–
γράφει η Ανθή Λεκάτη
–
Είναι ορισμένα βιβλία που ανοίγουν ένα παράθυρο στο μυαλό, από αυτά που μας κάνουν να βλέπουμε κάπως αλλιώς τον κόσμο, μας προσφέρουν κάτι τις παραπάνω σε σχέση με όσα γνωρίζαμε ή μια διαφορετική προσέγγιση των δεδομένων της ζωής μας και είναι πραγματικά ευτύχημα όταν τέτοιου είδους βιβλία πέφτουν στα χέρια μας, όπως αυτό του Άνταμ Τζόνσον. Η ιστορία διαδραματίζεται στην Βόρεια Κορέα. Όλοι γνωρίζουμε τη Βόρεια Κορέα σαν χώρα. Τι άλλο όμως γνωρίζουμε γι’ αυτήν, πέρα από το πού πέφτει στον χάρτη και τον ηγέτη της; Ποιος γνωρίζει τις συνθήκες ζωής των κατοίκων της; Την καθημερινότητά τους; Ποιος μπορεί να διηγηθεί μια ιστορία που αφορά έναν Βορειοκορεάτη ή κάτι που να σχετίζεται με τα έθιμα αυτού του λαού; Μάλλον κανείς από εμάς. Αυτή η χώρα είναι ένα μυστήριο, του οποίου σημαντικές πτυχές έρχεται να φωτίσει αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο βραβευμένο δικαίως με Πούλιτζερ το 2013, δημιούργημα ενός συγγραφέα που όχι μόνο έκανε ενδελεχή έρευνα πριν ξεκινήσει να γράψει, αλλά κατάφερε να επισκεφτεί τη χώρα με ειδική άδεια και να δει- έστω στο βαθμό που του επέτρεψαν- τι σημαίνει να είσαι πολίτης της Βόρειας Κορέας. Όπως αναφέρει ο ίδιος σε συνέντευξη σε ελληνική εφημερίδα ««Η έρευνα που έκανα ήταν εκτεταμένη, παρά τη δυσκολία πρόσβασης σε ασφαλείς πληροφορίες. Θέλω να πω, τα ελάχιστα που επινόησα, τα θυμάμαι ακόμη ένα-ένα»[1].
Ο ήρωας, ο Πακ Τζουν Ντο, ξεκινά από μικρός τη ζωή του κουβαλώντας ένα στίγμα που στη Β. Κορέα θεωρείται ανεξίτηλο: είναι μεγαλωμένος σε στρατόπεδο εργασίας για ορφανά παιδιά- χωρίς όμως ο ίδιος να είναι ορφανός. Ο πατέρας του ήταν ο αφέντης των ορφανών και επειδή η μητέρα του είχε εξαφανιστεί, ο Τζουν Ντο μεγάλωσε μαζί τους σε συνθήκες εξαθλίωσης και κακουχίας. Η ζωή του ξεκινά με μια παρανόηση και τελειώνει με άλλη μία: ο Τζουν Ντο δεν ήταν ποτέ αυτό που οι άλλοι πίστευαν γι’ αυτόν. Παρ’ όλα αυτά, τούτο το γεγονός σε συνδυασμό με την ευστροφία που διαθέτει τον βοηθούν να ανταπεξέλθει στις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες που συναντά στο δρόμο του εκμεταλλευόμενος τις ευκαιρίες που σε καμία περίπτωση κανείς δεν πρέπει να αφήνει ανεκμετάλλευτες αν θέλει να επιβιώσει σ’ εκείνο το σημείο του πλανήτη. Έτσι, το ταξίδι του ήρωα ξεκινά από τα σκοτεινά υπόγεια τούνελ της χώρας όπου εκπαιδεύεται σε μάχες σώμα με σώμα σε συνθήκες πλήρους σκότους, εκπαιδεύεται στο να αντέχει τον απόλυτο πόνο, εκπαιδεύεται στο να κάνει απαγωγές, εκπαιδεύεται στις ξένες γλώσσες, τον τοποθετούν σ’ ένα ψαροκάικο για να κάνει υποκλοπές στρατιωτικών μεταδόσεων, καταλήγει σε μια φυλακή κόλαση και καταφέρνει όχι μόνο να αποδράσει αλλά και να φτάσει στα ανώτερα κυβερνητικά κλιμάκια υποδυόμενος κάποιον άλλον, τον σύζυγο της γυναίκας που αγαπά, της Ήλιου Σελήνης, για την οποία θα κάνει τη μεγαλύτερη θυσία που μπορεί να κάνει άνθρωπος.
Η ιδέα που διαπερνά όλη την ιστορία είναι υπέροχα ρομαντική, όμως είναι απόλυτα καμουφλαρισμένη από σκηνές σκληρότητας και απανθρωπιάς, που απορρέουν από μια πραγματικά βάναυση καθημερινότητα γεμάτη από πείνα, εξαφανίσεις και δολοφονίες ανθρώπων, αυταρχικότητα, διαφθορά, από μία διαρκή αίσθηση εγκλωβισμού και τρόμου που παραμονεύει σε κάθε κίνηση οποιουδήποτε ατόμου. Κανείς ποτέ δεν είναι ασφαλής. Αναφέρει στην ίδια συνέντευξη «Η χώρα αυτή μ’ έκανε να συλλογιστώ τι σημαίνει να ζεις (με επιθυμίες, με αυτονομία) και τι σημαίνει απλώς να επιβιώνεις. Εκεί δεν υπάρχει επιλογή»[2]. Διαβάζοντας το βιβλίο πραγματικά μεταφερόμαστε σε μια δυστοπία που ο ίδιος είδε, διάβασε ή φαντάστηκε, σε σκηνές κωμικές, τραγικές, θρίλερ, μυστηρίου, ρεαλιστικές αλλά και σουρεαλιστικές, μέσα από μια γραφή που δεν ακολουθεί τα παραδοσιακά πρότυπα αφήγησης και αυτό είναι ένα στοιχείο που προσδίδει ακόμα ένα πρόσθετο ενδιαφέρον στο βιβλίο. Η αφήγηση ξεκινά τριτοπρόσωπη, στη συνέχεια όμως συμβαίνουν εναλλαγές από τριτοπρόσωπη σε πρωτοπρόσωπη με παράλληλες εναλλαγές στην οπτική γωνία αλλά και στην ταυτότητα του αφηγητή, ενώ ο συγγραφέας παίζει με τη ροή του χρόνου αλλάζοντας παράλληλα την αφηγηματική φωνή. Και όλο αυτό συμβαίνει όμορφα, φυσικά, χωρίς καμία δυσανασχέτηση ως προς το ρυθμός της ανάγνωσης.
Το βιβλίο αυτό, όπως κι αν το δει κανείς, είτε σαν μια ακτινογραφία ενός απομονωμένου έθνους είτε σαν μια συναρπαστική περιπέτεια είτε σαν πολιτικό θρίλερ είτε σαν μια ιστορία αγάπης ή επιβίωσης, αξίζει κάθε λεπτό ανάγνωσης.
____
[1] Το Βήμα, 19.12.21
[2] Το Βήμα, 19.12.21
0 Σχόλια