Μία φορά και ένα καιρό, σ’ ένα χρόνο μακρινό υπήρχε ένα μικρό χωριό. Ζεν το όνομά του και αυτό μικρό. Ήταν που λέτε το χωριό, απομακρυσμένο από τον πολιτισμό, κλεισμένο ολόγυρα από ψηλά βουνά και μόνο λίγες, μικρές διαδρομές δίνανε πρόσβαση σ’ αυτό. Αν έμενες εκεί, θα ήσουν γεωργός ή κτηνοτρόφος ή από τους λίγους σιδηρουργούς που είχε το χωριό. Τεχνολογία, όπως την ξέρουμε στις μέρες μας, δεν υπήρχε. Οι άνθρωποι του χωριού, οι οποίοι, παρεμπιπτόντως δεν πέρναγαν τους εφτακόσιους, ζούσαν ήρεμα και σε αρμονία μεταξύ τους. Είχαν αυτό που ζητούσαν. Ήταν χαρούμενοι και δημιουργικοί. Αν βρισκόσουν τυχαία εκεί, θα καθόσουν για λίγο, όχι πολύ, για 2 με 5 λεπτά μονάχα, στη κεντρική πλατεία του χωριού, το σημείο συνάντησης για τελετές και χορούς του τόπου. Αν κοιτούσες ψηλά θα έβλεπες ένα βουνό θεόρατο, ένα βουνό από χρώμα αύρας γαλήνιας και αίσθηση τερατώδους μεγαλοπρέπειας και σιγουριάς.
Αυτό το βουνό το είχαν ως ιερό, οι κάτοικοι του χωριού μας. Έβγαζαν ιστορίες για αυτό, για το τι υπάρχει μέσα στο βουνό, το σέβονταν και το εκτιμούσαν ως κάτι ιερό. Ήταν για τους κατοίκους του μικρού χωριού, καρπός θεϊκός.
Το βουνό με τα περίεργα χρώματα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των χωρικών πάντα, για να τους ευλογεί και να τους δίνει αγαθά και δώρα, ανταπόδοση προς τις θυσίες και στις τελετές που έκαναν προς τιμήν του, είχε 4 εκφραστές, 4 δράκους μοναδικούς. Δράκους ζοφερούς και γιγάντιους, με ουρές που κάλυπταν εκτάσεις τεράστιες, με αγκάθια γύρω γύρω ικανά να κόψουν και ουρανοξύστη σαν να ήταν βούτυρο για ποπ κορν, μάτια και ρουθούνια πίσσα στο μαύρο σκοτάδι και χάος που θα έκαναν και τον πιο γνωστό ημίθεο όλου του κόσμου να το βάλει στα πόδια. Τα στόματα τους, που ήταν και τα πιο τρομακτικά να τα βλέπεις, μεγάλα μπορούσαν να φάνε στη καθισιά τους ένα μεσαίου μεγέθους λοφίσκο χωρίς να βαρυστομαχιάσουν καθόλου. Τα φτερά τους, αν και μαλακά στην υφή, ήταν τόσο μεγάλα που έριχναν σε σκιά και την πρωτεύουσα της Κίνας, μη σας πω.
Οι 4 δράκοι ήταν μοναδικοί. Ο πιο μικρός, ο Ουσνίβ, ο πιο λογικός της παρέας (αν και λίγο συμφεροντολόγος εδώ που τα λέμε) είχε χρώμα καφέ σαν της γης το χώμα, το χρώμα του χώματος που έχει μέρες να ποτιστεί και να καρποφορήσει, το είδος του καφέ που υποσυνείδητα θες να το σκαλίσεις και να δεις τι κρύβει μέσα του. Σε αυτόν τον δράκο άρεσε να κατεβαίνει στις πεδιάδες και να τον χαϊδεύουν στην κοιλιά του τα μικρά φυτά και δέντρα, καθώς πετούσε από πάνω τους κοιτώντας πάντα συγκεκριμένα.
Ο αμέσως μεγαλύτερος, Άβις το όνομα του, βρυχούταν και έκπνεε ποσότητες φωτιάς ικανές να απανθρακώσουν ολόκληρο στόλο. Λεγόταν ότι έκαιγε το κακό και παλιό μέσα του αλλά και σε όσους ήταν γύρω του, για αυτό οι άνθρωποι τον είχαν για αγαπητό πλάσμα, όταν τον έβλεπαν. Τον θεωρούσαν μελλούμενο αλλαγής, εσωτερικής αλλαγής. Αυτός βρισκόταν συνήθως στο κέντρο του βουνού όπου η ζέστη τον ξεκούραζε. Εκεί περνούσε τις χαλαρές του ώρες. Το χρώμα του κόκκινο του ηλιοβασιλέματος, κόκκινο καλοκαιρινού απομεσήμερου έδινε την αίσθηση της ζεστασιάς και του φόβου του άγνωστου. Το κλίμα για αλλαγή.
Ο τρίτος σε σειρά ο Αμχάρβ, άσπρος σαν αγέρας πέρναγε πάνω από τις πόλεις, χωριά και έδινε ένα αγέρι, ένα αεράκι, ανακουφιστικό και δροσιστικό για τους ανθρώπους που το είχαν ανάγκη. Λένε ότι συχνά τον έβρισκες τα βράδια, να πετάει ψηλά και ένας ήχος σαν κλάμα να μαρτυράει την ελπίδα. Το χρώμα του άσπρο σαν άμφια πάπα, άσπρο σαν τη μνήμη που ανακαλείς από το γάλα το χλιαρό που σου έδινε η μαμά σου όταν ήσουν μικρός. Ίσα ίσα φαινόταν στο περιβάλλον, έπρεπε να το έχεις στο μυαλό σου για να τον δεις.
Ο μεγάλος, η γιαγιά της παρέας, Ιλάκ λεγόταν (ναι υπήρχε και γυναίκα δράκος, πώς θα διαιωνιζόταν αλλιώς η ισορροπία;), γαλάζιος με μεγάλα και τριχωτά σαν οδοστρωτήρες μουστάκια, φούσκωνε τα ποτάμια και έδινε νερό όπου χρειαζόταν, τάιζε τα δέντρα και τα φυτά, τους κάμπους και τους ανθρώπους με αυτό που είχαν περισσότερο ανάγκη. Το χρώμα του το γαλάζιο του ορίζοντα, σε μίξη με το μπλε του ωκεανού. Χρώμα που θες να είναι κοντά σου, να ξεκουράζει την όραση σου.
Οι μέρες περνούσαν, οι δράκοι μας αρέσκονταν στο να δέχονται δώρα και να ικανοποιούν προσδοκίες και ελπίδες, να βοηθούν στη ροή του χρόνου. Οι άνθρωποι του χωριού (ναι μην τους ξεχνάμε και αυτούς) τηρούσαν τις τελετές πιστά. Πήγαιναν δώρα στους δράκους, τους ευγνωμονούσαν για τα αγαθά που τους δίνουν απλόχερα, έκαναν τις απαιτούμενες θυσίες. Αυτά συνέβαιναν στο μικρό χωριό Ζεν, μέρα νύχτα, βράδυ πρωί. Οι δράκοι μας ευχαριστιόντουσαν τα δώρα που έπαιρναν ως έπαινο της εργασίας τους, φαγητά, πολύτιμα αγαθά και θυσίες. Έδιναν ότι μπορούσαν για να συνεχίσει να υπάρχει φυσική συνέχεια στον τόπο.
Μια μέρα όμως το συνηθισμένο για τους δράκους άλλαξε. Οι τελετές σταμάτησαν, τα όργανα των συχνών χορών στη κεντρική πλατεία σώπασαν, τα δώρα τελείωσαν να έρχονται, οι άνθρωποι δεν έδιναν πια σημασία στους δράκους. Οι Δράκοι απέμειναν μόνοι και έρημοι να ψάχνουν που πήγαν οι άνθρωποι. Τα πράγματα φαίνεται ότι δεν ήταν όπως πριν, είχαν αλλάξει. Λεγόταν πως πια οι άνθρωποι, είχαν αρχίσει να στηρίζονται στις δυνάμεις τους. Ο φόβος τους είχε διαφοροποιηθεί, η ανάγκη τους ικανοποιούταν από δικές τους πρωτοβουλίες και ενέργειες.
Είδαν την αλλαγή οι δράκοι στα άστρα, ένα βράδυ με ομίχλη σαν κουρτίνα από μετάξι, αλλά δεν το πίστεψαν, δεν ήθελαν να το πιστέψουν. Οι άνθρωποι να μη σέβονται πια τα μεγάλα θηρία και να μην περιμένουν από αυτούς την εύνοια τους; Αδύνατον. Το θεϊκό βουνό χάθηκε από τα μάτια τους, το χρώμα δεν τους εντυπωσιάζει πια; Δεν το πίστευαν ούτε όταν και ο τελευταίος άνθρωπος που πέρασε από το βουνό γέλασε κοιτάζοντας τους. Όχι για δώρα, όχι δεν πέρασε για αυτό, απλά για να δει τι υπάρχει εκεί. Απαθής με μάτια μισόκλειστα, σαν μετά από επιβεβαίωση ειρωνείας προς άλλους.
Χρόνια πέρασαν και οι δράκοι άρχισαν να γίνονται όλο και πιο γέροι, όλο και πιο νωχελικοί και να χάνουν τις δυνάμεις που είχαν. Το χρώμα τους έχασε τη χροιά του, τα αγκάθια τους έπεσαν, οι φωνές τους δεν είχαν πια τον τόνο ενός θηρίου αλλά περισσότερο τον τόνο μιας γάτας που έχει να φάει μέρες. Το βουνό έχασε την αύρα που είχε κάποτε, ο βρυχηθμός που ακουγόταν από το κέντρο του βουνού σώπασε.
Τότε ο κόκκινος, Ο Άβις, μια ηλιόλουστη μέρα, μια από τις αγαπημένες του μέρες, που έκαιγε το παλιό, μίλησε ίσως πρώτη φορά μετά από χρόνια, ίσως από τότε που δεν του άρεσε να καίει πράγματα και συνθήκες. Είπε ότι για να σωθούν και να συνεχίσουν έπρεπε να μεταμορφωθούν σε ένα σώμα, να γίνουν και αυτοί άνθρωποι. Ο Αμχάρβ αρνήθηκε, είπε όχι, πως είχε ελπίδα, ότι όπου να ναι οι άνθρωποι θα επέστρεφαν και αυτό που είχαν συνηθίσει θα συνεχιζόταν. Η γιαγιά, η Ιλάκ είπε πως ό,τι και να γινόταν θα της άρεσε, αρκεί να είναι σε σύνδεση με το χρόνο. Ο μικρός ο Ουσνίβ δεν άντεξε και έβαλε τα κλάματα, με μουρμουρητά και αναφιλητά για το άδικο αλλά και παράλληλα σωστό που έπρεπε να γίνει. Τόσο δυνατό ήταν το κλάμα του που λέγεται, ότι είχε ακουστεί σε όλο τον έως τότε γνωστό κόσμο.
Μετά από συζήτηση και διαλόγους ζωηρούς, μετά από πολλά χρόνια ανθρώπινου χρόνου, που στο Δρακικό χρόνο είναι μονάχα μία μέρα, αποφάσισαν.
Έβαλαν τα στοιχεία τους, ο καθένας αυτό που είχε στο κέντρο του (σε σχήμα σφαίρας ήταν) τη γη, τη φωτιά, το νερό ,τον αέρα, στην κορυφή του βουνού και περίμεναν. Κάποια γνώση, ποιος ξέρει από πού φερμένη, έλεγε ότι με αυτό τον τρόπο οι δράκοι θα γινόντουσαν άνθρωποι. Το ήξεραν και οι τέσσερεις. Κάποιος ή κάποια τους είχε βάλει αυτή τη γνώση πριν ακόμα γεννηθούν, πριν αποκτήσουν υπόσταση και κάρμα. Τα τελευταία τους λόγια φημολογείται ότι ανέφεραν ότι θα αλλάξουν, μιας και όλα στηρίζονται στο σχέδιο!
Αυτή είναι η ιστορία μας, η ιστορία των τεσσάρων δράκων, που άλλαξαν, επέμειναν να υπάρχουν, μπροστά στο άγνωστο, πέρα από την γνώση τους.
Αν πάρεις μια ανάσα, κλείσεις τα μάτια σου και αφεθείς, θα δεις τους τέσσερεις δράκους. Όχι με την κλασσική μορφή και όπως τους φαντάζεσαι. Θα δεις τα στοιχεία τους μέσα σου. Το σώμα σου θα το νοιώσεις ως μέρος, κομμάτι της γης. Το συναίσθημα και την φωνούλα μέσα σου, την ψυχή, ως φωτιά κάτι που αλλάζει μόνο εάν κάψεις το παλιό. Τον αέρα θα τον δεις ως πίστη και ελπίδα, πνεύμα. Την γιαγιά, τον τελευταίο δράκο, ως το δρόμο που τραβάς. Το μέσα και το έξω σου, το πώς αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου και τους γύρω σου, το περιβάλλον και πώς προχωράς παράλληλα με αυτό.
Το ποτάμι με την σταγόνα σου μέσα του, ποτέ δεν σταματά.
_
γράφει ο Σπύρος Αναστασόπουλος
Πολύ όμορφα και σταράτα λόγια Σπύρο!
Ελπίζω πολλοί άλλοι να αποφασίσουν να σταματήσουν 2 με 5 λεπτά στην πλατεία του όμορφου τούτου χωριού – κάτι θα κερδίσουν και αυτοί!