(μυθοπλασία στο ποίημα “Αν” του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ)
Ο Σοφός ήταν σκεπτικός. Στο δάσος συνέβαιναν ολοένα και πιο άσχημα πράγματα. Όμως η ενηλικίωση, ανεξαρτήτου ηλικίας, είναι κάτι που όλοι οι άνθρωποι καλούνται να προσπεράσουν. Να περάσουν στο επόμενο επίπεδο διανόησης, αντίληψης και ματιάς στα τεκταινόμενα. Το Παιδί καθόταν αντίκρυ του σε μια άβολη καρέκλα. Παρατηρούσε με δέος τα μάτια του Σοφού να είναι βουτηγμένα στα γραπτά του και φανταζόταν εντελώς διαφορετικά πράγματα από αυτά που πραγματικά τον απασχολούσαν. Τα ζαρωμένα μάτια του άφησαν την εντύπωση ότι τον διακατέχει μια ανησυχία. Η επιμονή να εκδηλώσει μία συγκεκριμένη ερώτηση στο Παιδί, την οποία θα κατανοήσει και θα απατήσει εν πλήρει συνειδήσει, ήταν οι πιο δύσκολες στιγμές στη ζωή του. Προσπαθούσε πια να αποκρυπτογραφήσει τις σκέψεις του δικού του Σοφού όταν ήταν ο ίδιος Παιδί. Αναζητούσε εκείνη την αθωότητα με την οποία εκείνος είχε πάρει την απόφαση για το μεγάλο βήμα, έτσι ώστε η ερώτηση που θα κάνει στο Παιδί, αντίστοιχα, να έχει έναν ομαλό , ανεπαίσθητο, σαν το δροσερό ανοιξιάτικο αεράκι στα άνθη της Μάνας Γης, προσανατολισμό, που δεν θα τον φοβίσει, ενώ αντίθετα θα τον καθοδηγήσει στη σωστή ρότα.
Λένε ότι όταν μπορείς να εξηγήσεις κάτι σε ένα Παιδί, τότε το έχεις κατανοήσει πλήρως εσύ ο ίδιος. Όμως στη ζωή συμβαίνουν τόσο αντιφατικά πράγματα, που σχεδόν είναι αδύνατο να τα εξηγήσει κανείς με τους συμβιβασμούς της λογικής, της νομοτέλειας και της ιστορικής καταγραφής του ανθρώπινου είδους πάνω σε αυτόν τον κόσμο. Πάντοτε κάτι τέτοιο φαντάζει αδύνατο, άπιαστο, ασύμφωνο με όλα όσα έχει μάθει ο Σοφός στα τόσα χρόνια της εμπειρικής του αδιαλλαξίας. Όμως τον βασανίζει το χρέος του να εκπαιδεύσει το Παιδί για να πάρει τον σωστό δρόμο.
Εν τέλει, άφησε τη γραφίδα του πάνω στο τραπέζι και ανακάτεψε τις σημειώσεις του , σαν να προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. Κοίταξε το Παιδί στα μάτια και ζωγράφισε ένα ανέμελο χαμόγελο στο πρόσωπό του , ώστε να πιάσει εξαπίνης την ήδη ταραγμένη, μπερδεμένη και φοβισμένη Σκέψη του Παιδιού. “Για να σε ακούσει ένα Παιδί, πρώτα πρέπει να χαμηλώσεις το ανάστημά σου”, σκέφτηκε.
Το Παιδί αποκρυπτογραφούσε τα πάντα. Σαν να γνώριζε ήδη τι θα τον ρωτήσει. Παρατηρούσε στα ακροδάχτυλά του την νευρικότητα και συμπονούσε την προσπάθειά να του μιλήσει με πιο απλά λόγια απ’ όσο, εξόφθαλμα, οι σκέψεις του βρίσκονταν σε σύγχυση. Του αντιγύρισε ένα ήσυχο χαμόγελο.
Εκείνος σοβάρεψε απότομα. Σαν να κατέληξε στις σκέψεις του και να κατέληξε σε κάτι που δεν του άρεσε. Σαν το μυαλό του να έκανε αποτρόπαιους παραλληλισμούς και άσχημα παιχνίδια. Άλλωστε ποιος δεν θα ήθελε να μείνει για πάντα Παιδί;
“Ήρθε η ώρα να γίνεις μαχητής”, του είπε με το πιο σοβαρό ύφος που μπορούσε να πάρει ο Σοφός. “Το θέλεις;”, κατέληξε.
Ήξερε ότι το Παιδί, όπως και κάθε Παιδί βιάζεται να μεγαλώσει. Ήξερε ότι στα πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου ο χρόνος είναι εχθρός, ενώ στα τελευταία φίλος. Εκμεταλλεύτηκε όλη του την σοφία, το πολύτιμο απόκτημά που διαχρονικά επεδίωκε για να γίνει Σοφός. Όμως κάθε φορά, κάθε στιγμή που έρχεται η στιγμή της απόφασης αισθάνεται υψηλό το φρόνημα της ευθύνης μέσα του.
“Θέλω!”, απάντησε το αγόρι , επιβεβαιώνοντας τις υποθέσεις του Σοφού. “Αλλά τί πρέπει να κάνω;”, ρώτησε.
“Πρέπει να ζήσεις στο Δάσος”, είπε ο Σοφός στον ίδιο σοβαρό τόνο.
“Μα, αυτό είναι εύκολο! Το Δάσος είναι όμορφο!”, είπε το παιδί.
Ο Σοφός μάντεψε σωστά.”Η ευτυχία του παιδιού πηγάζει από την άγνοια κινδύνου”, σκέφτηκε. Ανακάθισε στην καρέκλα του , ακουμπώντας την πλάτη του πίσω και στηρίζοντας το κεφάλι του έχοντας πλέξει τα δάχτυλά του από πίσω. Ήξερε μέσα του ότι είχε κάνει την σωστή ερώτηση για το Παιδί και εκείνο απάντησε όπως είχε προβλέψει. Το φως των κεριών τρεμόπαιζε και έκανε τις σκιές των πραγμάτων στο δωμάτιο να χορεύουν.
“Πράγματι, νεαρέ μου, το Δάσος είναι όμορφο, έχει όμως και κινδύνους”, αντιγύρισε. “Είσαι έτοιμος να ξεκινήσεις;”
“Είμαι έτοιμος! Οι φίλοι μου και ‘γω τόσο καιρό συζητάμε για αυτήν τη στιγμή! Ήρθε επιτέλους η ώρα να γίνω και ‘γω πολεμιστής, κυνηγός, άξιος απόγονος του πατέρα μου!”, είπε το Παιδί με περίσσιο θάρρος.
Ο Σοφός αναγνώριζε στο Παιδί ότι είχε όλα τα προσόντα να γίνει, πράγματι, άξιος απόγονος του πατέρα του. Εντόπισε μια φλόγα μέσα του που σιγοκαίει, έτοιμη να αναζωπυρώσει τη θέλησή του για ζωή. Ήταν, ήδη, ένας μικρός πολεμιστής.
“Από πού να ξεκινήσω;”, ρώτησε το Παιδί, αδημονώντας να ξεκινήσει το ταξίδι του.
“Μικρέ μου, να ξέρεις ότι ο δρόμος που διάλεξες να ακολουθήσεις , είναι μακρύς και δύσβατος. Πρέπει να εξασφαλίσεις την τροφή σου, να παλέψεις για τα ιδανικά σου, να πάρεις τις σωστές αποφάσεις και να μην πισωβαδίσεις ποτέ σου. Πρέπει να μην γυρίσεις ποτέ σου πίσω κλαίγοντας και να μην μετανιώσεις για την απόφασή σου. Πρέπει να επιμείνεις στις επιλογές σου και με θάρρος και όση σοφία διαθέτεις να πάρεις τη σωστή πορεία που θα σε κάνει, ένα όμορφο πρωϊνό, να γυρίσεις πίσω και να πάρεις τη θέση μου.”
Τα μάτια του Παιδιού σχεδόν βούρκωσαν. Παρατηρούσαν με προσοχή τις συμβουλές του Σοφού και εντόπιζαν, με περίσσεια αμφιβολία, τα όσα του έλεγε.
“Στο Δάσος είναι όμορφα! Ακούγεται ο βόμβος των μελισσών, μυρίζουν τα άνθη της ρίγανης, δεν είσαι ποτέ μόνος καθώς μια σοφή κουκουβάγια πάντα σε παρακολουθεί, υπάρχει άφθονο , δροσερό, τρεχούμενο νερό και ζώα για να τραφώ. Υπάρχουν δρόμοι και άγνωστα μονοπάτια έτοιμα να τα ανακαλύψω! Υπάρχουν ελάφια που ζουν ειρηνικά και αετοί που κυνηγούν τα φίδια! Υπάρχουν σπηλιές για να κοιμηθώ και να προστατευτώ από το κρύο, λαγοί για να τραφώ, αρκούδες για να κυνηγήσω και να ντυθώ ζεστά! Ξέρω να κυνηγώ! Είμαι καλός στο σημάδι! Τα κλαδιά είναι άπειρα για να φτιάξω μια καλή και στέρεα καλύβα! Και θα έρθει κάποια στιγμή που θα γνωρίσω και ‘γω την δικιά μου νεράιδα και θα της ζητήσω να γίνει γυναίκα μου! Θα κάνουμε τα δικά μας παιδιά! Θα…”
“Μικρέ μου μη βιάζεσαι…”, του είπε ο Σοφός με αυστηρό τόνο.
“Τα έχω σκεφτεί όλα!”, του αντιγύρισε το Παιδί, σφίγγοντας τα στηρίγματα της καρέκλας του με όλη του την δύναμη.
“Στο Δάσος υπάρχουν οι λύκοι, μικρέ μου, άκουσέ με! Είναι ύπουλοι και δεινοί κυνηγοί. Οι αρκούδες δεν είναι και τόσο εύκολα θηράματα. Τα φίδια κρύβονται από τους αετούς στα πιο απίθανα μέρη. Η σοφία της κουκουβάγιας δεν σε ακολουθεί για πάντα, πρέπει να την μελετήσεις πρώτα. Στις σπηλιές υπάρχουν ήδη άλλοι κυνηγοί και θα πρέπει να συμφωνήσεις μαζί τους για να μείνεις εκεί. Τα άγνωστα μονοπάτια δεν οδηγούν σε όμορφα ξέφωτα πάντα. Και εν τέλει είσαι μόνος σου σε ένα πραγματικά αφιλόξενο περιβάλλον…”, κατέληξε. “Είσαι σίγουρος ότι το θέλεις πραγματικά;”, το ρώτησε μειλίχια.
“Δεν φοβάμαι!”, του είπε το Παιδί με θάρρος. “Δεν θα φοβηθώ έναν λύκο. Θα προσέχω όταν σηκώνω τις πέτρες μήπως και κρύβεται δειλά κάποιο φίδι. Με τους άλλους κυνηγούς θα μοιράζομαι τα θηράματα. Οι αρκούδες είναι αρκετά μεγάλες για να τις πετύχεις! Θα βρεις σίγουρα τον στόχο σου! Αν τα μονοπάτια δεν οδηγούν σε ασφαλή μέρη θα γυρίζω πίσω!”. Είναι πράγματι ένα γενναίο Παιδί!
“Οι λύκοι κυνηγούν σε αγέλες , με τόσα μέλη που θα έπρεπε να έχεις δέκα οπλισμένα χέρια για να τα βγάλεις πέρα. Τα φίδια δεν είναι δειλά, είναι πονηρά. Οι άλλοι κυνηγοί δεν θα είναι όλοι τους φιλικοί. Και μερικές φορές στα μονοπάτια χάνεις τα σημάδια για να γυρίσεις πίσω.”
Το Παιδί φάνηκε να σκέφτεται τα επιχειρήματα που του έθεσε ο Σοφός, σαν να τον κυρίευε ο φόβος ολοένα και περισσότερο. Όμως έβαλε το μυαλό του να δουλέψει.
“Εσύ, Σοφέ γέροντα, δεν φοβήθηκες τα χρόνια που έζησες στο Δάσος;”
“Φοβήθηκα…”, απάντησε ο Σοφός. Διαπίστωσε ότι η ερώτηση του Παιδιού αποδιοργάνωσε την σκέψη του.
“Τι φοβήθηκες περισσότερο απ’ όλα; Τους λύκους, τα φίδια, τις αρκούδες, τι απ’ όλα;”, ρώτησε το Παιδί , σαν να είχε το πρώτο χέρι στην κουβέντα.
“Τον εαυτό μου!”, απάντησε ο Σοφός με μια ειλικρίνεια που έγινε εμφανής.
Το Παιδί κόμπιασε. Ήταν φανερό πως δεν κατάλαβε τι του είπε ο Σοφός, σαν να μην άκουσε καλά. Ο Σοφός θέλησε να δώσει επεξηγήσεις που θα ήταν μάλλον μάταιες, αλλά θεωρούσε χρέος του να τις αναφέρει. Τις συμπύκνωσε όμως σε μία φράση:
“Το πιο επικίνδυνο ζώο, μικρέ μου, είναι ο άνθρωπος…”, του είπε.
Το παιδί έμεινε δυο στιγμές σιωπηλό. Έπειτα , χωρίς να έχει καταλάβει τι του είπε, πήρε το σακίδιό του, το κοντάρι του και αποχαιρέτησε τον γέροντα. Εκείνος έμεινε με το μετείκασμα του Παιδιού να κλείνει πίσω του την πόρτα. Ήταν εκείνη η μοναδική στιγμή που ο Σοφός αισθάνθηκε ότι έκανε το χρέος του στο ακέραιο. Το Παιδί έγινε μαχητής. Ήταν σίγουρος ότι θα περνούσαν πολλά χρόνια που ίσως το Παιδί θα καταλάβαινε τα λεγόμενά του. Όμως γνώριζε ότι αυτή η μοναδική τελευταία φράση και κυρίως η σιωπή που ακολούθησε θα ήταν χαραγμένη στην ψυχή του για την υπόλοιπη ζωή του.
Τώρα πια, το μόνο που μπορούσε να του δώσει απλόχερα, ήταν η ευχή του…
_
γράφει ο Νίκος Φάκος.
Γράφεις όμορφα και φιλοσοφημένα Νίκο. Χρόνια πολλά εορταστικά… και με το καλό να αντέξουμε τη νέα χρονιά που είναι προ των πυλών…
Υπέροχο!!! Καλή χρονιά με υγεία, χαρά, ευτυχία και δημιουργική διάθεση!!!