
γράφει ο Πάνος Τουρλής
Μια οικογένεια ξεκληρίζεται από έναν δολοφόνο και μόνος επιζών είναι ο γιος, που νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση. Ο αστυνομικός επιθεωρητής Γιούνα Λίννα αναθέτει σ’ έναν ψυχίατρο, ειδικευμένο σε υπνωτισμό, να ανακρίνει τον νεαρό με αυτήν τη μέθοδο γιατί αναζητείται η αδελφή του κι ίσως ο δολοφόνος είναι στα ίχνη της για να ολοκληρώσει το έργο του. Ο ψυχίατρος, παρ’ όλο που είχε ορκιστεί να μην ξανακάνει κάτι τέτοιο, αποφασίζει να βοηθήσει κι αυτό θα θέσει σε μεγάλο κίνδυνο τη δική του ζωή.
Το πρώτο μυθιστόρημα της σειράς βιβλίων με ήρωα τον Λίννα μου άφησε αντικρουόμενες εντυπώσεις. Από τη μια μου άρεσε η κλιμάκωση της πλοκής, όπου πρώτα ασχολούμαστε με την υπόθεση του δολοφόνου και στη συνέχεια παρακολουθούμε τις εξελίξεις στη ζωή της οικογένειας του ψυχίατρου, του οποίου ο γιος πέφτει θύμα απαγωγής. Αυτή η τεχνική μου θύμισε πολύ το «Καϊκέν» του Jean-Chrstophe Grangé, όπου έχουμε ένα παρόμοιο μοτίβο πλοκής, ξεκινάμε από κάπου και προχωράμε σε κάτι άλλο, με την αγωνία να κορυφώνεται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Από την άλλη όμως έχουμε πάρα πολλές πληροφορίες, πάρα πολλές περιγραφές, λεπτομερέστατες σκηνές και κάποιους περιττούς σε έκταση διαλόγους κι έτσι σύντομα κουράστηκα. Στο τέλος μάλιστα, που φτάσαμε σε ανθρωποκυνηγητό, προσπερνούσα τις δασικές εκτάσεις, τους τόπους, τον χώρο για να εντοπίσω τις βασικές εξελίξεις. Έμαθα πολλά για τον υπνωτισμό, ταξίδεψα με διαρκή πρωθύστερα σε προηγούμενες στιγμές της χωροχρονικής δράσης, απέφυγα το εκτενές κεφάλαιο όπου ταξιδεύουμε δέκα χρόνια νωρίτερα για να δούμε τι συνέβη με τις συνεδρίες υπνωτισμού του ψυχιάτρου και γιατί αρνήθηκε να ξανακάνει κάτι τέτοιο και τελικά έφτασα σ’ ένα κινηματογραφικό φινάλε.
Ο πεισματάρης Γιούνα Λίννα είναι αστυνομικός επιθεωρητής της Δίωξης Εγκλήματος, το μοναδικό αστυνομικό σώμα της Σουηδίας με επιχειρησιακή δράση και με την ευθύνη για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας κι έχει ως μότο του τη φράση: «Έχω δίκιο, όμως»! Είναι γιος αστυνομικού που σκοτώθηκε στο καθήκον κι έχει διαγράψει σημαντική πορεία ως τώρα, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει στην ιεραρχία, χωρίς ωστόσο να είναι αυτός ο σκοπός του. Πείθει τους ανωτέρους του να αναλάβει την υπόθεση της διαμελισμένης οικογένειας κόντρα στις πεποιθήσεις τους πως πρόκειται για ξεκαθάρισμα λογαριασμών από εισπράξεις στοιχημάτων κι έτσι καλεί τον ψυχίατρο Έρικ Μαρία Μπαρκ να υπνωτίσει το παιδί, παρά τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την υγεία του τελευταίου. Ο Μπαρκ είναι ικανός στην αντιμετώπιση ψυχικών τραυμάτων κι εργάζεται στο νοσοκομείο Καρολίνσκα, όπου μεταφέρουν το αγόρι. Επειδή, η μέθοδος του υπνωτισμού θεωρείται κατάφωρη παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, σύντομα ο ψυχίατρος θα μπλεχτεί σ’ έναν κυκεώνα ποινικών ευθυνών όσο αναζητείται η αδελφή του επιζώντος. Στην υπόθεση της δολοφονίας μπλέκονται αρκετοί συνάδελφοι του Λίννα, όπως ο Μπέννυ Ρούμπιν, που δουλεύει στο κέντρο επικοινωνίας, η βοηθός του Γιούνα, Άννια Λάρσον, ο επιθεωρητής και προϊστάμενος Πέττερ Νέσλουντ, η επιθεωρήτρια Μαγκνταλένα Ρονάντερ, που σκοπεύει να ολοκληρώσει τη φοίτησή της στη νομική σχολή και ταυτόχρονα αποφεύγει τον Νέσλουντ που τη φλερτάρει, ο ειδικός στα ζητήματα του οργανωμένου εγκλήματος Ύνβε Σβένσσον, ο διοικητής της Δίωξης Εγκλήματος Κάρλος Ελίασσον και πολλοί άλλοι.
Ο Έριχ Μαρία Μπαρκ έχει αφιερώσει πολλά χρόνια στη μελέτη της δυναμικής των ομάδων και στην ομαδική ψυχοθεραπεία, πιστεύει στη δύναμη της συλλογικότητας και προσπαθεί να κατανοήσει γιατί οι επιζώντες από πολεμικές συγκρούσεις επεξεργάζονται καλύτερα τα ψυχικά τους τραύματα απ’ ό,τι εκείνοι που είχαν βιώσει ολομόναχοι την ίδια βία, γιατί θεραπεύονται ευκολότερα όσοι έχουν υποστεί μαζί βασανιστήρια. Κάποτε είχε μια ομάδα έξι ατόμων με ψυχικά τραύματα εξαιτίας της κακοποίησης που είχαν υποστεί κι αυτές οι βίαιες καταστάσεις είχαν ερημώσει τον ψυχικό τους κόσμο τόσο πολύ που αναγκάστηκαν να κρύψουν από τον εαυτό τους την κακοποίηση που υπέστησαν ώστε να επιβιώσουν. Κανείς τους δεν ήξερε τι ακριβώς του είχε συμβεί, μόνο πως το παρελθόν τούς κατέστρεψε τη ζωή, ο Μπαρκ λοιπόν χρησιμοποίησε τη μέθοδο της ύπνωσης για να τους βοηθήσει και μετά από κάτι απάνθρωπο και ανατρεπτικό είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην υπνωτίσει ποτέ ξανά. Είναι παντρεμένος με τη Σιμόν που του κάνει σκηνές ζηλοτυπίας, μιας και μια άτυχη στιγμή την ξαναρίχνει δέκα χρόνια πίσω, τότε που την είχε απατήσει ο άντρας της κι από τότε είχε ορκιστεί πως δε θα την κορόιδευε ξανά, όχι μέχρι τώρα τουλάχιστον. Είναι οι γονείς του αιμορροφιλικού δεκατετράχρονου Μπέντζαμιν, που οι ενέσεις, οι μαλάξεις και η υπερβολική προσοχή σε ατυχήματα και κοψίματα του έχουν γίνει καθημερινή συνήθεια. Ποιος θέλησε λοιπόν να κάνει κακό σε αυτό το παιδί και να το απαγάγει; Θα το βρουν εγκαίρως; Τι ξέρει η κοπέλα του παιδιού, η Άιντα για την οικογένεια του Μπέντζαμιν, την οποία χαρακτηρίζει «σπίτι γεμάτο ψέματα»; Ποιος είναι ο Βάιλορντ και γιατί τα δυο παιδιά νιώθουν πως κινδυνεύουν από αυτόν; Τι γνωρίζει ο διανοητικά καθυστερημένος αδελφός της Άιντα; Η Σιμόν αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια του συνταξιούχου αστυνομικού πατέρα της, Κέννετ, κάτι που αναγκάζει τον Μπαρκ να φύγει από το σπίτι, οπότε τι έχει συμβεί ανάμεσα στους δύο άντρες;
Το κτήριο της Γενικής Διοίκησης της Αστυνομίας, το πανεπιστημιακό νοσοκομείο, τα εξοχικά σπίτια, οι αποθήκες, όλα περιγράφονται με ρεαλισμό και οι λέξεις χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο που δίνουν ατμοσφαιρικότητα στο κείμενο και μια γοητεία στην πόλη της Στοκχόλμης. Όπως έγραψα και πριν όμως, έχουμε πολλές λέξεις. Μικρές παράγραφοι μας ενημερώνουν για τις καταβολές του κάθε ήρωα και μάλιστα για τα σημαντικότερα πρόσωπα μαθαίνουμε επιπλέον για την οικογενειακή τους κατάσταση κι όλα αυτά στήνουν ένα ενδιαφέρον παζλ ετερόκλητων χαρακτήρων αλλά φορτώνουν αρκετά το κείμενο και καθυστερούν τις εξελίξεις. Για τον Γιούνα δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, μιας και ελάχιστα τον γνώρισα σε αυτήν την πρώτη του περιπέτεια, με τον υπνωτιστή Μπαρκ να είναι σχεδόν ο πρωταγωνιστής του βιβλίου. Πάντως, ο επιθεωρητής έχει μια αναλυτική σκέψη που τον οδηγεί σε συμπεράσματα βάσει των στοιχείων που κρατά στα χέρια του κάθε φορά. Από την άλλη, υπάρχουν διαπιστώσεις και απόψεις που ανατριχιάζουν: «Μια παράξενη σιωπή υπάρχει πάντα έξω από τις πόρτες των σπιτιών όπου μέσα τους δεν υπάρχει ψυχή» (σελ. 74), ή «Οι καταστροφές μάς αλλάζουν» (σελ. 283). «Ο υπνωτιστής» είναι ένα αργό στις εξελίξεις αλλά με κλιμακούμενη αγωνία αστυνομικό μυθιστόρημα που με άφησε με ανάμικτες εντυπώσεις και ποικίλους προβληματισμούς. Σίγουρα θα διαβάσω και το δεύτερο βιβλίο, αφού έχω πάρει ήδη όλους τους τίτλους της σειράς, για να δω πώς οι συγγραφείς που κρύβονται πίσω από το ψευδώνυμο «Λαρς Κέπλερ» θα χειριστούν μια δεύτερη υπόθεση του επιθεωρητή Λίννα, τι θα βελτιώσουν, τι θα αλλάξουν.
0 Σχόλια