Μια τεράστια έρημος κάλυπτε έκταση χιλιάδων στρεμμάτων από καυτό έδαφος σπαρμένο με βράχους, αραιούς θάμνους, κάκτους, φίδια, σκορπιούς, σκασμένο εδώ κι εκεί, που αντανακλούσε όλη την ημέρα το ανελέητο φεγγοβόλημα του φλογερού ήλιου.
Ένας άνθρωπος, μοναχός, να δημιουργεί τον κόσμο από την αρχή, πρώτα μέσα του και ύστερα γύρω του. Το σπίτι του, τα αγαθά του, τα λιγοστά ζώα του, τα εργαλεία του, λίγα βιβλία, η απέραντη έρημος κι αυτός. Τίποτε άλλο.
Ήταν εκεί από πάντα, για χρόνια, μήνες, μέρες δεν είχε σημασία. Τι νόημα έχει το πέρασμα του χρόνου, το παρελθόν, το μέλλον; Στον ύπνο του έβλεπε όνειρα που τον ταξίδευαν σ’ όλο τον κόσμο, αλλά τα απόδιωχνε γιατί δεν είχε ανάγκη διαφυγής. Το πρόσωπο του, τα χέρια του, το κορμί του πήραν το χρώμα της ερήμου, οι ήχοι της έγιναν η φωνή του και η σοφία της έγινε η γνώση του.
Μερικοί ταξιδευτές ξαποστένανε στο σπιτικό του, αλλά δεν τους ανεχόταν για πάνω από μερικές ημέρες. Του έφερναν ειδήσεις από τον κόσμο πέρα από την έρημο, όμως δεν τον ενδιέφεραν. Τον ρωτούσαν γεμάτοι έκπληξη πως κατάφερνε να ζει μονάχος του και αυτός μειδίαζε και σιωπούσε.
Οι αντικατοπτρισμοί πάνω στην καυτή άμμο του φανέρωναν όλα όσα ποθούσε, γυναίκες, πλούτη, παλάτια για να τον κολάσει. Τον δοκίμαζε η έρημος καθημερινά με τα τερτίπια της, μα αυτός αντί να λυγίζει θέριευε, όπως θεριεύει η φωτιά όταν την αναδεύεις με τη μασιά.
Ήταν πολυεκατομμυριούχος συγγραφέας με εκατομμύρια θαυμαστές σε όλο τον κόσμο. Πολύ πιθανόν να του απένειμαν το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αν απέκρυβε από τον εαυτό του ότι δεν ήταν ο εαυτός του για πολύ, πολύ καιρό.
_
γράφει ο Αδαμάντιος Τσακαλούδης
0 Σχόλια