Κάθε έργο του είναι ένα ταξίδι στο παρελθόν και την ιστορία!
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε;
Η γραφή είναι μια ανάγκη για επικοινωνία. Να μοιραστείς σκέψεις και συναισθήματα με τους άλλους. Όσο κι αν η διαδικασία της γραφής χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια, από ενδοσκόπηση κι επεξεργασία των εμπειριών και των βιωμάτων, ο τελικός στόχος είναι εξωστρεφής. Μέσα στην ίδια τη γραφή υπάρχουν σπέρματα μιας αρχέγονης ανάγκης για συνάντηση με μια συλλογικότητα. Την ομάδα.
Η προσωπική μου σχέση με τη γραφή πήρε δυο μορφές. Η πρώτη είναι επιστημονική, με μελέτες και δημοσιεύσεις για τον λαϊκό πολιτισμό. Η δεύτερη μορφή είναι η λογοτεχνική, που συστηματοποιήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, που είχε ως αποτέλεσμα να εκδοθεί η πρώτη μου λογοτεχνική απόπειρα, μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Το βλέμμα στον τοίχο με τη μαντανία»(Ελληνικά Γράμματα 2001). Η συλλογή φέρει τον τίτλο του πρώτου διηγήματος που έγραψα. Ήταν μια απάντηση στο ερώτημα που με βασάνιζε τόσο προσωπικά όσο και επιστημονικά. Ποιος γράφει ιστορία; Οι οργανωμένες ομάδες; Τι γίνεται με τα άτομα που δεν ανήκουν σ’ αυτές; Συμμετέχουν στην ιστορική διαδικασία; Μήπως αποκλείονται; Πρόκειται για ένα διαχρονικό ερώτημα, που για μένα είχε και προσωπικά χαρακτηριστικά. Ο παππούς μου Σπύρος Σούλτης, από τη μεριά της μάνας μου, σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα στο Συρράκο Ιωαννίνων, τον Σεπτέμβριο του 1944. Βρέθηκε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά, στις προ-εμφύλιες συγκρούσεις ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ. Λίγη σημασία έχει σε ποιον ανήκε η σφαίρα. Αυτό που απασχολούσε εμένα ήταν ο αποκλεισμός του παππού -και όχι μόνο- από τις αναμνηστικές στήλες όσων σκοτώθηκαν στη δεκαετία του 1940, την κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο. Γιατί; Αυτή η απορία αποτελεί την αφορμή να γράψω λογοτεχνία, που με βοηθάει να μοιραστώ, πιο ελεύθερα, σκέψεις και προβληματισμούς. Τα λόγια που λέει ο νεκρός παππούς στον ήρωα-εγγονό του συνοψίζουν αυτή την πορεία. «Σε περίμενα χρόνια, γιε μου. Το ‘ξερα πως θα ‘ρθεις. Σε περίμενα από τότε που άδειασε το χωριό. Όλοι ρίξανε μαύρη πέτρα πίσω. Αφήσανε το βουνό. Πήγαν στον κάμπο. Έμεινα μόνος μου. Ρήμαξαν οι στράτες. Η μάνα μου σκάλωσε στον κάμπο. Μόνο λίγοι τσομπαναραίοι ανέβαιναν. Μ’ αυτούς δε μπορούσα να πω τίποτε. Ξένο αίμα. Σε περίμενα. Ήξερα πως θα ψάξεις. Άργησες. Δε σε κακίζω. Δεν ήταν ο καιρός έτοιμος. Στον κάμπο γινόταν αγώνας για ρίζωμα. Μα και δε χωρούσε ο δικός μου καημός. Στην αρχή, λούφαξε η μια πλευρά. Δε μιλούσε. Αργότερα, χωρίστηκαν σε δύο μπουλούκια. Δεν ήταν χώρος για μένα. Κάθε μπουλούκι είχε τους δικούς του πεθαμένους»
Τι ήταν εκείνο που σας ενέπνευσε να γράψετε το τελευταίο σας βιβλίο;
«Οι τελευταίες πεντάρες», το καινούριο μου μυθιστόρημα είναι το πέμπτο μου λογοτεχνικό βιβλίο, το τέταρτο μυθιστόρημα. Ως γεγονός αφορμή είναι η εκτέλεση δεκατεσσάρων μελών της υποδειγματικής ΕΠΟΝ στη θέση Πραργινόσκαλα της Πρέβεζας (συνολικά 48 πολιτών), τον Σεπτέμβριο του 1944, αμέσως μετά την απελευθέρωση από τη ναζιστική κατοχή. Ένα τραγικό γεγονός που οφείλεται στα πάθη και τον φανατισμό αλλά και στην ανάγκη εξουσίας και ελέγχου από δυνάμεις επικυριαρχίας. Συγκρούστηκαν οι δυο βασικές αντιστασιακές ομάδες στην Κατοχή, ο ΕΔΕΣ και Ο ΕΛΑΣ/ΕΑΜ.
Η εκτέλεση άφησε ένα βαθύ τραύμα στην πόλη, ενώ ευθύνεται και για τον αιματηρό κύκλο της βίας που άνοιξε και συνεχίστηκε με τα γεγονότα στο Νταλαμάνι, τον Ιανουάριο του 1944. Το σημαντικότερο είναι ότι δίχασε την πόλη και έριξε τη σκιά του φόβου, που οδήγησε πολλούς πολίτες να αναζητήσουν την τύχη τους στην Αθήνα κι αλλαχού.
Σ’ αυτό το πνεύμα, το μυθιστόρημα έχει ως αφετηρία τα γεγονότα της Παργινόσκαλας αλλά δεν είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Στο επίκεντρο της αφηγηματικής μυθοπλασίας βρίσκεται το διαχρονικό και παγκόσμιο ερώτημα της βίας, ιδίως της εμφύλιας βίας, που έχει αποτελέσει τον άξονα πολλών αφηγήσεων, λογοτεχνικών και μη. Στόχος του μυθιστορήματος είναι να χρησιμοποιήσει το ιστορικό γεγονός, γενικότερα τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, ως το αμνιακό υγρό που θα φιλοξενήσει τη μυθοπλασία. Οι ήρωες δημιουργούνται με ιστορικά υλικά της περιόδου, χωρίς όμως να αναπαριστούν πραγματικούς συμμετέχοντες. Είναι μια ιστορία για την αλόγιστη βία, για τα πάθη, για έρωτες που πληγώνουν, για σχέσεις που θρυμματίζονται, για μια πόλη που έπαιζε κρυφτούλι με τις ενοχές της. Για όλη την ελληνική περιφέρεια που τα εμφύλια πάθη τη βύθισαν σε μια ενδοστρεφή περιδίνηση. Η ερήμωση της περιφέρειας, εκτός των άλλων, οφείλεται και σ’ αυτά τα πάθη.
Όμως, το μυθιστόρημα δεν έχει στόχο να υπομνήσει οικεία κακά. Δεν συμφωνώ με τους Αθηναίους, που επέβαλαν το 493 π.χ. χρηματικό πρόστιμο χιλίων δραχμών στον τραγικό ποιητή Φρύνιχο (εζημίωσαν Φρύνιχον χιλίαις δραχμαίς ως αναμιμνήσαντα οικεία κακά), που ανέβασε στην αρχαία Αθήνα την τραγωδία «Μιλήτου άλωσις»- αλλά και απαγόρευσαν να ξαναπαιχτεί η τραγωδία ή ακόμη και να γίνεται αναφορά στα όσα υπέστη η πολύπαθη Μίλητος από τους Πέρσες. Μηκέτι μηδένα χρήσθαι τούτω τω δράματι (Κανένας να μη χρησιμοποιήσει αυτό το δράμα), αναφέρει επί λέξει ο Ηρόδοτος που διασώζει το γεγονός. Η δική μου άποψη είναι στην αντίθετη κατεύθυνση. Έχει χρέος η λογοτεχνία να μιλάει για τα ανθρώπινα πάθη. Έχει τον τρόπο να ανοίξει την ψυχή των ανθρώπων. Να τους συμφιλιώσει με τις πληγές.
Τι σημαίνει για εσάς έμπνευση;
Προφανώς, δεν συμφωνώ με τη ρομαντική άποψη που θέλει τον δημιουργό απομονωμένο σ’ έναν χώρο, να ξενυχτάει περιμένοντας την πολυπόθητη ιδέα. Την έμπνευση. Αυτή η άποψη έχει μια μεταφυσικότητα. Για μένα η έμπνευση είναι η δυνατότητα να επεξεργάζεσαι τις εμπειρίες και τα δεδομένα. Είναι το φίλτρο εκείνο που έχουν οι δημιουργοί, που τους επιτρέπει να βλέπουν πίσω από όσα οι άλλοι παρατηρούν. Όμως, αν αυτό θεωρηθεί έμπνευση, τότε η έμπνευση είναι μια επίπονη διεργασία. Προϋποθέτει σκληρή δουλειά. Διάβασμα και όξυνση της παρατήρησης. Χωρίς αυτά η έμπνευση θα χάσει τον δρόμο της. Το γράψιμο είναι μαραθώνιος, που έχει ανάγκη από καθημερινό διάβασμα, άσκηση στη γραφή και ευαισθητοποίηση όλων των αισθήσεων. Η έμπνευση, δηλαδή, η ιδέα, έρχεται εκεί που καλλιεργείται το έδαφος. Εκεί που υπάρχουν τα εργαλεία.
Ποιο στοιχείο του χαρακτήρα σας δυσκολεύει τη γραφή σας;
Είναι ένα ερώτημα, που με αιφνιδιάζει. Όμως, εσάς ευχαριστώ, γιατί μου δίνετε την ευκαιρία να ψάξω μέσα μου. Αυτό, λοιπόν, που μπορώ να καταθέσω ως ‘αδυναμία’ είναι πως δεν ακολουθώ ένα εκ των προτέρων συνταγμένο σχέδιο στη γραφή. Με παρασύρει η αφήγηση και συχνά η κατεύθυνση που παίρνει η ιστορία και οι ήρωες αλλάζουν σε σχέση με όσα είχα προγραμματίσει. Παρόλο που προετοιμάζω εξαντλητικά την συγγραφή ενός μυθιστορήματος, δεν είμαι πειθαρχημένος όταν αρχίζω να γράφω. Κατά κανόνα, κρατώ ένα περίγραμμα και από εκεί και πέρα αφήνομαι στο ένστικτο και στην παρόρμηση της στιγμής. Δεν μετανιώνω γι’ αυτό. Θεωρώ πως δίνει νόημα στη διαδικασία της γραφής και την καθιστά πιο απρόβλεπτη.
Ένα άλλο γνώρισμα που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε αδυναμία είναι η επιστημονική μου ιδιότητα. Ασχολούμαι επιστημονικά με παρόμοια ζητήματα κι αυτό μπορεί να με παρασύρει σε μια επιστημονικοφανή προσέγγιση της λογοτεχνίας. Για το λόγο αυτό είμαι σε διαρκή εγρήγορση στη διάρκεια της συγγραφής. Υπάρχει ένας συνεχής αναστοχασμός, που με προστατεύει από μια τέτοιου τύπου διολίσθηση. Έχω μια βασική αρχή, που δεν την ξεχνάω ποτέ όταν γράφω. Ο λογοτέχνης και ο επιστήμονας εργάζονται πάνω σ’ έναν πάγκο. Η διαφορά βρίσκεται στον τρόπο. Ο επιστήμονας τοποθετεί όλα τα εργαλεία του πάνω στον πάγκο. Έχει ως βασική αρχή την απόδειξη. Το υλικό πρέπει να τεκμηριωθεί με επιστημονικά επιχειρήματα. Ο λογοτέχνης δεν έχει τέτοιες δεσμεύσεις. Εργάζεται με τα εργαλεία του κάτω από τον πάγκο. Η έγνοια του είναι να δημιουργήσει μια πειστική ιστορία. Δεν έχει σημασία αν είναι αληθινή ή όχι. Έτσι κι αλλιώς, κάθε ιστορία αποκτά μορφοποιείται μυθοπλαστικά στο εργαστήρι του συγγραφέα.
Ποια μοίρα ελπίζετε για το βιβλίο σας;
Επιθυμία κάθε δημιουργού είναι να αγαπηθεί από τους αναγνώστες. Να διαβαστεί. Να τους συνοδεύσει και μετά το διάβασμα. Να δώσει τροφή για συναισθήματα και προβληματισμούς. Αν μάλιστα καταφέρει να συγκινήσει τους νεότερους, τότε θα ήταν μια ακόμη ικανοποίηση. Όμως, η λογοτεχνία είναι ένας μαραθωνοδρόμος. Χρειάζεται χρόνο. Μένει και ως κατάθεση για τις επόμενες γενιές.
Έχετε συγκινηθεί με ένα βιβλίο που έχετε διαβάσει;
Πολλά είναι τα βιβλία, που με ξεσήκωσαν. Που με συντρόφευσαν και στα οποία επιστρέφω συχνά. Η λογοτεχνική παραγωγή είναι τεράστια, με λογοτεχνήματα που έχουν σημαδέψει την πορεία της τέχνης και του πολιτισμού. Όμως, θα ήθελα να σταθώ σε δυο διηγηματογράφους, που έχουν χαρακτηρίζονται από δεινότητα στην αφηγηματική τους περιγραφή αλλά και στην σκιαγράφηση των ανθρώπινων χαρακτήρων. Είναι ο Βιζυηνός που τα διηγήματά του είναι διαμάντια, τα οποία είναι αδύνατο να σ’ αφήσουν ασυγκίνητο. Το αμάρτημα της μητρός μου συγκλονίζει με την τραγικότητα της ηρωίδας αλλά και με την αφηγηματική τρυφερότητα του συγγραφέα. Ο άλλος διηγηματογράφος είναι ο Παπαδιαμάντης. Αξεπέραστος. Η αφηγηματική του γραφίδα μπαίνει βαθιά και δεν μπορεί να μην συγκινήσει. Η Φραγκογιαννού ως ηρωίδα θυμίζει τη Μήδεια. Η φόνισσα είναι από κορυφαία δείγματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ποια είναι η αγαπημένη σας φράση;
Όλες οι επιλογές πληρώνονται. Νομίζω πως μπορεί να βοηθήσει όλους μας, νεότερους και παλαιότερους. Ζούμε σε μια εποχή που αποθεώνει την εύκολη επιτυχία. Τις δημόσιες σχέσεις. Αυτά είναι πρόσκαιρα. Η πλασματική επιτυχία εξατμίζεται. Στην ιστορία της λογοτεχνίας είναι πολλά τα παραδείγματα που στηρίχτηκαν σε διάφορες πλάτες , για να ξεχωρίσουν. Για να πάρουν κάποιο βραβείο. Μάταιος κόπος. Τους παρέσυρε στη λήθη η νεροσυρμή του χρόνου. Κάνουμε το λάθος να πιστεύουμε πως η πορεία όσων κάνουμε σταματάει στα όρια του βιολογικού μας χρόνου. Δύσκολος δρόμος. Ο καθένας επιλέγει.
Για ποιο λόγο θα σταματούσατε να γράφετε;
Δεν είμαι άνθρωπος του απόλυτου. Αλλά η γραφή είναι τρόπος ζωής. Είναι μια μορφή επικοινωνίας. Ξεκινάει από μια εσωτερική ανάγκη. Πρωτίστως, γράφω για μένα. Είναι μια εσωτερική ανάγκη. Έπειτα, είναι ένας τρόπος οργάνωσης του χρόνου, των σχέσεών σου. Το γράψιμο, σε ό,τι με αφορά, είναι ένας τρόπος ισορροπίας προσωπικής. Συνεπώς, μόνο κάτι απροσδόκητο, ανεξέλεγκτο μπορεί να με αναγκάσει να μη γράφω. Λόγοι υγείας για παράδειγμα. Η υγεία είναι ίσως το σημαντικότερο. Εύχομαι σε όλους να είναι καλά και να δημιουργούν. Ό,τι τους ευχαριστεί.
–
Έργα του συγγραφέα:
Οι τελευταίες πεντάρες κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ταξιδευτής
Η Πόλη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ι. Σιδέρης
Η σκιά της Μίκας κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ταξιδευτής
Λαϊκή πίστη και κοινωνική οργάνωση κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πεδίο
Παιδική ηλικία και διαβατήριες τελετές κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πεδίο
Πολιτισμός και κοινωνίες της νότιας Πίνδου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πεδίο
Από την προξενήτρα στο γραφείο συνοικεσίων κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πεδίο
Σέσκλο Μαγνησίας, Δήμος Αισωνίας
Η Θράκη και οι άλλοι κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Οδυσσέας
Η κίτρινη ομπρέλα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο
Ο δικός μου θεός κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ταξιδευτής
Το βλέμμα στον τοίχο με τη μαντανία κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Πρέβεζα 1945-1990, Δήμος Πρέβεζας
Μια φορά κι έναν καιρό αλλά μπορεί να γίνει και τώρα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Λαϊκός λόγος διακόνων, Θεία Σοφία κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Το λαϊκό παραμύθι κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Οδυσσέας
Το παιδί στην παραδοσιακή και τη σύγχρονη κοινωνία κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
–
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος γεννήθηκε στην Πρέβεζα, με καταγωγή από το Συρράκο. Σπούδασε στο Κλασικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και εργάστηκε για πολλά χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως φιλόλογος. Είναι καθηγητής λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, συλλογικούς τόμους και πρακτικά συνεδρίων.
0 Σχόλια