–
γράφει η Κάλλη Κωνσταντινοπούλου
–
«Η ζωή είναι μια γιορτή μεταμφιέσεων· και πρέπει ο καθένας μας να συμμετέχει, να διαλέγει έναν ρόλο, να είναι έτοιμος να υποδυθεί ακόμα και τον τρελό με λογικό κάπως τρόπο. Με το να εμφανίζεται κανείς με συνηθισμένα ρούχα και με τα μούτρα κατεβασμένα, σαν κανένας γέρος σοφός, το μόνο που πετυχαίνει είναι να δημιουργεί δυσφορία στον εαυτό του και μια κηλίδα στη σκηνή» [1]
Αυτό το μικρό απόσπασμα θα μπορούσε να περικλείσει τη γενική εικόνα και αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης, ολοκληρώνοντας τον Μεγάλο απατεώνα. Το τελευταίο μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ, το οποίο εκδίδεται τη 1η Απριλίου -ίδια ημερομηνία και της εκτύλιξης της ιστορίας-του 1857 και το οποίο την εποχή της κυκλοφορίας του τυγχάνει δυσμενών και περιφρονητικών κριτικών. Η υπόθεση δεν συγκινεί τους κριτικούς και τους αναγνώστες και θα χρειαστεί να παρέλθει ο θάνατος του συγγραφέα, ώστε να αναγνωριστεί το φιλοσοφικό υπόβαθρο του Απατεώνα.
Η υπόθεση απλή· βρισκόμαστε στο ατμόπλοιο «Φιντέλ» με προορισμό τον Μισισιπή. Το όνομα του πλοίου, που σημαίνει «πιστός», έρχεται σε αντίστιξη με τον βασικό ήρωα της ιστορίας: ένας μεγάλος απατεώνας, που διαρκώς μεταμορφώνεται, ένας άντρας που, αλλάζοντας ταυτότητα, προσπαθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη των συνεπιβατών του για να τους εξαπατήσει. Εμφανίζεται άλλοτε σαν ζητιάνος, άλλοτε σαν επιτυχημένος επιχειρηματίας, άλλοτε σαν φιλάνθρωπος και άλλοτε σαν κοσμοπολίτης τζέντλεμαν. Κανείς δεν ξέρει ποιος στ’ αλήθεια είναι, ούτε γιατί ακριβώς το κάνει αυτό. Η παραπλάνηση των άλλων εκ μέρους του φαντάζει αυτοσκοπός. [2]
Σε πρώτη ανάγνωση, το έργο μοιάζει απλό, χωρίς περίπλοκες ιστορίες και ίντριγκες, ένα έργο γραμμικό, όπου όμως ο Μέλβιλ καταφέρνει να συνθέσει μια κατεδαφιστική σάτιρα για την αμερικανική κοινωνία της εποχής. Ίσως εμπνέεται και από μία πραγματική ιστορία ενός Αμερικανού απατεώνα, του Ουίλλιαμ Τόμσον, για να αναδείξει τους «con artists» (καλλιτέχνες της εξαπάτησης), που γνώριζαν την απόλυτη ακμή τους στο πλαίσιο της αμερικανικής κοινωνίας. Κατά την ιστορικό Karen Halttunen, εκείνη την περίοδο στη Νέα Υόρκη, το συγκεκριμένο είδος απάτης, που βασιζόταν στην κατάκτηση της εμπιστοσύνης, ανθούσε, εξαιτίας της πολυκοσμίας, της ανωνυμίας, της σύγχυσης από τον φρενήρη ρυθμό της ζωής στη μεγαλούπολη και της αύξησης του κινητού πλούτου και της χρήσης χαρτονομισμάτων.[3]
Σε ολόκληρο το έργο κυριαρχεί το τρίπτυχο «εξαπάτηση-εμπιστοσύνη-πίστη», αφού ο Απατεώνας προσπαθεί με κάθε δυνατό μέσο, να κερδίσει την εμπιστοσύνη των συνομιλητών του με απώτερο σκοπό -σε κάποιες περιπτώσεις- την απόσπαση ενός μικρού ή μεγάλου χρηματικού ποσού. Η εξαπάτηση μετατρέπεται σε αυτοσκοπό, δίχως να ενδιαφέρεται για τις συνέπειες των πράξεων του. Επικαλείται απροκάλυπτα την απόλυτη πίστη στο ανθρώπινο είδος και την ίδια στιγμή αποδομεί την εμπιστοσύνη αυτή, καταργώντας τις ανθρώπινες αξίες. Αυτό το οξύμωρο, ειρωνικό ή ακόμα και σατιρικό σχήμα, διακρίνεται εξ’ αρχής στο όνομα του πλοίου -«πιστός»- όπου στο εσωτερικό του εκτυλίσσεται η τέχνη της εξαπάτησης.
Ο Μάλβιλ πλέκει την ιστορία του μέσα από μία δομή αρκετά σύνθετη· ο μακροπερίοδος λόγος ίσως μπερδεύει τον αναγνώστη αλλά ταυτόχρονα ο συγγραφέας καταφέρνει να αποδίδει καθαρότητα και σαφήνεια στα νοήματα του. Σε ορισμένα σημεία/κεφάλαια αποζητά την εμπιστοσύνη των αναγνωστών και η αναζήτηση της πίστης μεταφέρεται στη σχέση συγγραφέα-αναγνώστη, με τον τελευταίο να μην συμμετέχει καθόλου, να μην ταυτίζεται με τους ήρωες απλώς να παρακολουθεί. Μέσα, όμως, από αυτή τη δομή και τη συγκεκριμένη υπόθεση, δίνεται το λάκτισμα σε φιλοσοφικές συζητήσεις, σκέψεις και απορίες, στις οποίες και ο αναγνώστης δίνει τα δικά του πορίσματα. Η βασική αναζήτηση είναι εκείνη των ταυτοτήτων, που ο καθένας μας υιοθετεί και κατασκευάζει εντός του κοινωνικού πλαισίου· η απορία για το ποιοι είμαστε αληθινά δίχως τα κοινωνικά αυτά προσωπεία.
Όπως επισημαίνει και ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου πως «και πολύ πιθανόν αυτή η Μεταμφίεση να έχει και συνέχεια», η διερεύνηση της ταυτότητας είναι μία διαδικασία συνεχής, αδιάκοπη, τα προσωπεία δεν τελειώνουν, οι μεταμφιέσεις μας συνεχίζονται σε κάθε κοινωνικό πλαίσιο.
Ο Μάλβιλ, λοιπόν, καταφέρνει να πλέξει μία σάτιρα για τους ανθρώπους της εποχής του αλλά και κάθε εποχής. Παρακολουθούμε τις Μεταμφιέσεις του Απατεώνα και αναρωτιόμαστε για τις δικές μας Μεταμφιέσεις, για τα δικά μας προσωπεία και τι θα συμβεί, μόλις, απογυμνωθούμε από όλα αυτά. Μπορούμε όμως; Γιατί «να πράττεις σημαίνει να υποδύεσαι κάποιο ρόλο· έτσι, όλοι οι άνθρωποι είναι ηθοποιοί».
_____
[1] Ο μεγάλος απατεώνας, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2021: 259-260
[2] Από το οπισθόφυλλο της έκδοσης
[3] Ο μεγάλος απατεώνας, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2021: 488
0 Σχόλια