμορφα τοπία του Αγίου Νικολάου, στην Κρήτη, αλλά και ο αφοπλιστικά ειλικρινής και ζεστός τρόπος που περιγράφονται οι άνθρωποί της, οι χαρακτήρες τους και ο τρόπος ζωής τους.
Δύο καλογραμμένες whodunit ιστορίες μυστηρίου στην τιμή της μίας, λοιπόν, και ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα από τον ταλαντούχο κύριο Horowitz. Καθηλωτικό, ευρηματικό και ιντριγκαδόρικα ενδιαφέρον, το βιβλίο αυτό υπόσχεται ένα ξεχωριστό αναγνωστικό ταξίδι, όπου η ανακάλυψη της αλήθειας θα αποδειχτεί γρίφος για πολύ δυνατούς λύτες!
0 Σχόλια