«Έχω τρεις κόσμους. Μια θάλασσα, έναν
ουρανό κι έναν πράσινο κήπο: τα μάτια σου.
Θα μπορούσα αν τους διάβαινα και τους τρεις, να σας έλεγα
πού φτάνει ο καθένας τους. Η θάλασσα, ξέρω.
Ο ουρανός, υποψιάζομαι. Για τον πράσινο κήπο μου,
μη με ρωτήσετε.»¹
Νικηφόρος Βρεττάκος
Είναι κάποιες στιγμές που συνειδητοποιείς πως ακόμη και αν διαβάζεις και ασχολείσαι καιρό με σπουδαίους ποιητές και τα αριστουργήματά τους, πάντοτε θα υπάρχει κάτι που θα βρεθεί μπροστά σου για να σου υπενθυμίσει πως στην πραγματικότητα δεν γνωρίζεις τίποτα.
Αυτό, λοιπόν, έπαθα και εγώ μόλις έπεσε κατά τύχη -ορκίζομαι!- στα χέρια μου ένα βιβλίο με την ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου. Το όνομα; Σίγουρα γνωστό. Το έργο του όμως δεν είχα την ευτυχία να το γνωρίσω νωρίτερα. Ο ίδιος γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1912, μέρα που χάρισε απλόχερα στον ποιητή άπειρη από την λαμπρότητα και την σπουδαιότητά της.
Προτάθηκε όχι μία, αλλά τέσσερεις φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, βραβείο όμως που ποτέ δεν κατόρθωσε να προσθέσει στη μεγάλη, κατά τα άλλα, συλλογή του. Κι όμως, ο Βρεττάκος δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από σπουδαίους Νομπελίστες. Το έργο του είναι σπουδαίο και σε έκταση και σε ποιότητα και ο τρόπος έκφρασής του τον συγκαταλέγει αυτόματα στους «σπάνιους», να μου επιτραπεί η έκφραση, ποιητές.
Ο Βρεττάκος δε φοβήθηκε να γράψει. Έγραψε ό,τι έζησε και έζησε ό,τι είχε γράψει, χωρίς να διστάσει να μιλήσει και για αυτά που θα ήθελε να ζήσει… Παρά το γεγονός πως δεν έζησε στα καλύτερα χρόνια της χώρας μας, δεν φάνηκε να επηρεάζεται πάντα και μόνον από αυτά. Αντίθετα, από τα έργα του δε λείπουν και τα χαρούμενα γεγονότα και συναισθήματα, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο και σπάνιο για την εποχή εκείνη.
Το παρατιθέμενο ποίημα φέρει τον τίτλο «πράσινος κήπος». Από την πρώτη κιόλας ματιά, είναι πολύ εύκολο να διακρίνουμε την παραστατικότητα των εικόνων που θα φέρει το ποίημα στη συνέχεια. Ένας πράσινος κήπος… Τι να σημαίνει άραγε;
Ο αφηγητής, όπως ο ίδιος αναφέρει έχει: «τρεις κόσμους: μια θάλασσα, έναν ουρανό και έναν πράσινο κήπο». Οι δύο πρώτοι θα τολμούσαμε να πούμε πως είναι κατά κάποιον τρόπο «κοινοί» για όλους μας. Ποιανού κόσμος δε βρέχεται από κάποιον τεράστιο ωκεανό ή θάλασσα; Ποιος δε στέκεται κάτω από τον πελώριο ουρανό; Κανείς. Και έτσι, έρχεται ο τρίτος κόσμος του αφηγητή μας που δεν είναι άλλος από τον πράσινο κήπο. Με αυτόν τον τρόπο κατορθώνει αφενός να διαχωρίσει τη θέση του από τους μέχρι τώρα συνανθρώπους του και αφετέρου να θέσει στον αναγνώστη τον προβληματισμό σχετικά με την σημασία που έχει γι’ αυτόν αυτός ο πράσινος κήπος.
Η απάντηση έρχεται αμέσως. Ο πράσινος κήπος δεν είναι άλλος από ένα ζευγάρι μάτια: «τα μάτια σου». Και την ίδια στιγμή το ποίημα προσλαμβάνει πλήρως έναν ερωτικό χαρακτήρα. Έτσι, ο αναγνώστης συνδέει αναπόφευκτα τον τρίτο κόσμο του αφηγητή με μια φιγούρα, με -πιθανόν- πράσινα μάτια.
Τι περιλαμβάνει όμως ένας πράσινος κήπος; Τι βλέπει ο αφηγητής μέσα σε αυτά τα δύο μάτια; Γιατί τα χαρακτηρίζει έτσι; Ίσως, το πράσινο των ματιών, τον παραπέμπει στην πιο ερωτική εποχή που δεν είναι άλλη από την άνοιξη. Τότε είναι που όλη η φύση «πρασινίζει» και που τα δέντρα αλλά και όλα τα φυσικά πλάσματα «πλέκουν» από μόνα τους ένα ανυπέρβλητο και απαράμιλλο περιβάλλον. Για αυτόν, το αγαπημένο του πρόσωπο δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με τίποτε διαφορετικό από ένα τέτοιο τοπίο.
Δε θα μπορούσε να παραληφθεί σε αυτό το σημείο το πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί ο Βρεττάκος: β’ ενικό και β’ πληθυντικό. Σα να κρύβεται πίσω από αυτή την αφήγηση η ανάγκη του ίδιου για το ύψιστο ανθρώπινο αγαθό, που εν προκειμένω δεν είναι άλλο από την επικοινωνία.
Εάν τους «διάβαινε» ο ομιλητής και τους τρεις κόσμους, θα μπορούσε να μας πει από ποιο σημείο αρχίζουν και σε ποιο σημείο βρίσκεται το τέλος τους. Όμως, η αλήθεια είναι πως κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να συμβεί στο εκατό τοις εκατό… Η θάλασσα, λοιπόν, λίγο-πολύ όλοι μας ξέρουμε πού φτάνει. Αν μη τι άλλο, ακόμη και αν δεν μπορέσουμε ποτέ να την γυρίσουμε όλη, σίγουρα εάν τη μελετήσουμε εκτενέστερα θα μπορέσουμε να υπολογίσουμε την έκτασή της. Ο ουρανός από την άλλη μεριά είναι κάτι πιο δύσκολο ως προς τον πλήρη ορισμό του. Και πάλι όμως, μπορούμε να «υποψιαστούμε» τα όριά του και τις απαρχές του υπόλοιπου σύμπαντος.
Τι συμβαίνει με τον πράσινο κήπο, που τόσο «μελωδικά» αναφέρει ο ποιητής; Παρ’ όλο που φαίνεται ως κάτι πολύ πιο εύκολο να οριστεί, στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Μπορεί, λοιπόν ο αναγνώστης να λάβει μιαν απάντηση σχετική με το τέλος και την αρχή της θάλασσας ή του ουρανού, όμως για τον πράσινο κήπο μην προσπαθήσετε να ρωτήσετε…
Και εκεί ο Βρεττάκος αφήνει την τελευταία του τελεία στο έργο, αφήνοντας στον αναγνώστη αυτό το «γιατί;». Γιατί να μην σε ρωτήσουμε για τον πράσινό σου κήπο; Γιατί δεν μπορείς να μάθεις τα σύνορά του; Τι πραγματικά είναι αυτός ο πράσινος κήπος για σένα;
Και η απάντηση δε δίνεται ποτέ από τον ίδιο, όμως είναι αυτή που αιωρείται στα αυτιά όλων μας καθώς διαβάζουμε το ποίημα: Ένα ζευγάρι μάτια μπορεί να κρύβει μέσα του το άπειρο.
Και εάν για κάποιους που αδιαφορούν γι’ αυτά τα μάτια είναι πολύ εύκολο να τα περιγράψουν απλώς και μόνο με ένα χρώμα, σκεφτείτε πόσο δύσκολο θα ήταν να εξηγηθούν τα ίδια μάτια από κάποιον που είναι ερωτευμένος μαζί τους…
Πρόκειται για ένα πολύ συνηθισμένο στην ποίηση μοτίβο. Το βλέμμα, με ό,τι αυτό κρύβει, έχει προκαλέσει πολλούς καλλιτέχνες κατά καιρούς να το εξερευνήσουν. Αυτό που καταφέρνει ο Βρεττάκος με αυτό του το ποίημα ωστόσο, είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο: περιγράφει δυο μάτια, χωρίς καν να χρειαστεί να πει τίποτε γι’ αυτά…
_
γράφει η Άντια Αδαμίδου
¹πηγή: ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ, τα ποιήματα, τόμος δεύτερος, εκδόσεις τρία φύλλα, 1981, σελ. 57 (δε διατηρήθηκε το πολυτονικό σύστημα)
Η συμβολή του στην παγκόσμια λογοτεχνία θα μείνει να υμνεί την αγάπη σε τέταρτη διάσταση! Καλημέρα!