Να, οι υπηρέτες του Καίσαρα
τον ποιητή ανεβάζουν στου κόσμου τη γαλέρα.
Σαν πήρε θέση δίπλα στους πηδαλιούχους,
παρακολουθεί τους ενοικούντες
στα διαζώματα του πλοίου.
Ο προορισμός είναι γνωστός:
ο Καίσαρας πάει διακοπές, μετά της κουστωδίας.
Απαραίτητοι είναι οι ύμνοι του πληρώματος
για να ’ναι το ταξίδι δοξασμένο.
Και η παρουσία του ποιητή
χρήσιμη κρίνεται για τον
στοχαστικό διάπλου της θαλάσσης.
Πολύ μοιάζει ο κόσμος με τα διαζώματα του καραβιού.
Ο ποιητής παρακολουθεί: τους ερέτες
να λαμνοκοπούν μες στη σιωπή,
δίχως να κοιτούν κύματα,
και επιφανείς ταξιδευτές.
Στο κατάστρωμα στήνεται μεγάλο φαγοπότι.
Δούλοι με βιάση
κουβαλούν τα εκλεκτά εδέσματα.
Οι πατρίκιοι, οι λεγάτοι κι οι συγκλητικοί
τις κραιπάλες ξεκινούν (όπως κάνουν πάντα).
Άλλοι αποκοιμιούνται στα ανάκλιντρα
κι άλλοι δε χορταίνουν να ξεσκίζουν
φαγητά και λέξεις.
Ω, οι αμφιτρύωνες και τα μειράκιά τους
όλο φέρνουν και ξαναφέρνουν:
ό,τι ζητά η λαμπερή η κουστωδία.
Το συμπόσιο καλά κρατεί μπροστά
στον ασθενούντα ποιητή.
Τα χείλη πλαταγίζουν.
Οι άρχοντες κομματιάζοντας
σάρκες κι όνειρα,
καταπίνουν αίματα κι αριθμούς
(σωρηδόν κι άνευ αισχύνης).
Τα στόματα χάσκουν
και τον Καίσαρα εκθειάζουν,
(και τη χρυσοφόρα εξουσία του).
Σαν νέοι Πινδάροι Ολυμπιόνικους
φιλοσοφικούς περήφανα εκστομίζουν:
«Ω! Έχουμε ανάγκη τις μάζες.
Αλλιώς θα κυβερνούσαμε φαντάσματα.
Ούτε κωπηλάτες θα ’χαμε,
ούτε υπηρέτες κι άνδρες πνευματικούς
για την προσωπική μας καλλιέργεια».
Α! Θανατερή παρέα,
θλίψη δε γνώρισαν τα μάτια σου
και την ψυχή του ποιητή
πληγιασμένες σάρκες τη γέμισες
και βρώμικα συμπόσια.
Τα δάκρυα τα ’κλεψες
απ’ τον κόσμο,
γιατί ήξερες πως είναι δύναμη
που τον θάνατο ημερεύει…
_
γράφει ο Χριστόφορος Τριάντης
0 Σχόλια