Ο Καφενές

Δημοσίευση: 4.12.2015

Ετικέτες

Κατηγορία

 

 

   Το πρώτο βήμα μετέωρο, το δεξί του πέλμα κουνήθηκε πρώτα δεξιά, ύστερα αριστερά πριν πατήσει σταθερά τη γη. Ακολούθησε αβέβαια και το αριστερό. Μετά βίας κρατήθηκε για να μην ξεράσει, εκεί στη γραφική πλατεία, στο παρτέρι με τον γέρικο πλάτανο. Οι στροφές τον είχαν πειράξει —ίσως πάλι και η αποφορά του αγροτικού αυτοκινήτου— τι πρωτότυπο... Χρόνια τώρα προσπαθούσε με μύριους τρόπους να υπερνικήσει την αδυναμία αυτή. Τι δραμαμίνες κατέβαζε, τι ασπιρίνες στον αφαλό έβαζε καθ’ υπόδειξιν μια γειτόνισσας που φημιζόταν για τα θεραπευτικά μαντζούνια και τα γιατροσόφια της, τι νηστικός έμενε απ’ το πρωί... Και τι δεν είχε δοκιμάσει. Εις μάτην... Κάθε φορά ζαλισμένος και με πρόσωπο πελιδνό κατέβαινε από το αυτοκίνητο, σαν έφθαναν στον τελικό προορισμό, στο χωριό... Ένα μικρό ορεινό χωριό έξω από μια μεγάλη επαρχιακή πόλη, σαν τόσα και τόσα που βρίσκονται αραδιασμένα στις παρυφές του Ολύμπου, διεκδικούσαν ως πατρογονικό έδαφος των εφέστιων θεών του οι σπονδές. Το περίεργο ήταν πως γενικά λάτρευε τα ταξίδια. Δεν είχε πρόβλημα ούτε με το μεταφορικό μέσο, ούτε με τον προορισμό. Η ενοχλητική αυτή ναυτία τον έπιανε μονάχα όταν ταξίδευε από την πόλη προς το χωριό, σ’ εκείνη τη σύντομη μα τυραννική διαδρομή.

 

     Είχε φθάσει με τα ΚΤΕΛ το ίδιο πρωί. Όπως πάντα τον περίμενε το σκονισμένο αγροτικό στον σταθμό. Αφού πέταξε τον μικρό ταξιδιωτικό του σάκο στην καρότσα —ποτέ δεν έμενε πολύ— κάθισε μπροστά και ξεκίνησαν για την ημίωρη μαρτυρική άνοδο. Έπρεπε καρτερικά να υπομείνει τα τραντάγματα, την αντηλιά, τη δυσωδία από τα σακιά με τα λιπάσματα και την κοπριά, τα κουφάρια από τα εκάστοτε κυνηγετικά θηράματα και εκείνες τις φοβερές στροφές επί στροφών, που ο νους του είχε απομνημονεύσει σαδιστικά σχεδόν, σε πείσμα της λησμονιάς που προσπαθούσε να επιβάλλει σε μια χρόνια μα άκαρπη τακτική αυθυποβολής. Τα θυμόταν τα ταξίδια αυτά στο χωριό, από τα παιδικά του χρόνια ήδη, με ανάμεικτα συναισθήματα που συνήθως τα υπερκερούσε η δυσφορία. Ούτε ο αναπόφευκτος εξωραϊσμός της αθωότητας, παρά τον τόσον καιρό που είχε μεσολαβήσει, δεν είχε καταφέρει να αμβλύνει τις οξείες γωνίες της δικής του πραγματικότητας. Διότι τα βίωνε πάντα με τον πιο τραγικό τρόπο. Και τώρα ο ίδιος πάλι στροβιλισμός, η ίδια παλινδρόμηση συναισθημάτων, βγαλμένη όχι απαραίτητα από τα σωθικά του, αλλά από τα μύχια της ψυχής του, τον είχαν κυριεύσει για άλλη μια φορά.

 

«Είσαι καλά, Μανωλιό; Έμοιασες της μακαρίτισσας της μάνας σ’ εσύ... Κι αυτή αρρώσταινε πάντα... Τα έντερά της έβγαζε με το που πάταγε το ποδάρι της ‘δω πάνου», ρώτησε σχολιάζοντας ο πατέρας του, περισσότερο για να τον πικάρει παρά από αληθινό ενδιαφέρον. Χωρίς να πάρει απάντηση κατευθύνθηκε προς το μοναδικό καφενείο του χωριού.

 

«Μάνος πατέρα, Μάνος...» απάντησε σφυριχτά μέσα από τα δόντια του ο τριανταπεντάχρονος άνδρας ακολουθώντας κατά πόδας τον ώριμο.

 

     Κτήριο πέτρινο και στιβαρό, μετρούσε πάνω από μισό αιώνα ζωής το καφενείο του χωριού. «Ο καφενές του Αρχοντή», όπως πληροφορούσαν οι ξεθωριασμένοι καλλιγραφικοί χαρακτήρες από τη δεκαετία του ‘50 πάνω στην πολυκαιρισμένη, ανεμοδαρμένη ταμπέλα. Στη θέση του τελευταίου «ή» έχασκε μια τρύπα παραπλανώντας τους ξενομερίτες, που η φαντασία τους συχνά το αντικαθιστούσε με «α» και το διάβαζαν ως «Ο καφενές του Άρχοντ(α)», πλάθοντας ευφάνταστα σενάρια σχετικά με τον ιδιοκτήτη του ταπεινού καφενείου.

 

     Με το άνοιγμα της παλιάς πόρτας και σε τέλειο συγχρονισμό με τον ήχο από το τρίξιμο των σκουριασμένων μεντεσέδων, δέκα περίπου ζευγάρια μάτια καρφώθηκαν προς το μέρος τους. Το ήξερε καλά ο Μάνος αυτό το σμήνος βλεμμάτων. Ίδιο κι απαράλλαχτο επί χρόνια όταν επισκέπτονταν, σε κάθε ευκαιρία, οικογενειακώς το χωριό του πατέρα. Κι έπειτα η τετριμμένη ερώτηση:

 

«Τίνος είσι συ;»

 

     Λες και δεν ήξεραν ποιανού ήταν... Λες και δεν τους τραβολόγαγε κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα κατά τη διάρκεια των σχολικών του διακοπών — όπως κι ένα ολόκληρο μήνα το καλοκαίρι — ο πατέρας του στο βουνό. Κι όμως, όλοι όσους συναντούσε στο διάβα του εξακολουθούσαν για χρόνια να του κάνουν την ίδια ηλίθια ερώτηση. «Κανενός!» ήθελε να βροντοφωνάξει, αλλά πάντα παρέμενε σιωπηλός...

 

     Δεν ήταν ευγενικά εκείνα τα βλέμματα, ούτε απλώς περίεργα, όπως ίσως θα φάνταζαν στον ανυποψίαστο από τα μέρη τους περαστικό. Κάποιος ανίδεος διαβάτης, σε μία ρομαντική προσέγγιση της αγροτικής ψυχής της ελληνικής υπαίθρου, μπορεί και να τα έλεγε περήφανα. Προσπαθούσε μερικές φορές να ενστερνιστεί και ο ίδιος αυτή την αγνή ερμηνεία της επαρχιώτικης επιφυλακτικότητας των συντοπιτών του, αλλά πάντα κατέληγε στο ίδιο κυνικό συμπέρασμα. Επρόκειτο, δυστυχώς, για το είδος αυτό της υπερηφάνειας που προέρχεται από την καχυποψία και τον φόβο της γελοιοποίησης και όχι από την πραγματική ανωτερότητα πνεύματος.

 

     Αφού χαιρέτησαν τους θαμώνες, κάθισαν σε ένα απόμερο τραπεζάκι κοντά στον διαχωριστικό πάγκο που ένωνε τη σάλα με την κουζίνα. Άνδρες μεταξύ είκοσι και ογδόντα χρονών, τόσο όμοιοι μεταξύ τους, με χέρια αργασμένα και πρόσωπα ηλιοκαμένα γεμάτα αυλακιές, μία ανθρώπινη μάζα, εξωτερικά τόσο συμπαγής κι ενωμένη, τον κοίταζε έντονα κάνοντάς τον να νιώθει παρείσακτος. Το περιβάλλον αναλλοίωτο στον χρόνο, όπως ακριβώς το θυμόταν ο Μάνος από την τελευταία φορά που είχε ανέβει στο χωριό. Τα ίδια ξύλινα τραπέζια με τα στρεβλά ή κουτσά πόδια και τους πολύχρωμους παράταιρους μουσαμάδες, οι ίδιες άβολες ξύλινες καρέκλες με τις φθαρμένες ψάθες, οι ίδιες θαμπές από τον χρόνο χρωμολιθογραφίες στους τοίχους με τον Καραϊσκάκη, το Κρυφό Σχολειό του Λύτρα, μια σκηνή κυνηγιού και τον γεωφυσικό χάρτη της Ελλάδος —παρμένα από το παλιό σχολείο που δεν λειτουργούσε πια— ανάμεσα σε τεντζερέδια, πήλινα κανάτια και τσεβρέδες. Μοναδική παραφωνία στη φολκλορική αυτή ατμόσφαιρα η ογκώδης τηλεόραση Plasma που δέσποζε στον κεντρικό τοίχο, παίζοντας διαρκώς εκπομπές από τα τοπικά κανάλια. Δεν πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και τους πλησίασε μία κοντόχοντρη κοπέλα με ροδαλό πρόσωπο και γελαστά, μα παραδόξως ψυχρά μάτια. Το χρώμα τους ήταν κεχριμπαρένιο, γυάλινο κι όχι ζεστό. Ήταν η εγγόνα του ιδιοκτήτη, που τα καλοκαίρια δούλευε πάντα στον καφενέ το παππού της, όπως άλλωστε κι όλη η οικογένεια. Η μητέρα της μαγείρευε στην κουζίνα, ο αδελφός της ήταν υπεύθυνος για τις προμήθειες, ενώ ο πατέρας της σέρβιρε κι έπιανε κουβέντα με τους συγχωριανούς τους —κάνοντάς τους να ξεχνιούνται τόσο που, ενώ έμπαιναν για ένα καφεδάκι ή κάνα τσίπουρο, κατέληγαν στην πρέφα, το τάβλι και τους αναπόφευκτους άφθονους μεζέδες συνοδευόμενους απαραίτητα από την τοπική ρετσίνα. Τροφοδοσία, μαγειρική, εξυπηρέτηση και δημόσιες σχέσεις, καταμερισμός κι εξειδίκευση, όλα όσα δηλαδή διαθέτουν οι σύγχρονες αλυσίδες ταχυφαγείων έβρισκε κανείς σε αυτόν τον παραδοσιακό καφενέ, κι ας μην το γνώριζαν, τουλάχιστον όχι ενσυνείδητα, οι ιδιοκτήτες του. Αυτοί κάναν τη δουλειά τους όπως ήξεραν χρόνια τώρα, τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Μονάχα ο γέροντας, ο pater familias, καθόταν ασάλευτος στη γωνιά του δίπλα στο χτιστό τζάκι, μέσα στο παλιό του κοστούμι, κρατώντας τη σκαλιστή του γκλίτσα, παίζοντας πού και πού με τις χοντρές χάντρες από το κομπολόι του ή σιάζοντας το παλιομοδίτικο τσιγκελωτό μουστάκι του. Σύμβολο αιώνιο κι απαράλλακτο της αδιασάλευτης τάξης της μικρής κοινότητας ή ο κράχτης της οικογενειακής επιχείρησης;

 

     Την ίδια εικόνα του βλοσυρού «πετρωμένου» γέροντα εδώ και τόσα χρόνια αντίκριζε ο Μάνος στον απλοϊκό και ξεπεσμένο καφενέ του χωριού του. Το χωριό του... Των παππούδων του αδιαμφισβήτητα, του πατέρα του ίσως, αν και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το είχε περάσει στη γειτονική πόλη, μα δικό του από πού κι ως πού; Επειδή πέρναγε στα παιδικά του χρόνια έναν καταναγκαστικό βαρετό μήνα και μισό κάθε χρόνο στην ερημιά; Από την εφηβεία ήδη είχε αρχίσει να αραιώνει τις επισκέψεις του. Μετά ακολούθησαν οι σπουδές, ο στρατός, η επαγγελματική αποκατάσταση, τα ταξίδια, ο έρωτας, η συμβίωση. Πού χρόνος... Αραιά και πού, κανένα Σαββατοκύριακο και στις αργίες, ανέβαινε σκαστός για να δει τον πατέρα του, που μετά τη συνταξιοδότησή του και τον θάνατο της μητέρας είχε εγκατασταθεί εκεί μόνιμα πια. Του είχε στοιχίσει ο χαμός της πολύ, κι ας μην το ομολογούσε. Γι’ αυτό άλλωστε δεν είχε κλείσει το σπίτι τους κάτω στην πόλη; Όλα εκεί μέσα του τη θύμιζαν. Ναι, την αγάπαγε πέραν πάσης αμφιβολίας, κι ας μην της το έδειχνε πάντα. Δεν του άρεσαν ποτέ οι διαχύσεις άλλωστε.

 

«Τι θα πάρουν τα παλληκάρια μας;» ρώτησε η κοντόχοντρη κοπέλα δήθεν αστειευόμενη με το λιγδιασμένο μπλοκάκι και το φαγωμένο μολύβι της ανά χείρας.

 

   Ο πατέρας του, χωρίς να τον ρωτήσει, άρχισε να δίνει την παραγγελία. Τα συνηθισμένα... Μία χωριάτικη σαλάτα, τηγανιτές πατάτες, κεφτέδες, κόκορα κρασάτο και φυσικά παϊδάκια, τη σπεσιαλιτέ του μαγαζιού. Τι κι αν ήξερε πως όλα εκείνα τα πιάτα θα πήγαιναν χαμένα, αφού ο Μάνος επανειλημμένα του είχε μιλήσει για τις χορτοφαγικές του προτιμήσεις (για την ωμοφαγία που φλέρταρε τον τελευταίο καιρό ούτε λόγος...). Εκείνος αγύριστο κεφάλι. Δεν μπορούσε με τίποτα να χωνέψει πώς ένας άντρας μέχρι εκεί πάνω τρέφεται μόνο με χόρτα! Πρωτάκουστο! Κυρίως πιάτο χωρίς κρέας δεν λογίζονταν φαγητό... Άλλωστε, τι θα έλεγαν και οι συγχωριανοί του; Πάτησε το πόδι του ο κανακάρης του απ’ την Αθήνα και θα την έβγαζαν με μία σαλάτα και λίγες πατατούλες; Ντροπής πράγματα!

 

«Θα πιείτε κάτι, κυρ Γιώργη;» ρώτησε με το ίδιο απαθές ύφος η κοπέλα τον πατέρα του, αγνοώντας τον επιδεικτικά.

 

«Και βέβαια θα πιούμε. Πώς... Για αρχή βάλε μισό κιλό ρετσίνα, απ’ τη βαρελίσια την καλή, και ένα κανατάκι τσιπριά. Κέρνα κι ένα γύρω και τους άλλους...» απάντησε εκείνος δείχνοντας με το βλέμμα του την αγέλη που έριχνε κλεφτές ματιές προς το μέρος τους. Σαν ήρθαν τα ποτά σέρβιρε τον Μάνο μια γερή δόση τσιπριά και, σκουντώντας τον, τον προέτρεψε να σηκώσει το ποτήρι του προς την ομήγυρη, που έδειχνε καταφανώς ευχαριστημένη με το κέρασμα.

 

«Στην υγειάς σας, καλώς τα δέχτηκες...» κι άλλα σχετικά ακούγονταν εν χορώ απ’ όλες τις μεριές της σάλας. Η εθιμοτυπική αυτή ιεροτελεστία λάβαινε χώρα σε κάθε του επίσκεψη απαρέγκλιτα.

 

   Ο Μάνος κατέβασε μερικές γουλιές και έβαλε το ποτήρι στην άκρη. Η έντονα καπνιστή γεύση του δυνατού ποτού τού έφερνε αναγούλα. Τη γλύτωσε μια φορά, δεν ήθελε να προκαλέσει τη μοίρα του δεύτερη... Ο πατέρας του τον κοίταξε στραβά.

 

«Τι τρέχει Μανωλιό; Δε σου κάνουν τα κρασά μας; Έμαθες κατά πως φαίνεται στα ξεπλυμένα της Αθήνας...» του είπε αδειάζοντας το ποτήρι του και σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης του το παχύ του μουστάκι.

 

   Ο Μάνος τον κοίταζε χωρίς να του μιλά. Τον έβλεπε να τρώει σιωπηλός και προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε γίνει ο πατέρας του... Γιατί αυτός ο άνθρωπος που καθόταν απέναντί του, καταβροχθίζοντας τα κρεατικά με λαιμαργία, δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον πατέρα που κάποτε ήξερε. Από τη στιγμή που εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί πάνω λες και μεταλλάχθηκε σε κάποιον άλλον. Ο παλιός καλός του εαυτός είχε χαθεί κάτω από αυτό το άξεστο ρυτιδιασμένο προσωπείο και το ανεκδιήγητο μουστάκι. Ακόμα και η εκφορά του λόγου του είχε αλλάξει, υιοθετώντας τις κομμένες καταλήξεις και τα ιδιώματα της προγονικής ντοπιολαλιάς. Κανείς δεν θα φανταζόταν βλέποντας τώρα αυτόν τον κοινό χωριάτη πως κάποτε ήταν διευθυντής τραπέζης, ντυνόταν με ακριβά κοστούμια και οδηγούσε μια απαστράπτουσα ασημί BΜW. Ίσως, πάλι, να είχε πλέον αποκαλυφθεί αυτό που ήταν πάντα... Ήταν μπερδεμένος. Ο νους του αιωρούνταν μεταξύ βεβαιότητας κι αμφιβολίας. Για το μόνο που δεν αμφέβαλλε ήταν πως μετά τον θάνατο της μητέρας του είχαν αποξενωθεί. Χρόνο με τον χρόνο απομακρύνονταν. Είχαν καταντήσει εξ αίματος ξένοι... Τις σκέψεις του διέκοψαν ο ερχομός του παπά στο τραπέζι τους. Ο ηλικιωμένος ιερέας με το ταλαιπωρημένο ξεκούμπωτο ράσο, που πρασίνιζε στις αντανακλάσεις του φωτός, κάθισε ανάμεσα στους δύο άνδρες λέγοντας:

 

«Καλώς όρισες, Εμμανουήλ, στα μέρη μας! Πώς είσαι παιδί μου;»

 

Η κάθε λέξη είχε σημαίνον περιεχόμενο κι ας ακουγόταν κοινή, σχεδόν τετριμμένη η ερώτηση. Στα μέρη μας... Τον θεωρούσαν, λοιπόν, και οι συγχωριανοί του ξένο ή στην καλύτερη περίπτωση ένα περίεργο τοπικό υβρίδιο... Εμμανουήλ.... Είχε πάρει απόφαση πως με το όνομά του, εκείνο που ο ίδιος είχε διαλέξει, κανείς δεν θα τον φώναζε εκεί πάνω. Για δαύτους ήταν ο Μανωλιός του Γιώργη ή ο Εμμανουήλ, κατά το χριστιανικότερον. Οι προσωπικές προτιμήσεις δεν είχαν καμία απολύτως σημασία... Παιδί μου.... Επιπλέον, για όλους τους θα ήταν πάντα το μικρό αδύναμο παιδί που ανακατωνόταν το στομάχι του σε κάθε ταξίδι προς τα πάτρια εδάφη. Τι κι αν είχε γίνει ολόκληρος άνδρας, τι κι αν είχε υπηρετήσει στα σύνορα της μητέρας πατρίδας, τι κι αν ήταν ένας διακεκριμένος διδάκτωρ περιβαλλοντολογίας, τι κι αν είχε ταξιδέψει σε μέρη που εκείνοι δεν θα γνώριζαν ποτέ; Στα μάτια τους θα ήταν πάντα ο μικρός Μανωλιός...

 

«Καλά πάτερ, καλά... Εσείς;» έγνεψε συγκαταβατικά εκείνος.

 

«Τρέχουμε με το πανηγύρι... Θα μείνεις μέχρι τότε, ε;» συνέχισε ο ιερωμένος κατεβάζοντας μερικές γουλιές τσιπριά, που ο Γιώργης τού είχε σερβίρει άμα τη αφίξει του.

 

«Θα δούμε...» απάντησε εκείνος, ενώ ήταν βέβαιος πως δεν θα άντεχε μέχρι την επόμενη βδομάδα. ‘Άλλωστε, να μείνει να δει τι; Το τοπικό τους πανηγύρι δεν είχε να επιδείξει τίποτα το αξιόλογο έτσι όπως είχε καταντήσει τις τελευταίες δεκαετίες... Λαϊκά σουξέ στη διαπασών από τα υπερμεγέθη μεγάφωνα στην κεντρική πλατεία, κάτω από τον γέρικο πλάτανο, που έκαναν τη γη να σείεται, κακομαγειρεμένο φαγητό σε τεράστιες ποσότητες, ως επί το πλείστον κρέας, και μεθυσμένους χωριάτες να επιδίδονται σε καραγκιοζιλίκια μετά τη δοξολογία στη μικρή εκκλησία. Πανηγύρια ήταν αυτά που γίνονταν πριν μισό αιώνα. Εκεί ναι, μπορούσες να πάρεις μια αυθεντική γεύση της παράδοσης του τόπου. Παραδοσιακή μουσική με όργανα, χορός, τοπικά εδέσματα, φορεσιές και έθιμα πατροπαράδοτα.

 

«Παντρεύτηκες του λόγου σ’ για όχι ακόμα;» συνέχισε την ανάκριση ο ιερέας.

 

«Όχι... Εγώ δεν...» προσπάθησε εκείνος να εκφωνήσει τους φθόγγους καθαρά, αλλά ένας κόμπος τούς εμπόδιζε να βγουν, θαρρείς πως βούλιαζαν μέσα στον φάρυγγα. Το αγριεμένο βλέμμα του πατέρα του, που τον κεραυνοβόλησε από απέναντι, τους κατέπνιξε τελείως.

 

«Δε σε πήραν δα τα χρόνια, έχεις ακόμα μπροστά σου...» σχολίαζε ο παπάς καταβροχθίζοντας τα κεφτεδάκια το ένα μετά το άλλο. Σαν χόρτασε, σηκώθηκε απ’ το τραπέζι τους χαιρετώντας τους με τη γνωστή συγκαταβατική προσήνεια. Ο πατέρας του εξακολουθούσε να τον κοιτάζει εκνευρισμένος.

 

«Ρεζίλι μ’ έκανες...» είπε ψιθυριστά μέσα από τα δόντια του, κοιτάζοντας ολόγυρα μήπως και τους είχε ακούσει κάνεις.

 

«Τα έχουμε πει χιλιάδες φορές αυτά, πατέρα...» απάντησε ο Μάνος ανακτώντας την αυτοκυριαρχία του. Αφού ήθελε μάχη θα την είχε. Ας το έπαιρνε επιτέλους απόφαση! Δεν θα όριζε για πάντα τη ζωή του!

 

«Ναι... Τα έχουμε πει... Εμένα ποτέ σου δε μ’ άκουσες... Αν με είχες ακούσει, δε θα έτρεχες για πενταροδεκάρες σε αυτή την οργάνωση με τους ψευτοκουλτουριάρηδες και τους οικολόγους... Έπρεπε να μπεις στην τράπεζα τότε... Αφού είχαμε τα μέσα...» συνέχισε ο πατέρας του ακάθεκτος.

«Δε με ενδιαφέρουν τα χρήματα βρε μπαμπά... Πότε επιτέλους θα με καταλάβεις; Κάνω αυτό που σπούδασα... Με γεμίζει! Κάνω κάτι χρήσιμο για τον πλανήτη στην τελική. Δε δουλεύω για να πλουτίζω τον κάθε διεφθαρμένο τραπεζίτη! Τι δεν καταλαβαίνεις πια;» τον ρώτησε ανεβάζοντας τους τόνους. Εκείνος φούντωσε, πήρε θέση επίθεσης.

 

«Και τόσα χρόνια με δαύτη... Άντε μην πω καμιά βαριά κουβέντα... Αστεφάνωτοι θα μείνετε; Δεν είναι πράματα αυτά... Θα τρίζουν τα κόκκαλα της μακαρίτισσας της μάνας σ’...» έδωσε το τελειωτικό χτύπημα.

 

«Η μητέρα θα καταλάβαινε... Με τη Μάγδα έχουμε κάνει σύμφωνο συμβίωσης εδώ και πέντε χρόνια. Άμα πάνε όλα καλά κι αποκτήσουμε και το παιδί θα κάνουμε κι έναν πολιτικό, κι έξω από την πόρτα... Μη με σκοτίζεις άλλο... Φτάνει!» απάντησε έξω φρενών εκείνος.

 

«Παιδί; Δικό σας παιδί; Αίμα μου; Να υιοθετήσετε θες να πεις... Ο εγγονός μου θα είναι κανένα Αραπάκι ή κανένα Κινεζάκι μήπως; Και θα έχει το θράσος αυτή η στέρφα να το φέρνει ‘δω πάνου, να γίνουμε οικογενειακώς ρεζίλι;» βρυχήθηκε ο πατέρας του και κατέβασε και την τελευταία γουλιά από τη ρετσίνα, λες και το οινόπνευμα μπορούσε να καταλαγιάσει την τρικυμία που επικρατούσε στο θολωμένο του μυαλό.

 

«Αρκεί!» φώναξε έξαλλος ο Μάνος και σηκώθηκε βίαια ρίχνοντας κάτω την καρέκλα του με κρότο. Για πρώτη φορά, μετά από τόσα χρόνια, τα βλέμματα των συγχωριανών του έμειναν κατεβασμένα καθώς έβγαινε από τον καφενέ.

 

_

γράφει ο Αλέξανδρος Κεφαλάς 

 

_____

Το αφήγημα 'Ο καφενές' περιλαμβάνεται στο βιβλίο Νυχτερινός Διαβάτης των εκδόσεων ΛΕΜΒΟΣ

Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!

Ακολουθήστε μας

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

Pure

Pure

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Pure

Pure

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως...

Mimozas

Mimozas

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Είχε γεννηθεί απότομα πολλά χρόνια πριν το καταλάβει. Η ζωή του έμοιαζε με αρχαία τραγωδία, παιδί αγνώστων θεών, ήξερε πως έπρεπε να θυσιαστεί στο βωμό της διαφορετικότητας για να μπορέσει να ζήσει. Τον είχαν προικίσει όμως οι θεοί με...

Dream

Dream

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Η Πολυξένη κάθε πρωί άφηνε τον κουρασμένο της πόθο να κοιμηθεί ήσυχα ήσυχα πάνω στο μαξιλάρι της. Μπροστά στον καθρέφτη ζωγράφιζε την ιδανική της εικόνα, κοκκίνιζε τα χείλη της κι ονειρευόταν για όσο διαρκούσε η καθημερινότητα έναν...

3 σχόλια

3 Σχόλια

  1. drmakspy

    Δεν μπορώ να σχολιάσω… Ένας κόμπος με εμποδίζει…

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου