Το έργο Οἰδίπους τύραννος χαρακτηρίζεται αναλυτική τραγωδία, δηλαδή τα γεγονότα που κινούν τις εξελίξεις λαμβάνουν χώρα πριν από τα καταγεγραμμένα στο έργο. Πιστοποιείται η πυκνότητα και η ένταση στα συμβάντα, δραματουργική αριστοτεχνική δομή[1].
Ο Αριστοτέλης εξηγεί την πτώση του κεντρικού ήρωα ως απόρροια κάποιου σφάλματος που καταστρατηγεί το δίκαιο. Εξαρχής ο Οιδίπους δεν είναι φορέας της αρετής ή της δικαιοσύνης. Μετέπειτα το ηθικό ατόπημα του χαρακτηρίζεται νοησιακό (δηλαδή βασίζεται σε λάθος υπολογισμούς, πλανερές ενδείξεις κ.λπ.)[2]. Απολαμβάνει την επιτυχία, την καλή φήμη, αλλά από αβλεψία κατακρημνίζεται, πράγμα που προϋποθέτει ένα ηθικό βάρος.
Τειρεσίας
εἰπὼν ἄπειμ᾽ ὧν οὕνεκ᾽, ἦλθον, οὐ τὸ σὸν δείσας πρόσωπον• οὐ γὰρ ἔσθ᾽ ὅπου μ᾽ ὀλεῖς. λέγω δέ σοι• τὸν ἄνδρα τοῦτον, ὃν πάλαι ζητεῖς ἀπειλῶν κἀνακηρύσσων φόνον [450 ] τὸν Λαΐειον, οὗτός ἐστιν ἐνθάδε, ξένος λόγῳ μέτοικος, εἶτα δ᾽ ἐγγενὴς φανήσεται Θηβαῖος, οὐδ᾽ ἡσθήσεται τῇ ξυμφορᾷ• τυφλὸς γὰρ ἐκ δεδορκότος καὶ πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου ξένην ἔπι [455 ] σκήπτρῳ προδεικνὺς γαῖαν ἐμπορεύσεται. φανήσεται δὲ παισὶ τοῖς αὑτοῦ ξυνὼν ἀδελφὸς αὑτὸς καὶ πατήρ, κἀξ ἧς ἔφυ γυναικὸς υἱὸς καὶ πόσις, καὶ τοῦ πατρὸς ὁμόσπορός τε καὶ φονεύς. καὶ ταῦτ᾽ ἰὼν [460 ] εἴσω λογίζου• κἂν λάβῃς ἐψευσμένον, φάσκειν ἔμ᾽ ἤδη μαντικῇ μηδὲν φρονεῖν. | Τειρεσίας
Θα φύγω, αφού πω εκείνα, για τα οποία ήρθα, χωρίς τη δική σου παρουσία να φοβηθώ˙ γιατί σε καμιά περίπτωση δε θα μπορέσεις να με βλάψεις. Λέω λοιπόν σε σένα˙ τον άντρα αυτόν, τον οποίο από παλιά αναζητάς με απειλές και προκηρύξεις για το φόνο [450] του Λάιου, αυτός βρίσκεται εδώ. Σύμφωνα με τις φήμες, ξένος μέτοικος, έπειτα όμως ντόπιος θ’ αποκαλυφθεί Θηβαίος, ούτε θα χαρεί με τη συγκυρία˙ γιατί τυφλός, από κει που έβλεπε καλά και φτωχός αντί για πλούσιος σε ξένη χώρα [455] θα πορευτεί δείχνοντας στον εαυτό του το δρόμο με το μπαστούνι. Θα φανεί βέβαια ότι ζει με τα δικά του παιδιά αδερφός (όντας) και πατέρας και της γυναίκας απ’ την οποία γεννήθηκε γιος και σύζυγος και του πατέρα του και άντρας της ίδιας γυναίκας και φονιάς του. Κι αυτά [460] μπαίνοντας στο παλάτι σου, σκέψου τα˙ κι αν με πιάσεις να ‘χω κάνει λάθος, ν λες τότε ότι εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα από μαντική. |
Χορός τίς ὅντιν᾽ ἁ θεσπιέπεια δελφὶς εἶπε πέτρα ἄῤῥητ᾽ ἀῤῥήτων τελέσαντα φοινίαισι χερσίν; [465 ] ὥρα νιν ἀελλάδων ἵππων σθεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν. ἔνοπλος γὰρ ἐπ᾽ αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, [470 ] δειναὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι ἔλαμψε γὰρ τοῦ νιφόεντος ἀρτίως φανεῖσα φάμα Παρνασοῦ τὸν ἄδηλον ἄνδρα πάντ᾽ ἰχνεύειν. φοιτᾷ γὰρ ὑπ᾽ ἀγρίαν [475 ] ὕλαν ἀνά τ᾽ ἄντρα καὶ πέτρας ἰσόταυρος μέλεος μελέῳ ποδὶ χηρεύων, τὰ μεσόμφαλα γᾶς ἀπονοσφίζων [480 ] μαντεῖα• τὰ δ᾽ ἀεὶ ζῶντα περιποτᾶται. δεινὰ μὲν οὖν, δεινὰ ταράσσει σοφὸς οἰωνοθέτας οὔτε δοκοῦντ᾽ οὔτ᾽ ἀποφάσκονθ᾽• ὅ τι λέξω δ᾽ ἀπορῶ. [485 ] πέτομαι δ᾽ ἐλπίσιν οὔτ᾽, ἐνθάδ᾽ ὁρῶν οὔτ᾽ ὀπίσω. τί γὰρ ἢ Λαβδακίδαις ἢ τῷ Πολύβου νεῖκος ἔκειτ᾽, οὔτε πάροιθέν ποτ᾽ ἔγωγ᾽ [490 ] ἔμαθον, πρὸς ὅτου δὴ βασανίζων βασάνῳ ἐπὶ τὰν ἐπίδαμον φάτιν εἶμ᾽ Οἰδιπόδα Λαβδακίδαις ἐπίκουρος ἀδήλων θανάτων. [495 ] ἀλλ᾽ ὁ μὲν οὖν Ζεὺς ὅ τ᾽ Ἀπόλλων ξυνετοὶ καὶ τὰ βροτῶν εἰδότες• ἀνδρῶν δ᾽ ὅτι μάντις πλέον ἢ ᾽γὼ φέρεται, [500 ] κρίσις οὔκ ἔστιν ἀλαθής• σοφίᾳ δ᾽ ἂν σοφίαν παραμείψειεν ἀνήρ. ἀλλ᾽ οὔποτ᾽ ἔγωγ᾽ ἄν, πρὶν ἴδοιμ᾽ ὀρθὸν ἔπος, μεμφομένων ἂν καταφαίην. [505 ] φανερὰ γὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ, πτερόεσσ᾽ ἦλθε κόρα ποτέ, καὶ σοφὸς ὤφθη βασάνῳ θ᾽ ἁδύπολις τῷ ἀπ᾽ ἐμᾶς [510 ] φρενὸς οὔποτ᾽ ὀφλήσει κακίαν. | Χορός Ποιος είναι αυτός που είπε ότι ο προφητικός βράχος των Δελφών έκανε με φονικό χέρι ανήκουστα κακά; [465] Είναι καιρός αυτός ταχύτερα απ’ τα γρήγορα άλογα να φύγει γοργά. Γιατί ένοπλος του ορμά με φωτιά και αστραπές του Δία ο γιος, [470] και φοβερά συνάμα τον ακολουθούν οι Ερινύες χωρίς έλεος˙ γιατί καθώς πριν λίγο φάνηκε, έλαμψε του χιονισμένου Παρνασσού ο χρησμός να κυνηγούν όλοι τον άφαντο άντρα. Γιατί βρίσκεται κοντά στα άγρια [475] δάση στις σπηλιές και τα βράχια σαν ταύρος με τα δύστυχα πόδια του τριγυρνώντας, επιζητώντας του κέντρου της γης ν’ αποφύγει [480] τους χρησμούς˙ αλλά αυτοί πάντοτε φτερουγίζουν ζωντανοί. Τον ταράζει με φοβερές λοιπόν, φοβερές σκέψεις ο σοφός οιωνοσκόπος ούτε πιθανές ούτε απίθανες˙ δεν ξέρω τι να πω. [485] σχηματίζω ελπίδες, γιατί δεν βλέπω ούτε το τώρα ούτε το πριν. Γιατί ποια έχθρα υπήρχε ανάμεσα στους Λαβδακίδες ή στο παιδί του Πολύβου έπειτα ούτε παλιά ούτε τώρα έμαθα, [490] απ’ όπου ξεκινώντας και πιστεύοντας να πάω ενάντια στην καθολική φήμη του Οιδίποδα εκδικητή του μυστήριου θανάτου του Λάιου. [495] Αλλά ο Δίας κι ο Απόλλωνας είναι συνετοί και τα ανθρώπινα γνωρίζουν˙ όμως ότι μες στους ανθ΄ρπωους ξέρει περισσότερα απ’ το μάντη [500] δεν είναι άποψη αληθής˙ διότι με τη σοφία του τη σοφία ενός άλλου θα ξεπερνούσε ένας άνθρωπος. Εντούτοις ποτέ εγώ, πριν δω τον αληθινό λόγο, δε θα συμφωνήσω με όσους τον κατηγορούν. [505] Διότι φανερά εναντίον του ήρθε η φτερωτή κόρη κάποτε κι αποδείχτηκε σοφός και αγαθός στην πόλη μας [510] και ποτέ στο μυαλό μου κακός δε θα είναι. |
Κρέων ἄνδρες πολῖται, δείν᾽ ἔπη πεπυσμένος κατηγορεῖν μου τὸν τύραννον Οἰδίπουν, πάρειμ᾽ ἀτλητῶν. εἰ γὰρ ἐν ταῖς ξυμφοραῖς [515] ταῖς νῦν νομίζει πρός γ᾽ ἐμοῦ πεπονθέναι λόγοισιν εἴτ᾽ ἔργοισιν εἰς βλάβην φέρον, οὔτοι βίου μοι τοῦ μακραίωνος πόθος, φέροντι τήνδε βάξιν. οὐ γὰρ εἰς ἁπλοῦν ἡ ζημία μοι τοῦ λόγου τούτου φέρει, [520] ἀλλ᾽ ἐς μέγιστον, εἰ κακὸς μὲν ἐν πόλει, κακὸς δὲ πρὸς σοῦ καὶ φίλων κεκλήσομαι. | Κρέων Άντρες πολίτες, μόλις έμαθα ότι με κακά λόγια με κατηγορεί ο βασιλιάς Οιδίποδας, ήρθα εδώ, αφού δεν το αντέχω˙ γιατί αν μες στις συμφορές [515] τις τωρινές νομίζει πως κάτι έπαθε από μένα με τα λόγια ή τα έργα που προκαλεί τη ζημιά του, ούτε υπάρχει σε μένα επιθυμία για μακρόχρονη ζωή, αφού θα έχω το βάρος αυτής της κατηγορίας. Γιατί όχι μικρή ζημιά προκαλέι αυτός ο λόγος, [520] αλλά πολύ μεγάλη, αν κακός μπροστά στους πολίτες, κακός από σένα και τους φίλους θα ονομάζομαι. |
Χορός ἀλλ᾽ ἦλθε μὲν δὴ τοῦτο τοὔνειδος τάχ᾽ ἂν ὀργῇ βιασθὲν μᾶλλον ἢ γνώμῃ φρενῶν. | Χορός Αλλά προκλήθηκε αυτή η κατηγορία βέβαια περισσότερο από οργή παρά από λογική πεποίθηση. |
Κρέων τοὔπος δ᾽ ἐφάνθη, ταῖς ἐμαῖς γνώμαις ὅτι [525] πεισθεὶς ὁ μάντις τοὺς λόγους ψευδεῖς λέγοι; | Κρέων Και ο λόγος ειπώθηκε ότι αφού πείστηκε στις δικές μου [525] απόψεις ο μάντης, ψευδολογεί. |
Χορός ηὐδᾶτο μὲν τάδ᾽, οἶδα δ᾽ οὐ γνώμῃ τίνι. | Χορός Λέγονταν βέβαια κι αυτά, αλλά δεν ξέρω με ποια στόχευση. |
Κρέων ἐξ ὀμμάτων δ᾽ ὀρθῶν τε κἀξ ὀρθῆς φρενὸς κατηγορεῖτο τοὐπίκλημα τοῦτό μου; | Κρέων Με ανοιχτά μάτια όμως και με ορθή σκέψη διατυπώνονταν εναντίον μου κι αυτή η κατηγορία; |
Χορός οὐκ οἶδ᾽· ἃ γὰρ δρῶσ᾽, οἱ κρατοῦντες οὐχ ὁρῶ. [530] αὐτὸς δ᾽ ὅδ᾽ ἤδη δωμάτων ἔξω περᾷ. | Χορός οὐκ οἶδ᾽· ἃ γὰρ δρῶσ᾽, οἱ κρατοῦντες οὐχ ὁρῶ. [530] αὐτὸς δ᾽ ὅδ᾽ ἤδη δωμάτων ἔξω περᾷ. |
[1] AlbinLesky, «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας», όπ. π
[2] «Περί ποιητικής Αριστοτέλης», μετάφραση Σίμος Μενάρδος, επιμέλεια Ιωάννης Συκουτρής, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1999
0 Σχόλια