Ο σοβάς φεύγει εύκολα, ξεκολλάει σαν φύλλο από χωριάτικη πίτα. Το σπίτι είναι παλιό, έχει πιάσει υγρασία, κι αυτό κάνει τη δουλειά μου πιο εύκολη. Πρέπει να προλάβω πριν έρθει το Πάσχα και κατέβουν στο χωριό οι γείτονες, ο Σπύρος με τη γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά.
Ψηλαφίζω τον δυτικό τοίχο, στο σαλόνι μου, αυτόν που συνορεύει κολλητά σχεδόν με το νεόχτιστο σπίτι του Σπύρου. Ψάχνω να βρω το πιο υγρό του σημείο. Στην αρχή χρησιμοποιώ τον παλιό μου σουγιά με το ξύλινο, χιλιογρατζουνισμένο χερούλι. Χαράζω τον τοίχο με τη μυτερή του άκρη, μετά τον χτυπάω με τις μπουνιές μου κι αυτός πέφτει και τρίβεται σαν ξεραμένο τυρί.
Δεν έδωσα ποτέ στο Σπύρο το σουγιά αυτόν που μου είχε φέρει ο θείος μου από τη Γερμανία, όσο κι αν τον ήθελε. Τον κοίταζε όπως κοιτάει ο πεινασμένος την τυρόπιτα που τρώει με λαιμαργία ο συμμαθητής του και ξεροκατάπινε, με υγρά μάτια και βλέφαρα κοκαλιασμένα απ’ τη λαχτάρα. Όσο αυτός μου τον ζήταγε, με ικέτευε σχεδόν, τόσο εγώ σκύλιαζα. Μου πρόσφερε έναν τόμο Μίκυ Μάους με ξεθωριασμένο εξώφυλλο και φύλλα σα μπούκλες, έναν ξύλινο σταυρό που φόραγε πάντα γύρω απ’ το λαιμό του και μια σακούλα καρύδια απ’ την αποθήκη τους. Αυτά είχε, δεν είχε και κάτι άλλο να δώσει γι’ αντάλλαγμα. Γι’ αυτό έπιασε δουλειά στο μπακάλικο του πατέρα μου, για να βρει τα λεφτά για το σουγιά.
«Δεν τα θέλω τα σκουπίδια σου», του ‘πα μια μέρα ενώ σκάλιζα τ’ αρχικά ΟΣΦΠ στον κορμό ενός ευκάλυπτου, στο δασάκι του χωριού.
Πήρε το δρόμο για το σπίτι του, έριξε κεφάλι και χέρια κάτω και λύγιζε, όλο και πιο πολύ, λες κι ήταν φιγούρα του καραγκιόζη, λες και κάποιο αόρατο χέρι όριζε τα μέλη του, λες και τα μυτερά φύλλα του ευκάλυπτου που έπεφταν πάνω του τον κάρφωναν στο έδαφος.
Χτυπάω τον τουβλότοιχο με βαριοπούλα, δυνατά, ξανά και ξανά. Δε φοβάμαι μην ακούσει κανείς το θόρυβο, ποιος να τ’ ακούσει, ολομόναχος ζω. Τούβλα και λάσπη θρύψαλα μπροστά μου, σωρός από ματωμένα χώματα, θυσία σε κάποιο βωμό.
Ο πατέρας τον έλεγε τσακάλι. Ήξερε τις τιμές απ’ όλα τα είδη μπακαλικής καλύτερα κι απ’ την προπαίδεια και πήγαινε τις παραγγελίες στα σπίτια με μιαν ανάσα.
«Έναν τέτοιο γιο ήθελα πάντα», έλεγε ο πατέρας και τον ακούμπαγε στον ώμο, σαν να στηριζότανε σε πατερίτσα.
Ακόμα κι αν μου πρόσφερε μάτσα ολόκληρα από λεφτά, σωρούς, ψηλούς σα λόφους, και πάλι δεν θα του ‘δινα ποτέ το σουγιά. Ήταν ολόδικός μου και δεν χρειαζότανε να δουλέψω στον πατέρα μου ή πουθενά αλλού για να πάρω οτιδήποτε ήθελα. Τα είχα όλα.
Μια μέρα που ο πατέρας μου άφησε τον Σπύρο στο πόδι του κι ήμασταν οι δυο μας στο μαγαζί, του λέω:
«Πάρε είκοσι δραχμές ρε απ’ τον μπεζαχτά, μη φοβάσαι, απ’ τον κόπο σου είναι».
«Γιατί;»
«Πώς θα μαζέψεις τα λεφτά για το σουγιά, βρε κορόιδο; Απ’ τα ψίχουλα που σου δίνει ο πατέρας μου;»
«Θα τα μαζέψω σιγά σιγά. Δε χρειάζεται».
«Βρε, πάρτα, μην είσαι χαζός! Δεν θα το πάρει χαμπάρι».
Κοντοστάθηκε για λίγο, δάγκωσε τα χείλη του, άνοιξε τον μπεζαχτά, έβαλε το δεξί του χέρι μέσα και το έβγαλε πάλι έξω γρήγορα, σαν να αγκυλώθηκε από κάτι. Έκλεισε τον μπεζαχτά με θόρυβο.
«Κουτορνίθι!» του είπα και του γύρισα την πλάτη. Χάζευα κάτι καινούρια, πλαστικά αυτοκινητάκια που είχε φέρει ένας παραγγελιοδόχος το πρωί όταν άκουσα ξανά τον μπεζαχτά ν’ ανοίγει και να κλείνει. Έφυγα χοροπηδώντας για το σπίτι.
Βλέπω φως τώρα απ’ την τρύπα και τον τοίχο του Σπύρου, λίγα εκατοστά πιο πέρα. Η βαριοπούλα χτυπάει την τσιμεντοσανίδα δυνατά, ώσπου διαλύεται, τρίβεται σαν πρόσφορο. Ελπίζω μόνο να μην πέσω στον μεταλλικό σκελετό, γιατί τότε θα πρέπει να ξανατρυπήσω αλλού, ώσπου να βρω κενό. Για την ώρα, αυτό που βλέπω είναι τη μεμβράνη. Την κόβω με το ψαλίδι γύρω γύρω και την πετάω στο κενό ανάμεσα απ’ τα σπίτια μας. Είμαι τυχερός. Ο ορυκτοβάμβακας είναι αυτό που βρίσκω μετά και όχι ο μεταλλικός σκελετός, όπως φοβόμουνα. Κόβεται εύκολα με το σουγιά και τον ξηλώνω κομμάτι κομμάτι, τον ρίχνω κι αυτόν στο κενό χούφτες χούφτες, ώσπου συναντάω τη γυψοσανίδα. Σουγιάς και βαριοπούλα και πάρ’ την κάτω κι αυτή. Επιτέλους, φως μπαίνει μέσα στο σαλόνι τους. Βλέπω τ’ ανοιχτόχρωμα έπιπλα, τα παιχνίδια των παιδιών σκόρπια γύρω απ’ τον καναπέ, το πλαστικό, πράσινο αλογάκι στη μέση, που θαρρώ κουνιέται, παίρνει ζωή, καθώς ζεσταίνεται απ’ τον μεσημεριανό ήλιο που εισβάλλει σαν κλέφτης μέσα απ’ την τρύπα.
Δεν του τον έδωσα ποτέ το σουγιά που τόσο γύρευε. Ο πατέρας μου τον έδιωξε απ’ το μαγαζί όταν κατάλαβε ότι έλειπαν οι είκοσι δραχμές. Ήμουνα μπροστά όταν ο Σπύρος, κατακόκκινος και με σκυφτό κεφάλι τ’ ομολόγησε, ανάμεσα απ’ τα μουδιασμένα χείλη του. Δεν μπορούσε να πει ψέματα αυτός. «Παλιοκλέφτη!» του φώναξε ο πατέρας, καθώς αυτός κατέβαινε αργά αργά τα σκαλιά του μπακάλικου. Ποτέ του δεν με πρόδωσε όμως. Ποτέ του δεν είπε ότι εγώ τον παρακίνησα να το κάνει. Καλύτερα να με τρύπαγε στο στήθος με το σουγιά, παρά αυτό.
Σκουπίζω το ξύλινο χερούλι του σουγιά και τη λάμα με ένα υγρό πανάκι, τον κλείνω και τον πετάω μέσα στο σαλόνι του Σπύρου απ’ την τρύπα. Προσγειώνεται στον καναπέ, σαν ξερόκλαδο που ξέρασε η καταιγίδα μέσα απ’ το παράθυρο. Εκείνη τη στιγμή αυτό ακριβώς νιώθω, ότι δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα υπερτιμημένο ξερόκλαδο. Αλλά όσο τον κοιτάω, έτσι όπως ο Πασχαλιάτικος ήλιος γεμίζει τις πτυχές και τις γρατζουνιές του, τις εκδορές και τις ρυτίδες του, τόσο σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να ήταν και ένα κομμάτι απ’ τον Τίμιο Σταυρό.
Σε καμιά βδομάδα θα ‘ναι εδώ με την οικογένειά του. Θα προσπαθήσω να κλείσω τις τρύπες. Αλλά, ίσως και όχι. Θέλω να δω τη χαρά του όταν δει τον σουγιά, θέλω να δω τα παιδιά του όταν θα τον αγκαλιάσουν και θα χορεύουν γύρω του, χαρούμενα κι αυτά, θέλω να δω τη γυναίκα του να του χαϊδεύει τα μαλλιά και να τον φιλάει στο στόμα, θέλω να δω τα πρόσωπα των παιδιών του ολόφωτα πάνω απ’ τις λαμπάδες τους την ημέρα του Πάσχα, καθώς θα μπαίνουν σπίτι τους με τ’ αντίδωρο στο χέρι και θα εύχονται το ένα στο άλλο Χρόνια Πολλά, Χριστός Ανέστη, θέλω το φως απ’ το σπίτι τους να πλημμυρίσει και το δικό μου σπίτι, και καθώς τ’ αντίδωρο θα τρίβεται στα μικρά τους χεράκια, θέλω ν’ απλώσω το χέρι μου σαν κλέφτης σπιτοσπουργίτης και να μαζέψω όλα τα ψίχουλα που πέφτουν απ’ τα τρυφερά, αθώα τους χεράκια, όλα, τρίμμα τρίμμα, ζεστά ακόμα απ’ τις ασημάδευτες παλάμες τους, να ζεστάνουν τις δικές μου, να σβήσουν τις γραμμές που υπάρχουν εκεί, να μ’ αφήσουν να χαράξω καινούριες.
_
γράφει η Κωνσταντίνα Σώζου – Κύρκου
0 Σχόλια