Όταν πρωτοκάθισα σε εκείνον το βράχο, αγνάντεψα τη στείρα θάλασσα με το μονότονο βουητό της. Απέναντί μου έστεκε ένας φάρος έρημος, στον οποίο ο φαροφύλακας είχε αντικατασταθεί από ένα αυτόματο σύστημα λειτουργίας, ώστε να δείχνει την ρότα στα διερχόμενα πλοία.
Η ανταριασμένη θάλασσα φούσκωνε και ξεφούσκωνε σαν να ήθελε να μαρτυρήσει ένα αρχέγονο μυστικό. Ο αφρός της ήταν κατάστικτος από λευκές λωρίδες που έμοιαζαν με αφηρημένες πινελιές τοπίου σε καμβά. Τα θαλασσοπούλια έκαναν βουτιές σαν στούκας, αψηφώντας τα κύματα, ενώ μερικά από αυτά επέστρεφαν στην ασφάλεια του αέρα με την λεία να σπαρταράει στα νύχια τους.
Κανένα καράβι στον ορίζοντα, κανένα πλοίο δεν φαινόταν να μεταφέρει την πονεμένη σκέψη των ναυτικών στη στεριά. Ο φάρος έστεκε εκεί λες και περίμενε ανυπόμονα για την επόμενη συνάντηση με κάποιο σκαρί. Δύσκολα συναντούσες στον ορίζοντα κάποιο σύννεφο να περνάει από τον καταγάλανο ουρανό, τροχάδην, για να συναντήσει τα υπόλοιπα που βρίσκονταν κάπου μακριά, κρύβοντας τον ήλιο. Η μέρα πρόβαλε σθεναρή αντίσταση να μου φτιάξει το κέφι και ο αέρας, ο οποίος μου χάιδευε αδιάκριτα το ιδρωμένο μου κορμί, δεν βελτίωνε την μαυρισμένη διάθεσή μου που ξεχώριζε από την Αυγουστιάτικη θέρμη όπως διακρίνεται το άσπρο μέσα στο μαύρο.
Το φως του φάρου ήταν τόσο δυνατό που ακόμη και σε αυτήν την ηλιόλουστη ημέρα, που ο Λεβάντες μαστίγωνε την ακτή με μένος, φαινόταν από μακριά. Αναρωτήθηκα αν στην ξάστερη καλοκαιρινή νύχτα, το φως του θα αντιπάλευε το φεγγαρόφωτο που θα χάραζε έναν φωτεινό διάδρομο στην πλανεύτρα επιφάνειά του αλμυρού νερού. Κόντεψα να αποκοιμηθώ μετρώντας ασυναίσθητα την συχνότητα που το φως άναβε με τον μοναδικό χαρακτηριστικό του τρόπο.
Ασύνδετες σκέψεις κατέκλυσαν την ακούσια επιθυμία μου να αφήσω το κορμί μου εναγκαλισμένο στο δροσερό βυθό και το βλέμμα μου δεν άφησε ούτε στιγμή το μήνυμα που έστελνε ο φάρος. Για λίγο αναλογίστηκα την ζωή του φαροφύλακα μια και το κτίσμα αυτό ήταν πολυκαιρισμένο, ένα δημιούργημα κατασκευασμένο πολύ πριν η επινόηση του ρεύματος έρθει στο νησί μου. Αισθάνθηκα ότι ο φάρος αυτός ίσως είναι ότι πιο ωραίο έχει ο τόπος μου πάνω στην ξεραμένη γη του. Δεν τον είχα παρατηρήσει ποτέ πριν τόσο αγέρωχο και ακλόνητο στα σημεία των καιρών. Άραγε ο φαροφύλακας ο οποίος είχε αφιερώσει όλη του την ζωή να δείχνει τον δρόμο στους καπεταναίους, τί αναμνήσεις να έχει;
Ήταν πέτρινος, στρογγυλός και έστεκε λίγα μόλις μέτρα από τη θάλασσα, πάνω σε έναν γιγαντιαίο βράχο του ακρωτηρίου. Το ξεθωριασμένο του λευκό χρώμα φαινόταν κατά δύο τόνους πιο ωχρό από τις άσπρες λωρίδες της μαινόμενης θάλασσας. Είχε χάσει την λαμπρότητά του από την έρημη μοίρα της μοναξιάς. Αυτή η μοναξιά που τόσο σκληρά αγκάλιαζε την θαλασσινή ζωή του φύλακα. Σκέφτηκα ότι ήταν ένας καπετάνιος και αυτός και άφησα την φαντασία μου να δημιουργήσει την ηλιοκαμένη όψη του κάτω από τον ήλιο, σαν να αγναντεύει στα ανοιχτά. Φαντάστηκα τους ναυτικούς να του κάνουν σινιάλο σε κάθε πέρασμά τους, σαν να του δηλώνουν την ευγνωμοσύνη τους που είναι εκεί.
Μαγεμένος από την ατιθάσευτη αλληλουχία των σκέψεών μου, αφέθηκα στην επιθυμία μου να τον πλησιάσω περισσότερο, κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ πριν στην ζωή μου πάνω σε αυτό το νησί. Τα βήματά μου ήταν άψογα εναρμονισμένα και συντονισμένα με την συχνότητα του φωτός και η ματιά μου δεν έφυγε από την κορυφή και το έντονο φως που έδινε τα σινιάλα στον ορίζοντα.
Όσο πλησίαζα αισθανόμουν μέρος μιας κάτωχρης ιστορίας, όμοιας με αυτήν του φάρου ανάμεσα στα χρόνια. Πορεύτηκα με οδηγό τη φαντασία μου και την ασυγκράτητη περιέργειά μου για εξερεύνηση του εσωτερικού του. Ένα μούδιασμα στο σβέρκο μου με άγγιξε καθώς αναρωτήθηκα αν ενοχλώ το στοιχειό του, μια ζωή περασμένη στην λήθη, μιας ιστορίας που μόνο λίγοι περαστικοί ναυτικοί γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα. Και αν ενοχλώ; Μάλλον η πόρτα του θα μείνει ερμητικά κλειστή κρύβοντας την ιστορία μιας ζωής αποκλειστικά για λίγους.
Το διάβα μου τάχυνε το ρυθμό του και οριοθετήθηκε από ένα μονοπάτι που οδηγούσε κατευθείαν στην πόρτα του. Στις άκρες του κακοτράχαλου μονοπατιού φαινόταν ακόμα οι ασβεστωμένες άκρες του που έμοιαζαν με απαστράπτον, φιδογυριστό δρόμο που σε μαγνήτιζε να φτάσεις στον περίγυρό του. Τα θαλασσοπούλια έκρωζαν στον ουρανό σαν να μου έστελναν την προειδοποίησή τους για την ακάλεστη επίσκεψή μου στο κτίσμα.
Μοναδικός σύντροφός μου ήταν ο ήλιος και ο ζεστός καιρός που καταλάγιαζε κάθε άσωτη σκέψη φόβου για την επίσκεψή μου αυτή. Σε μερικές στιγμές πιο κει βρέθηκα μπροστά στην ξύλινη πόρτα του, πλαισιωμένη με σκαλιστό μάρμαρο και ιωνικά ανάγλυφα. Η μπλε πόρτα του, ξεθωριασμένη από τον χρόνο, έστεκε κλειστή μπροστά μου, και το λευκό του χρώμα έμοιαζε από κοντά σαν πελιδνή παρουσία μπροστά στην φρεσκάδα του καλοκαιριού. Η κάτωχρη μορφή του φαινόταν πάνω από το κεφάλι μου σαν να βρισκόμουν στα πόδια ενός πανύψηλου γέροντα.
Η φαντασία μου οργίασε και ονειρεύτηκα, εκεί όπως ήμουν να στέκομαι όρθιος, τις πανέμορφες γοργόνες να εξιστορούν τους μύθους των θαλασσών και τις ιστορίες των καπετάνιων που ταξιδεύουν πέρα μακριά.
Και ήταν εκείνη η μοναδική στιγμή που έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Ήθελα να αφουγκραστώ αν ο φάρος θα με άφηνε να ψαχουλεύσω τα μυστικά του, να φανταστώ την ιστορία του μέσα στο χρόνο και να σκαλίσω τις μαρτυρίες του στην παρέα του με τα κύματα.
Μηχανικά πήγε το χέρι μου πάνω στο ρόπτρο και δοκίμασα να την ανοίξω. Έσπρωξα, φώναξα, κλώτσησα, δοκίμασα μαλακά να παραβιάσω την ησυχία του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Δεν με είχε δεχτεί, ήμουν ένα ξένο , δολερό στοιχείο για αυτόν που δεν με ήθελε κοντά του. Ήθελε να μείνει ελεύθερος,εκεί στην μοναξιά της θαλασσινής αύρας, εκείνου του Αυγουστιάτικου πρωινού. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου σαν ένδειξη σεβασμού στην επιθυμία του και αφέθηκα ακόμη πιο πολύ στις φανταστικές υποθέσεις μου για εκείνο το φάρο.
Ώρες αργότερα, όταν επέστρεψα σπίτι, μη έχοντας να κάνω τίποτε άλλο, αποφάσισα να μάθω περισσότερα για αυτόν. Ίσως την επόμενη φορά που θα έφτανα στην αυλή του, αν γνώριζα για αυτόν, να με καλωσόριζε εναγκαλίζοντάς με ανοίγοντάς μου τις πόρτες του. Ίσως την επόμενη φορά η τύχη να είναι με το μέρος μου. Στις υποθέσεις αυτές αναρίγησα στο ότι δείλιασα μπροστά σε αυτό το κτίσμα και την ιστορία του. Φοβήθηκα τις γοργόνες, άκουσα τα μηνύματα των γλάρων από τον ουρανό, ο αέρας με έσπρωχνε μακρυά του, η πόρτα του με κράτησε απ’ έξω και τελικά διαπίστωσα ότι ο φάρος είχε την δικιά του θέληση και ήταν ζωντανός. Τελικά εγώ ήμουν αυτός που φοβήθηκε να απομακρυνθεί από τον ήλιο…
Πολύ όμορφη η ιστορία σας Νίκο!!!
Καλησπέρα σας! Σας ευχαριστώ και καλώς σας βρήκα!
Τόσο ομορφογραμμένο Νίκο. Ετερεχρονισμένα το διαβάζω και είναι σα να βλέπω έναν πίνακα ζωγραφικής. Η τελευταία φράση με αναποδογύρισε δίνοντας απαντήσεις από κάτω προς τα πάνω στο παζλ που έφτιαξες!
Σ’ ευχαριστώ Μάχη! Χαίρομαι που σου άρεσε 🙂