τοβιβλίο.net παρουσιάζει ποιήματα της Στέλλας Πετρίδου από τη συλλογή “αποχωρισμός” (εκδ. Άλφα Πι, Χίος, 2016)
ΈΧΕ ΓΕΙΑ
Άνοιξα φτερά,
θάρρος στην καρδιά
κι εσύ πατρίδα μου γλυκιά
έχε γεια!
Όπου κι αν βρεθώ,
αίμα μου καυτό,
τάμα στο θεό
θα σ΄ αγαπώ!
–
ΑΙΓΝΟΥΣΑ
(Με ρωτάς γιατί να σ΄ αγαπώ)
Γιατί ξυπνάς και γελαστή
ολάνοιχτα παράθυρα ανοίγεις,
να μπει αγέρας δροσερός
κι αλμύρα μυρωδάτη
κι απ΄ τα μπαλκόνια τα πουλιά,
που κελαηδούν, ν΄ ακούσεις
και στα ψηλά τον βασιλιά
τον Ήλιο ν΄ αγναντέψεις.
Γιατί γαλάζιο τ΄ ουρανού
το στέμμα σου σκεπάζει,
λιμάνι στέκει αρχοντικό
στην πέτρινη ποδιά σου,
γιατί γοργόνα σε θωρεί
κι αιώνια σε προσέχει
κι ο Αϊ Νικόλας σου φυλά
στα ξένα τα παιδιά σου.
Γιατί το χώμα σου χρυσός
σε μαγικό καθρέφτη,
βουνά και κάμποι πλέκονται
σε φιδωτά δρομάκια,
γιατί στο φεγγαρόφωτο,
όταν αστέρι πέφτει,
χίλιες ευχές σκορπίζονται
σε μυρωμένα στάχυα.
Γιατί τα βράχια σου πηλός
στις σκαλιστές αυλές σου,
κύματα τα σμιλεύουνε
και ηρεμούν μπροστά σου,
γιατί και κόρες του γιαλού
γύρω σου σε στολίζουν,
περήφανα υποκλίνονται
στη φυσική ομορφιά σου.
Γιατί είσαι καπετάνισσα
κι αφέντρα του πελάγου,
με καταιγίδες και βροντές,
πάλι αφέντρα στέκεις,
δροσόλουστη σε κάθε αυγή
χειμώνα καλοκαίρι,
μιαν άγκυρα για φυλαχτό
στην αγκαλιά σου έχεις.
–
ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ
Ποια στεριά και ποιο λιμάνι
την ανάσα σου σκορπά;
Την καρδιά σου ποιος να γιάνει;
Για ό,τι άφησες πονά.
Να ΄ν΄ο πόνος που θεριεύει,
να ΄ν΄το δάκρυ στη βροχή;
Το μυαλό πάντα γυρεύει
το ταξίδι στη φυγή.
Σ΄ όποια θάλασσα και να ΄σαι,
σ΄ όποιο πέλαγο βαθύ,
μια γοργόνα να θυμάσαι
πάντα πίσω καρτερεί.
Μάνα Οινούσσια προσμένει
μέρα νύχτα και θωρεί
το παιδί της ν΄ αγκαλιάσει
στο λιμάνι σαν το δει.
Δυο γυναίκες, δυο αγάπες
με τα κύματα μιλούν
και με δάκρυα στα μάτια
μη σε είδανε ρωτούν.
Δυο γυναίκες, δυο αγάπες
με τα κύματα μιλούν,
σαν και πρώτα παλικάρι
να γυρίσεις τους ζητούν.
Μία μάνα που θυμάται
το παιδί της και πονά
και μια αγάπη που λυπάται
που ΄ν΄ το ταίρι της μακριά.
–
ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Στάλες βροχής στο παραθύρι,
μικρές στιγμές που τις περάσαμε μαζί.
–
ΑΥΤΟΣ Ο ΤΟΠΟΣ
Αυτός ο τόπος, είναι το τόπος μου!
Αυτή η γη, είναι η γη μου,
κομμάτι της ψυχής μου ζωντανό,
παντοτινό, καθάριο!
–
ΝΑ ΘΥΜΑΣΑΙ
Να θυμάσαι,
σε κάθε βήμα του καιρού,
σε όποιο θυμό τ΄ ανέμου,
θα ΄μαι εκεί,
θα σε φυλώ,
να μη φοβάσαι μοναχός.
Γοργόνα του πελάγου θ΄ ανεμίζω.
Θα ΄μαι κοντά σου
συντροφιά
να μη σου λείπω
ούτε λεπτό,
σαν προσευχή,
σα φυλαχτό.
–
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
Μ΄ ένα καράβι, μάνα μου,
τον κόσμο θ΄ αρμενίσω,
μα την Αιγνούσα, μάνα μου,
κι εσένα πώς θ΄ αφήσω;
Κύμα θα γίνω, γιόκα μου,
να βγαίνω στα νερά σου,
να τον γλυκαίνω, γιόκα μου,
τον πόνο στην καρδιά σου.
Και την Αιγνούσα, γιόκα μου,
μην κλαις και μη μαραίνεις.
Όπου κι αν πας κι όπου βρεθείς
γι΄ αυτήν θα ανασαίνεις.
Η θάλασσα είναι πληγή
και πώς να συνηθίσω;
Μάνα μου, κάνε προσευχή
γρήγορα να γυρίσω.
–
ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ
Μάνα και γιος
και γόρδιος δεσμός
κι ο αποχωρισμός
σα μπούσουλας
σε ιστορία ναυτικού
που αγάπη πάντα ψάχνει,
αγάπη έχει στα στήθη του
κι αγάπη νοσταλγεί.
Σε κείνο το μικρό νησί,
που το μυαλό αλητεύει,
στέκει η καρδιά και καρτερεί
ξανά να το χαρεί.
–
ΚΙ ΑΝ ΦΕΥΓΩ ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ
Κι αν φεύγω, δεν ξεχνώ!
Βαλίτσα παίρνω τα όνειρά μου,
την καρδιά μου
και δυο στιχάκια γνώριμα
να σιγοτραγουδώ.
«Αιγνούσα, όμορφο νησί,
γοργόνα σε στολίζει
κι όποιος το χώμα σου πατεί,
δεν το μπορεί να σ΄ αρνηθεί,
θα ξαναρθεί!»
–
ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Κι ο ορίζοντας κρύβει μυστικά
σπαρμένα απ΄ άκρη σ΄ άκρη
και πειρατής εγώ
τους θησαυρούς του
ξεκινώ να βρω.
Πουλιά μου εσείς στον ουρανό,
ήλιε, φεγγάρι μου κι αστέρια,
μην είδατε κάποια σπηλιά
που τη φυλούν γοργόνες;
Φωτίστε μου το διάβα μου
σιμά να φτάσω στο βυθό,
ν΄ ανακαλύψω τις στιγμές
π΄ αξίζουνε χρυσάφι.
Και γνώση,
γνώση να πάρω μαγική,
να κλέψω τη σοφία
και να γυρίσω στο νησί
θαλασσοπόρος λύκος
μ΄ άσπρο μαλλί,
με γέρικο κορμί,
να ΄χω ιστορίες μπόλικες
σ΄ όποιον ρωτά να λέω.
–
ΤΟ ΚΥΜΑ
Καλό μου κύμα σύρε
στην πλώρη του να βγεις
τον ακριβό μου να βρεις,
το γιο μου, το παιδί μου
και μάθε σαν τον δεις
πώς είναι, πώς περνά,
αν κουβαλά βαρύ σταυρό
και θλίψη η αντοχή του.
Ευχή δική μου να του πεις
τον Αϊ Νικόλα κει που πα
προστάτη του να έχει,
και πλώρα την αγάπη μου,
κι ένα φιλί μου δώσε του,
της μάνας στοργικό,
να γλυκαθεί η καρδούλα του,
να φτερουγίσει πάλι.
Και πίσω έλα γρήγορα,
εδώ σιμά που στέκω,
τα νέα φέρε μου ζεστά
που τα ΄χω νοσταλγήσει
και το χαμόγελό μου,
θωρώντας τον πως είν΄ καλά,
σαν ανθισμένη Άνοιξη
στα χείλη μου ν΄ απλώσεις.
0 Σχόλια